Του Δημήτρη Καμπουράκη
(Μια σταγόνα ιστορίας - www.newsit.gr)
Στέκει έξω απ’ την παλιά Βουλή, όλοι έχουμε δώσει ραντεβού στην βάση του, δίχως να γνωρίζουμε την γοητευτική του ιστορία και κυρίως τα δυο μεγάλα μυστικά που κρύβει: Ένα στην περικεφαλαία του κι ένα στα πόδια του αλόγου του.
Το 1884, σαράντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο δήμαρχος Ναυπλίου Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος που ήταν λάτρης των τεχνών και στόλισε με σημαντικά έργα την πόλη του, αποφάσισε να φτιάξει έναν έφιππο ανδριάντα του αρχιστράτηγου της επανάστασης.
Ο Γέρος του Μωριά είχε συνδεθεί πολλαπλώς με το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση: Αυτός το παρέλαβε επισήμως από τους Τούρκους, είχε ζήσει εκεί πολλά χρόνια, είχε σπίτι στην πλατεία Συντάγματος και χτήματα έξω απ’ την πόλη. Στο Ναύπλιο επίσης είχε ζήσει και τις πικρότερες στιγμές της ζωής του, αφού εκεί καταδικάστηκε σε θάνατο επί αντιβασιλείας του Όθωνα και φυλακίστηκε για δυο χρόνια στο Παλαμίδι.
Ο Κωτσονόπουλος προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό και όσοι πήραν μέρος επέδειξαν τα προπλάσματα των έργων τους στη βίλλα Τζούλια της Ρώμης. Μετά από αρκετές άγονες προσπάθειες που κράτησαν πάνω από πέντε χρόνια, ένας απ’ τους πλέον διακεκριμένους Έλληνες γλύπτες της εποχής, ο Τηνιακός Λάζαρος Σώχος που εργαζόταν στο Παρίσι, κέρδισε τον διαγωνισμό και ανέλαβε να φτιάξει το μνημείο το 1891.
Ο Σώχος δούλεψε στο Παρίσι για τέσσερα χρόνια (1891-1895), δημιουργώντας ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της σύγχρονης Ελλάδας. Τον έφιππο Γέρο του Μοριά, που στέκεται μπροστά στην Παλιά Βουλή στην οδό Σταδίου και έναν ολόιδιο που στέκεται στο πάρκο Κολοκοτρώνη ή Βοτανικό κήπο στο Ναύπλιο. Όπως καταλάβατε, ο Σώχος έβγαλε από την φόρμα που κατασκεύασε, δύο αντίτυπα.
Το υλικό των αγαλμάτων ήταν ο χυτοσίδηρος, ο οποίος προήλθε από λιώσιμο παλιών κανονιών της επανάστασης που υπήρχαν στο κάστρο του Παλαμηδίου και είχαν αρχίσει να φθείρονται. Η κατασκευή του διπλού αυτού περίφημου αγάλματος του Γέρου του Μοριά, συνοδεύτηκε από δύο εκπληκτικές ιστορίες: Η μία ήταν άγνωστη ως το 2002, που ο έφιππος Κολοκοτρώνης κατέβηκε από το βάθρο του στην Αθήνα και έγιναν εργασίες συντήρησης του.
Ο γλύπτης είχε μελετήσει τη ζωή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και ήθελε να τον αποδώσει όπως ήταν στην πραγματικότητα. Η επιτροπή όμως ζητούσε έναν μεγαλοπρεπή ήρωα και όπως τον απεικόνιζε ο Σώχος δεν της άρεσε.
Ο πραγματικός Κολοκοτρώνης είχε μακριά μαλλιά πίσω και ξυρισμένο το κεφάλι μπροστά, όπως το ‘χαν τότε συνήθειο οι Αρβανίτες. Η επιτροπή όμως αντέδρασε και υποχρέωσε τον γλύπτη να του κοτσάρει πάνω στο κεφάλι μια μεγαλοπρεπέστατη αρχαιοελληνική περικεφαλαία Σπαρτιατικού τύπου με λοφίο.
Όταν λοιπόν το 2002 αποσυναρμολογήθηκε το άγαλμα στα πέντε κομμάτια που το αποτελούν για να συντηρηθεί, βρέθηκε στην βάση της περικεφαλαίας στη μέσα πλευρά, αθέατη στους εξωτερικούς παρατηρητές του αγάλματος, χαραγμένη μια σημείωση που έλεγε:
«Παρά την θέλισιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου ξαναφόρεσε την περικεφαλαίαν, Σώχος, Paris 1909». Άρα ο καλλιτέχνης βρήκε τρόπο να αντιδράσει έστω και κρυφά, ενημερώνοντας τις επόμενες γενιές για το περιεχόμενο της διαφωνίας του.
Η δεύτερη ιστορία αφορά τον βηματισμό του αλόγου του Γέρου του Μοριά.
Στην διεθνή γλυπτική γλώσσα, όταν το άλογο ενός εφίππου ήρωα έχει και τα δύο μπροστινά πόδια στον αέρα, σημαίνει ότι ο εικονιζόμενος πέθανε πάνω στη μάχη. Όταν το ένα του πόδι είναι στον αέρα σημαίνει ότι πέθανε αργότερα μεν, αλλά εξ’ αιτίας τραυμάτων που υπέστη σε μάχες. Όταν και τα τέσσερα πόδια του αλόγου πατούν στη γη, τότε ο εικονιζόμενος πέθανε από φυσικό θάνατο.
Άρα, ο ανδριάντας του Γέρου του Μωριά, δείχνει πως πέθανε από τραύματα μάχης, πράγμα βεβαίως ιστορικά άτοπο, αφού ο Κολοκοτρώνης πέθανε πολλά χρόνια μετά την επανάσταση από εγκεφαλικό, την ημέρα του γάμου του γιού του. Ξεψύχησε το 1843 σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών.
Συνεπώς, είτε ο Σώχος είτε η επιτροπή, παραβίασαν τους κανόνες της διεθνούς γλυπτικής προς όφελος του καπετάν Θοδωράκη, όπως φώναζαν τον Κολοκοτρώνη οι σύντροφοι του τον καιρό της επανάστασης.