Βαγγέλης Στεργιόπουλος (www.in.gr)
Πριν από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει μια φράση που εντυπώθηκε καλά στο νου μου, διότι συνόψιζε με εξαιρετικά εύστοχο κατά την άποψή μου τρόπο το γιατί η χώρα μας οδηγήθηκε στη στενόχωρη και θλιβερή κατάσταση που όλοι και όλες βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Τον πυρήνα της εν λόγω φράσης αποτελούσαν δύο έννοιες που συνιστούν αντιθετικό ζεύγος: η αξιοπρέπεια της φτώχειας και η αναξιοπρέπεια του πλούτου.
Οι Έλληνες μετέβησαν —ίσως αργά και ανεπαίσθητα, σίγουρα όμως αναπόφευκτα— από την πρώτη στη δεύτερη, προλειαίνοντας οι ίδιοι το έδαφος για την καταβαράθρωση ολόκληρου του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας κατά τη διάρκεια της επιτήρησης και των μνημονίων.
Όσοι είχαν την τύχη να συμβιώσουν ή έστω να συνομιλήσουν με εκπροσώπους των παλαιότερων γενεών θα συμφωνήσουν, νομίζω, ότι κύρια χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτών —της πλειονότητάς τους τουλάχιστον— ήταν η φιλεργία και η φιλοπονία, η δημιουργική διάθεση, η νοικοκυροσύνη, προπάντων δε η αξιοπρέπεια, μολονότι πολλοί εξ αυτών ζούσαν μέσα στην ένδεια, πένονταν.
Έχοντας βιώσει, σε μικρότερη ή και μεγαλύτερη ηλικία, τις τραυματικές εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, οι άνθρωποι αυτοί διακρίνονταν για το ψυχικό σθένος τους, αντιμετώπιζαν τις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής με εγκαρτέρηση, σέβονταν ειλικρινώς τους συνανθρώπους τους, συναισθάνονταν τον πόνο και τις έγνοιες τους.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο πλέον καλλιεργημένος —με την ευρεία, ουσιαστική έννοια του όρου— άνθρωπος που έχω γνωρίσει ύστερα από μισόν αιώνα ζωής ήταν ένας μακαρίτης πλέον αρτινός μάστορας, ένας απλός πετράς, που σε γοήτευε από την πρώτη στιγμή με το ήθος, την ταπεινότητα και, προπάντων, την αξιοπρέπειά του.
Αυτά τα χαρακτηριστικά, αυτήν την αξιοπρέπεια με μια λέξη, απώλεσε βαθμηδόν η ελληνική κοινωνία με την πάροδο των χρόνων, αφενός μεν λόγω της αδυναμίας της να επιτύχει το σωστό συγχρονισμό της μεταβολής των όρων διαβίωσης και της ψυχοπνευματικής ανάπτυξης των μελών της, αφετέρου δε λόγω της χρεοκοπίας του εκπαιδευτικού συστήματός της, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ’80.
Σταδιακά, με αποκορύφωμα την τελευταία δεκαετία του εικοστού και την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, η αναξιοπρέπεια του πλούτου παραμέρισε και καθυπόταξε την αξιοπρέπεια της φτώχειας.
Η δυναστική αυτή αναξιοπρέπεια οδήγησε στην αξιολόγηση των ανθρώπων με βάση όχι το «είναι», αλλά το «φαίνεσθαι» και το «κατέχειν».
Αναπόφευκτα, όπως έγραψα και ανωτέρω, η εποχή των παχιών αγελάδων, των αφειδώς παρασχεθέντων δανείων, του ακριβού αυτοκινήτου και της μεζονέτας διέβρωσε τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, προκάλεσε τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων και της πολιτικής ζωής, έριξε τη χώρα στον γκρεμό της διαβόητης ''κρίσης''.