Μία σταγόνα ιστορία με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη
Στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών, υπάρχει το περίφημο άγαλμα της κοιμωμένης του Χαλεπά. Είναι το πιο γνωστό έργο του Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, ενός ανθρώπου με εκπληκτική ιστορία μετεωρισμού ανάμεσα στην τρέλα και την καλλιτεχνική ιδιοφυία. Η κοιμωμένη του είναι ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής γλυπτικής και ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει μέρα που να μην βρίσκεται από πάνω της κάποιο γκρουπ ελλήνων ή ξένων φοιτητών από τις σχολές Καλών Τεχνών που το μελετά.
Η μαρμάρινη κοπέλα που βρίσκεται ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο και είναι σκεπασμένη μ’ ένα αέρινο σεντόνι, ήταν η δεκαεπτάχρονη Σοφία Αφεντάκη που πέθανε από φυματίωση το 1875. Ολόκληρη τότε η μικρή Αθηναϊκή κοινωνία είχε κλάψει για την πανέμορφη κοπελίτσα που πήγε τόσο άδικα πάνω στο άνθος της ηλικίας της, ενώ είχε όλες τις προοπτικές μιας καλής και ευτυχισμένης ζωής.
Ο πατέρας της Κωνσταντίνος Οικονόμου Αφεντάκης, ήταν εύπορος έμπορος των Αθηνών και είχε δυο κόρες. Την Μαριγή και τη μικρή Σοφία. Η μεγάλη παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Χατζημιχάλη, καθηγητή ιατρικής του πανεπιστημίου Αθηνών και η μικρή μεγάλωνε και ομόρφαινε, προετοιμαζόμενη κι αυτή για μια καλή αποκατάσταση.
Στα δεκαεπτά της τη χτύπησε η φυματίωση, δίχως η ιατρική της εποχής να σταθεί ικανή να την αντιμετωπίσει. Αντί για βουνό, οι γιατροί την έστειλαν στη θάλασσα, στην Κίμωλο που ήταν το νησί της καταγωγής τους. Δυο χρόνια μετά την εκδήλωση της αρρώστιας, η μικρή Σοφία πέθανε.
Ο θάνατος της πανέμορφης κοπέλας πάνω στο άνθος της ηλικίας της δημιούργησε μια ολόκληρη σειρά από μύθους, που γράφτηκαν στις εφημερίδες της εποχής. Ο βασικότερος ήταν ότι η Σοφία είχε απορρίψει όλους τους ερωτευμένους «καλούς» γαμπρούς της εποχής της, για να πέσει στην αγκαλιά ενός Ιταλού Τενόρου, του Μάριο Τζοβάνι, τον οποίον γνώρισε σε ταξίδι που έκανε με τον πατέρα της στην Νάπολη.
Ο Αφεντάκης, θυμωμένος με την απρέπεια της κόρης του, την γύρισε στην Αθήνα άρον-άρον, όπου η κοπέλα πήρε δηλητήριο και αυτοκτόνησε. Το ίδιο υποτίθεται ότι έκανε και ο ερωτευμένος Τζοβάνι, που μόλις έμαθε πως η καλή του αυτοκτόνησε, φύτεψε κι αυτός μια σφαίρα στην καρδιά του.
Επρόκειτο για ρομαντικά λαϊκά αναγνώσματα της εποχής, που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Η ιατρική γνωμάτευση του θανάτου της Σοφίας από φυματίωση υπάρχει στα αρχεία, ενώ ο Μάριο Τζοβάνι πέθανε τριάντα χρόνια αργότερα από καρδιακή προσβολή.
Τρία χρόνια μετά τον θάνατο της, η μητέρα της επισκέφθηκε τον Γιαννούλη Χαλεπά στο εργαστήριο του έχοντας μια φωτογραφία της πεθαμένης κόρης της στην τσάντα.
Του παρήγγειλε μια προτομή ή οποιοδήποτε άγαλμα της Σοφίας, για να το βάλει στον τάφο της κι αυτός ζήτησε χίλιες δραχμές αμοιβή. Έφτιαξε το πρόπλασμα σε πηλό όπως το ξέρουμε σήμερα και ξανακάλεσε τη μητέρα. Αυτή μόλις το είδε, του είπε ότι δεν της αρέσει. Ποιος ξέρει πως θα το φανταζόταν η γυναίκα.
Ο Χαλεπάς, που ήδη από τα 26 του χρόνια έχει αρχίσει να εκδηλώνεται η σχιζοφρένεια του, μάνιασε, άρπαξε έναν λοστό, έδωσε μία στο κέντρο του προπλάσματος και διαχώρισε το σώμα απ’ το κεφάλι.
Η γυναίκα τρόμαξε απ’ την αντίδραση του, συνήλθε, μετάνιωσε και του είπε να προχωρήσει το έργο. Έτσι ο Χαλεπάς το έφτιαξε σε μάρμαρο και τοποθετήθηκε στο νεκροταφείο.
Η παρθενικότητα της μορφής της κοιμωμένης, ο θάνατος που μοιάζει με γλυκό ύπνο και η πλαστικότητα του έργου, δημιούργησαν εκ’ των υστέρων πολλούς μύθους.
Ο πιο διαδεδομένος ήταν ότι ο Χαλεπάς τρελάθηκε όταν μετά την ολοκλήρωση του γλυπτού διαπίστωσε ότι έκανε λάθος στις διαστάσεις του ανάκλιντρου, καθώς αν η κοπέλα τεντωθεί νοητά, τα πόδια της θα έβγαιναν έξω από το έπιπλο. Καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Αν η σύνθεση είχε ένα τόσο μακρύ ανάκλιντρο ώστε να χωρούσε η κοπέλα ξαπλωμένη, θα χαλούσε εντελώς η αρμονία του έργου.
Γράφτηκε επίσης ότι ο Χαλεπάς ήταν εραστής της Σοφίας και αφού έβγαλε όλο του το ερωτικό πάθος στο γλυπτό της, στη συνέχεια τρελάθηκε. Επίσης καμία σχέση με την πραγματικότητα, ο Χαλεπάς δεν γνώρισε ποτέ τη Σοφία, είδε μόνο μια φωτογραφία της μετά θάνατον.
Υπάρχουν τέλος κάποιοι ιστορικοί τέχνης που υποστηρίζουν ότι ο Χαλεπάς έφτιαξε το πήλινο πρόπλασμα, αλλά λόγω της ασθένειας του στο μάρμαρο την απέδωσε ο μαρμαροτεχνίτης Αλεξάκης Λάβδας.
Επειδή ο Χαλεπάς και ο Λάβδας ήταν επιστήθιοι φίλοι μέχρι τα γεράματα τους, ενώ το έργο έγινε στα νιάτα τους και αναγνωρίστηκε αμέσως, προφανώς κάτι θα είχαν πει επ’ αυτού αν είχε συμβεί.
Ποτέ ο Λάβδας δεν διεκδίκησε το παραμικρό. Ήταν κι αυτός ένας μύθος απ’ αυτούς που πάντα συνοδεύουν τα μεγάλα αριστουργήματα.
www.newsit.gr