Θα σας γράψω, τη Σμύρνη, με τα μάτια της αληθινής Κασσάνδρας και τα δικά μου!
Τα γεγονότα, όπως έχουν και όπως πρέπει, οι νέοι να μαθαίνουν!
Η Σμύρνη, έχει υποστεί σφαγές, εναντίον των Ελλήνων- χριστιανών και το 1770, 1797 αλλά και 1821, κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης!
Επικρατούσα γλώσσα; Η ελληνική. Εκ της οποίας, μάλιστα, είχε καθαρά ελληνικό χρώμα, ανεπτυγμένη και με πολιτική, αλλά και πολιτισμική πρωτιά.
“Η Σμύρνη, υπέστη, σεισμούς, επιδημίες, όπως η πανώλη! Μέχρι, να έρθει η καταστροφή. Το 1866 και 1788, μετά από δύο σεισμούς, η πόλη άλλαξε. Είχαν ισοπεδωθεί ολόκληρες συνοικίες.” Έτσι, μου είχε πει, η αληθινή Κασσάνδρα, συνεννοηθήκαμε όμως, να μην γραφτεί στο βιβλίο!
“ Όσοι έζησαν τότε, θυμούνται τις ομορφιές της, ευτυχισμένοι άνθρωποι!” Τη θυμάμαι, να χαμογελάει. “ Η πόλη της λογοτεχνίας, η ιωνική θαλπωρή, ξεχασμένη, από τις μυρωδιές, όχι των μπαχαρικών και φαγητών, αλλά ανθρώπων. Των σωμάτων, δηλαδή!” Έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της.
Σαν και τώρα, τη βλέπω, μπροστά μου, να σχολιάζει τη μόδα! Ήξερε πόσο μου άρεσε! “ Κοπέλα μου, οι γυναίκες της εποχής μου, πιστές στα βήματα της μόδας. Σαν τώρα, να… Θυμάμαι, τα φρου φρου και τις δαντέλες. Συναγωνισμό, κάναμε! Χρυσαφικά, να δεις...Δαχτυλίδια και άγιος ο θεός! Αμ και αυτή την ομπρέλα; Της εποχής, όχι άλλο, μη μας κάψει ο ήλιος, αλλά και για τους άνδρες!” Κοκκίνισε, σε μια στιγμή και όλο ήθελα, να ακούω.
“ Σαμπανιέτες, να δεις… Αστεία, πως τα λένε! Μέσα από τη σιγαλιά της νύχτας! Μια πόλη, που δεν κοιμόταν ποτέ! Άνθρωποι: με Α μεγάλο! Άνθρωποι: τολμηροί, όχι κλέφτες. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον! Συνεργάζονταν τίμια! Αλλά, ήρθε η φωτιά και τα ρήμαξε ολα!
Όσοι κατάφεραν να διαφύγουν, είχαν άσχημη, ταλαιπωρημένη πορεία ζωής!
Πήραμε το δρόμο, άλλοι με πόδια, άλλοι με ζα… Βάι βάι, όλοι έλεγαν!” Σκούπιζε τα δακρυσμένα μάτια.
“Ξέρεις τι είναι, να βλέπεις πτώματα παντού; Οχ, οχ, Παναγία μου, τι θυμήθηκα!
Ένας άνδρας, το πτώμα του δηλαδή, κοστούμι φορούσε, καθαρό ήταν και παραπέρα, το κεφάλι του, να το τρώνε οι κότες!
Από τη βρωμιά, των πτωμάτων, έκλεινες τα χείλη και μόνο, που και που, με το σάλιο, τα χείλη, ξηρά και ματωμένα.
Ακρίδες, λέγαμε τους Τούρκους, μας τα πήραν όλα! Σάματις, Τούρκο δεν αγάπησα και εγώ;
Καμία φορά, αναλογίζομαι: γιατί, αλλά πως, να δώσω απάντηση, αφού, δεν έδωσα λύση, πρώτη εγώ;
Πάνε τα χωριά, πάνε και οι χριστιανοί. Τούρκοι έμειναν και όσοι δικοί μας; Πήραν τουρκική υπηκοότητα!
Οι χριστιανοί ήτανε: χρυσό και οι Τούρκοι; Μπρούτζο, ναι!
Βάι ογλουμ, αλίμονο δηλαδή, γίναμε πρόσφυγες! Ποδονίφτη, κοκκινιά, ζούσαμε σε παράγκες. Τα ρούχα, στο κλίβανο και οι Έλληνες, του τόπου, κλείδωναν τις αποθήκες.
Ήμασταν, βλέπεις, βρώμικοι, για αυτούς! Ναι, ναι, αλλά η βρωμιά, είναι στη ψυχή, στη συνείδηση, όχι στο σώμα!
Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια, έτσι έλεγαν!”
Έκλαιγε, σκούπιζε τη μύτη, θυμόταν, έκανε γροθιές και στο τέλος, το ερώτημα: “Τί θα γίνει, με τα παιδιά; Με τα βιβλία; Η αλήθεια, έχει σβηστεί. Δεν συμφέρει, καθεστώτα και μη.
Δεν λέω, άνθρωποι και οι Τούρκοι, ζήσαμε και ζούμε μαζί τους.
Η αλήθεια όμως;
Η κοινωνία; Τι σκοπούς ωφελεί;
Τα βιβλία, να γράφουν αλήθειες, για τις αξίες των ψυχών, που χάθηκαν άδικα”.
Ηλιάνα Βολονάκη