Του Στάθη (www.topontiki.gr)
Μια πετρωμένη νύχτα, πολιορκημένος ο κάποτε Πολιορκητής, εννόησε ότι η παράσταση έλαβε τέλος, ο θίασος σκόρπισε, το έργο δεν διέθετε άλλες λέξεις.
Εκδύθηκε λοιπόν τα βασιλικά φορέματα, απεκδύθηκε το στέμμα, πήγε να ενδυθεί τις αρχαίες σημαίες, δίστασε κι εν τέλει φόρεσε τα τρύπια ιμάτια αυτού που ήταν – ένας περιπλανώμενος ηθοποιός.
Αποκαρδιωμένος αλλά ακόμα ζωντανός, τα νύχια της ίδιας του της φρουράς διαφεύγοντας, βγήκε στους πέντε δρόμους – γύριζε επιτέλους στο σπίτι.
Ο Ποιητής τον είχε προειδοποιήσει: καθ’ οδόν μην κοιμηθείς στον δρόμο, φοβού τα σκυλιά.
Μην κοιμηθείς σε παραλία, τις νύχτες βγαίνει η θάλασσα.
Μην κοιμηθείς στα δάση, στην καρδιά τους σαν βγαίνει ο ήλιος, το πρωί δεν ξημερώνει.
Ποτέ του δεν είχε διαβάσει τον Ποιητή, ούτε τις Μούσες άφησε ποτέ να τον επισκεφθούν – τι χρησιμότητα τάχα θα ‘χαν;
Στο σπίτι δεν έφθασε ποτέ, ο δρόμος τον αφάνισε; το δάσος; ή η θάλασσα;
Κανείς δεν έμαθε, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει.
…………………………
Ότι είχε χαθεί, άφησε κι αυτός ο ίδιος να εννοηθεί. Σιωπή –
Κι ύστερα από λίγο καιρό, ο γυμνός βασιλιάς άλλαξε πάλι μορφή και φάνηκε ξανά στην πιάτσα, εκ νέου Πολιορκητής, εκ νέου νέος, εκ νέου παράκλητος.
Κι έτσι ζήσαμε. Με τις χίλιες μορφές του γυμνού βασιλιά να διαδέχονται η μια την άλλη. Ούτε οι δρόμοι, ούτε οι θάλασσες, ούτε τα δάση μπόρεσαν – έσφαλε ο Ποιητής. Ή ίσως ομίλησε υπερβολικώς μεταφορικά. Ας έλεγε «οι άνθρωποι», ώστε όλοι επιτέλους να καταλάβουμε και να γίνει εν τέλει η δουλειά…
email: [email protected]