Νίκος Ι. Καραβέλος
Δικηγόρος-Συγγραφέας
Ο Βασίλης είναι Αλβανός μετανάστης, ζει στην Ελλάδα κοντά 25 χρόνια. Εδώ γεννήθηκαν τα παιδιά του, ένα κορίτσι στο Λύκειο κι ένα αγοράκι στο Δημοτικό.
Δουλεύει στους ελαιώνες, στα πορτοκάλια, τα μανταρίνια, είναι έξυπνος, καλός οργανωτής, έντιμος και καθαρός. Μαζί του πάντα η γυναίκα του.
Είναι στεγνός, λιγόλογος, λιγόφαγος και ψηλός.
Σε ένα διάλειμμα, εκεί στον ελαιώνα μου, μίλησα μαζί του:
«Για πού στοχεύει η κόρη σου Βασίλη;» τον ρώτησα.
«Θέλει να γίνει αρχαιολόγος, μα δεν ξέρω αν θα μπορέσει να ζήσει μ’ αυτό το επάγγελμα».
«Της μίλησες;»
«Αρκετές φορές».
«Τι σου λέει;»
«Μου λέει πως προτιμάει να πεινάσει με αυτό που αγαπάει, παρά να καλοπεράσει με αυτό που απεχθάνεται.»
«Γιατί θέλει να γίνει αρχαιολόγος Βασίλη;»
«Θέλει, λέει, να ανακαλύψει τον τάφο του Αγαμέμνονα».
Η ώρα βάραινε, ερχόταν το σούρουπο. Λεπτές υπομνήσεις του κίτρινου έβαφαν τον ουρανό, οι πρώτες μαύρες κορδέλες τύλιγαν τον ορίζοντα. «Η νύχτα διέταξε τις προφυλακές της να προχωρήσουν». Απέναντι, τα αρκαδικά βουνά με τα μεγάλα τους στόματα ρουφούσαν τις ύστερες σταγόνες φωτός κι όλο σκοτείνιαζαν.
Λίγες σταγόνες έγλειψαν και τον αυχένα μου. Σα να ήταν από το «ελευθέριο ύδωρ» που έπιναν, λένε, οι δούλοι όταν απελευθερώνονταν.
Απέναντί μου η Σάρα, το σκληρό βουνό με τις ελιές και με τη γύμνια της. Αυτές που ήταν κάποτε αγριελιές και τις φύτεψαν εκεί και τις μπόλιασαν κι έγιναν δέντρα κάποτε με τον ιδρώτα του κόσμου και τώρα ξαναγύρισαν αγριελιές με την εγκατάλειψη.
Η Σάρα, με τον βαρύ της ίσκιο της πάνω στα γκρεμισμένα παλάτια του Αγαμέμνονα!
Μέσα στο κτήμα μου οι αρχαίοι λαξευτοί τάφοι που μικρός τους κατέβαινα και μάζευα τ’ αυγά από τις άγριες κότες, εκεί ο χώρος που χώνεψε στοργικά τους αιώνες με τους νεκρούς. Παραδίπλα το Αετοβούνι με τις φωλιές των αρπακτικών κι αριστερότερα το βουνό του Αη-Λια, του Προφήτη Ερμή σα να λέμε, όχι του κερδώου, μα τ’ αλλουνού, εκείνου με τις αρχαίες φρυκτωρίες και τα γιδοπρόβατα. Που στην κορφή του έφτασε το χαρμόσυνο μήνυμα από την Ίδη, πως ο μέγας Αρχιστράτηγος, ο πρωτότοκος του Ατρέως, συνέτριψε επιτέλους την Τροία!
Πόσα σούρουπα χειμωνιάτικα θυμόμουν εκεί! Θυμόμουν τη Μάνα μου που, μολονότι παιδί της πόλης, δούλευε ασταμάτητα τις ελιές και μέσα στη νύχτα. Τον Πατέρα μου που αν και γεννήθηκε σ’ αυτά τα χώματα, ήταν έτοιμος για φευγιό, γι’ αυτό ερχόταν στο χωράφι με το ρεπούμπλικο και τη γραβάτα του!
Η νύχτα έλαμνε πια στα νερά του καιρού κι εμείς αρχίσαμε βιαστικά να μαζεύουμε τα σύνεργα και τα λιόπανα. Ο Βασίλης έκανε τον τελευταίο έλεγχο μην και ξεχάστηκε τίποτα.
«Το άλλο Σάββατο θα’ρθω να κάψω τις κλάρες» είπε.
Χαιρετηθήκαμε.
Κοντοστάθηκα λίγο. Κοιτώντας γύρω σκέφτηκα πως μέσα σ’ εκείνη τη γη που πριν από λίγο τη δούλεψε ο Βασίλης, μπορεί να είναι θαμμένος ο βασιλιάς των Μυκηνών, που σφαγμένος στο μπάνιο του από τους συνωμότες, πετάχτηκε σαν το σκυλί έξω απ’ τα τείχη της πόλης κι αφανίστηκε μέσα στα χώματα και τους αιώνες.
Κι έτσι όπως κοίταζα εκείνη τη γη, αναλογίστηκα πως ίσως θα άξιζε κι ίσως αυτό να περιμένει ο «ευρύ κρείων Αγαμέμνων», κάπου ανάμεσα στην Ακρόπολη και στο κτήμα μου, μετά από τόσους αιώνες αδιαφορίας, να τον ξαναγεννήσει από τα σπλάχνα της γης, να τον φέρει ξανά στο φως και να τον παραδώσει άθικτο και ξακουστό σε μας τους αδιάφορους Νεοέλληνες, η κόρη του Βασίλη!