γράφει ο Γιώργος Μπαζίνας (http://www.shedia.gr)
Πετούσε ψηλά. Ήταν ελεύθερος. Και πεινασμένος. Η ελευθερία είχε μια πικρή γεύση. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαίρεται γι’ αυτή.
Ήταν πάντα καταπιεσμένος και το ’χε μάλλον συνηθίσει. Όλοι είχαν να του κάνουν κάποια επίπληξη. «Κλάψα» του έλεγε ο δάσκαλός του. «Πώς στο καλό πετάς έτσι; Πουλάκι μου, τι είσαι συ, γεράκι ή γλάρος; Σφίξου Κλάψα, όρμα, χτύπα, άρπαξε!»
«Κλάψα», του έλεγε ο μπαμπάς του, «δεν είναι ότι ντρέπομαι για σένα. Πάντως δεν είμαι και πολύ περήφανος. Πρέπει να είσαι σκληρός, Κλάψα. Πρέπει να χτυπάς. Πρέπει να παλεύεις, πρέπει να διεκδικείς. Πρέπει να είσαι αμείλικτος. Έτσι είναι τα σωστά γεράκια, γιε μου. Και μερικές φορές, χωρίς παρεξήγηση, αναρωτιέμαι αν είσαι πραγματικά γιος μου».
Η μαμά τού έλεγε «Κλάψα, Κλάψα, τι θα κάνω με σένα γιόκα μου; Γιατί, Κλάψα, γιατί είσαι τόσο μαλακός, τόσο ευαίσθητος. Κάθεσαι κι ακούς τ’ αηδόνια γιόκα μου. Τ’ αηδόνια τ’ ακούνε οι άνθρωποι. Τα γεράκια τα τρώνε».
«Μα, μαμά» έλεγε ο Κλάψας. «Κελαηδούνε τόσο όμορφα!»
«Κλάψα, Κλάψα!» έλεγε η μανούλα, «τι θα πουν οι γείτονες, τι θα πουν ο συγγενείς μας. Δεν πρέπει να πιάνουμε κουβέντα με τις χελώνες. Αν ο θεός δεν ήθελε να τρώμε τις χελώνες θα τις έκανε βράχους».
Αυτό το επιχείρημα δεν το καταλάβαινε και πολύ καλά ο Κλάψας, αλλά η μαμά δεν είχε πάντα πολύ λογικά επιχειρήματα. Και η χελώνα ήταν μια σοφή χελώνα που του έλεγε ένα σωρό ιστορίες και κουτσομπολιά του δάσους.
Έτσι, όταν είδε ο Κλάψας τον χοντρό τυφλοπόντικα να κάθεται αραχτός μπροστά στην τρύπα του, με μια ηλίθια απάθεια και επιδεικτική άγνοια του κινδύνου να μασουληθεί αμείλικτα, ένιωσε μέσα του τα άγρια ένστικτα του γερακιού να φουντώνουν. «Τροφή!», σκέφτηκε.
«Ηλίθια, μαλακή, νόστιμη τροφή με πολλά λιπαρά και άφθονη χοληστερίνη», και όρμησε με μια βουτιά που θα ζήλευαν πολλά γεράκια.
«Ο Κλάψας ήταν αυτός;» ρώτησε ξαφνιασμένο ένα γεράκι το διπλανό του, καθώς οι δυο τους περιπολούσαν με μια σχετικά χαλαρή διάθεση κυνηγιού, μιας και ήταν σχετικά χορτάτα.
«Δεν το πιστεύω!», είπε το άλλο.
«Εντελώς απίστευτο!», πρόσθεσε το πρώτο, πράγμα που υπονοούσε πως δεν είχαν ικανό τον Κλάψα να κάνει τέτοιες εφορμήσεις και επικίνδυνες επιδόσεις και πολύ περισσότερο να επιτίθεται σε θηράματα.
Ο Κλάψας πράγματι είχε την ταχύτητα της αστραπής και την ορμή πεινασμένου γλάρου, έσκισε τον αέρα σαν γερακίσια βολίδα, άπλωσε τα πόδια του και άρπαξε στα νύχια του το ζουμερό, νόστιμο, τραγανό γογγύλι που κρατούσε ο Τυφλοπόντικας και τραγάνιζε με την ηρεμία του ηλίθιου.
Τι έγινε, παιδιά; Λάθος στόχευση ή ηθελημένο λάθος;
Ο Κλάψας αναστέναξε. Όταν πλησίασε αρκετά για να βλέπει το ασπράδι του ματιού του Τυφλοπόντικα, και αντιμετώπισε την έκπληξη και την απορία του θύματος, κάτι μέσα του τον αποσυντόνισε. Ένιωσε λύπη. «Ανάθεμα τα καλά μου αισθήματα!», έβρισε μέσα του. Ήταν αδιόρθωτα πονόψυχος.
Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Γεννήθηκε καλός και καλός θα πέθαινε. Όσο κι αν προσπαθούσε να σκεφτεί και να φερθεί σαν αρπαχτικό, δεν γινόταν τίποτα. Δεν μπορούσε με τίποτα να γίνει διεκδικητικός και αιμοβόρος.
Το ’ξερε ότι έπρεπε, αυτό ήταν το σωστό για ένα γεράκι, αλλά δεν μπορούσε. «Θεέ των Γερακιών, συγχώρεσέ με!», προσευχήθηκε νοερά. Και αποδέχτηκε ότι η πείνα θα τον συντρόφευε σε όλη του τη ζωή…
Όσο για τον μακάριο τυφλοπόντικα, φαγώθηκε συντομότατα από ένα περαστικό φίδι.
Σταματάω να γράφω. Διαπιστώνω με σχετική απέχθεια πως μάλλον γράφω μια ιστορία με κατάληξη κάποιο ηθικό δίδαγμα, πράγμα που, όπως επιβεβαιώνει και η Πάπια σε μια ιστοριούλα του Όσκαρ Ουάιλντ, είναι πάντα εξαιρετικά επικίνδυνο.
Έτσι, το συνεπαγόμενο πρώτο ερώτημα πρόβαλε ευθύς:
Επιβίωση, στην ανθρώπινη ζούγκλα; Τι πιθανότητες έχουν οι καλοί άνθρωποι να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια;
Σκέφτομαι πως σ’ όλη μας τη ζωή βομβαρδιζόμαστε από ηθικές αξίες που κανείς δεν πιστεύει, από ιδεοληψίες που στουμπώνουν το μυαλό των νέων ανθρώπων με ψευδείς πληροφορίες και με μέσα μαζικής πλύσης εγκεφάλων που σου δημιουργούν μια τεράστια σύγχυση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, την πραγματικότητα και την εικονική της προβολή. Έτσι, αυτό που αντιμετωπίζουμε δεν έχει καμιά επαφή μ’ αυτό που διδαχτήκαμε.
Κανείς δεν μας προετοιμάζει για μια πραγματικότητα αμείλικτη και ανθρωποφαγική. Και αν υποθέσουμε αβασίμως ότι γεννιόμαστε καλοί, κανείς δεν μας βοηθάει να διατηρήσουμε την εντιμότητά μας.
Από κάθε πολιτική πράξη, από κάθε φορέα εξουσίας διδασκόμαστε την υποκρισία. Το καλύτερό τους όπλο: η Ενοχή. Μεγαλώνουμε με τις ενοχές, που μας δημιουργούν παιδιόθεν.
Με πρωτεργάτη μια εκκλησία που κηρύττει ένα εκδικητικό θεό, πανταχού παρόντα, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να μας ρίξει φωτιά να μας κάψει και ειδικά αν μας δει να παίζουμε το πουλάκι μας.
Μας δημιουργούν ενοχές για την ύπαρξή μας, για τις επιθυμίες μας, για τη διαφορετικότητά μας.
Ενοχές γιατί φερόμαστε σαν παιδιά, ενοχές γιατί δεν είμαστε αρκετά ευγενικοί, αρκετά μελετηροί, γιατί δεν είμαστε σαν τον Γιωργάκη της κυρά-Φρόσως.
Ενοχές γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε, να βγούμε, να μην βγούμε, να ερωτευθούμε, που δεν έχουμε δουλειά. Αυτό πια κι αν είναι αποκλειστικά δικό μας φταίξιμο. Διότι, σύμφωνα με μια ευρέως δημοσιοποιημένη άποψη, όπως εκφράζεται από άθλιους Πάγκαλους, ήμασταν συνδαιτυμόνες στο ίδιο τραπέζι.
Προκύπτει από έγκριτους ερευνητές πως φάγαμε του σκασμού, αλλά δεν το πήραμε χαμπάρι. Δεν δικαιούμαστε να παραπονιόμαστε, με τον ίδιο τρόπο που δεν δικαιούνται να διαμαρτύρονται οι ένα εκατομμύριο τριακόσιες εννιά χιλιάδες εβδομήντα ένας άνεργοι (τη στιγμή που γράφω) συν μερικές εκατοντάδες που προστέθηκαν έως ότου δημοσιευθεί το κείμενο.
Οι βαθυστόχαστες σκέψεις με θυμώνουν και με κουράζουν. Το χειρότερο: μου προκαλούν μια λιγούρα, που με οδηγεί ευθέως στο ψυγείο. Φαντάζομαι πως όσο βρίσκω κάτι φαγώσιμο, θα ηρεμώ. Όταν σταματήσω να βρίσκω, αναρωτιέμαι τι θα γίνει…
Νιώθω τη νύστα να με χαϊδεύει. Ένα ζεστό καλοκαιρινό αεράκι από το ανοιχτό παράθυρο με νανουρίζει. Βυθίζομαι στην πολυθρόνα προσπαθώντας να συμμαζέψω τις σκέψεις μου.
«Επιτρέπετε;», ακούω μια φωνή από το ανοιχτό μπαλκόνι. Άλλο πάλι και τούτο! Ένα γεράκι που μου μιλάει στην Πατησίων!
«Τι πράγμα;». Είναι στιγμές που ανακαλύπτω πόσο λίγο ετοιμόλογος είμαι.
«Μήπως σας βρίσκεται καμιά κονσέρβα κορνμπίφ;»
Δεν έχω δει κονσέρβα κορνμπίφ απ’ τις ημερήσιες σχολικές μου εκδρομές που, για κάποιο λόγο που μου διαφεύγει, αυτό το πνιγμένο στο λίπος βοδινό κρέας ήταν το αγαπημένο μου έδεσμα. Και δεν έχω ξαναδεί από κοντά γεράκι. Παρόλο που υποτίθεται ότι είχα για ήρωα της ιστορίας μου ένα.
«Έχω αρακά!», είπα αμήχανα, «Αν σου κάνει!»
Κούνησε λυπημένα το κεφάλι. «Η ιστορία της ζωής μου! Άντε γεια!»
«Στάσου!», φωνάζω αλλά εκείνο χάνεται με αργά βαριά φτερουγίσματα.
Πετάγομαι από την καρέκλα μου. Η φαντασία συγκρούεται με την πραγματικότητα και προσγειώνομαι ανώμαλα. Κλείνω τον υπολογιστή και βγαίνω.
Σηκώνομαι το πρωί. Έχει έρθει η αδελφή μου και σκαλίζει τα ντουλάπια της κουζίνας μου. Ακούω την έκπληξή της.
«Κορνμπίφ;» ρωτάει.
«Τα είχαν σε έκπτωση!» δικαιολογούμαι γρήγορα κι αλλάζω κουβέντα. Δεν είναι ώρα να εξηγήσω την ανεξήγητη παρόρμησή μου να αγοράσω κονσέρβες κορνμπίφ.
Πιθανότατα ποτέ δεν θα μου χρειαστούν, αλλά θέλω να είμαι εφοδιασμένος, αν τύχει ποτέ κανείς να μου ζητήσει.