Του Δημήτρη Καμπουράκη (www.liberal.gr)
Αφού ρε Γιάννο γεννήθηκες μέσα στα λεφτά, γιατί ήθελες κι άλλα δηλαδή; Να ‘σουνα κανένα φτωχαδάκι που μεγάλωσες με μπαγιάτικο ψωμί και τρύπιο παντελόνι, άντε να σε καταλάβαινα κι ας μην σε δικαιολογούσα.
Όμως εσύ, με μεταξωτό κουστούμι στα πανάκριβα εστιατόρια της Κηφισιάς κυκλοφορούσες από το ’81 που σε θυμάμαι.
Απ’ τις Σορβόνες στα Κέιμπριτς κι από την ευρωβουλή στις υπουργικές καρέκλες ήταν ο δρόμος της ζωής σου. Είχες ανάγκη και να κλέψεις;
Τι διάολο σας πιάνει μερικούς-μερικούς δεν μπορώ να καταλάβω. Αν δηλαδή δεν καβαντζώσετε δέκα-είκοσι εκατομμύρια στις Ελβετίες και τα Κέϊμαν, νιώθετε άσχημα;
Ανασφαλείς, αποτυχημένοι, ανολοκλήρωτοι; Είκοσι πέντε χρόνια ευρωβουλευτής, βουλευτής και υπουργός ήσουνα.
Οικογενειακή περιουσία είχες, πλούσια γυναίκα είχες πάρει (την Λία Καρτάλη που πέθανε), δεν σου φτάνανε όσα είχες νόμιμα στο κουμάντο σου; Πόσα παραπάνω ήθελες ρε μπαγάσα;
Και τι να τα κάνεις ρε Γιάννο; Εντάξει, σ’ αρέσανε τα gourmet εστιατόρια, τα ακριβά ρούχα, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα μεγάλα σπίτια. Και σε ποιον δεν αρέσουν; Αλλά πόσο κάνει μια γ@@@@ μπριζόλα στην Κηφισιά, πόσο κάνει μια βραδιά στο καλύτερο ξενοδοχείο, πόσο κάνει το πιο γυαλιστερό κουστούμι της Ευρώπης, ώστε ν’ αποφασίσει κάποιος να χώσει την χερούκλα του μέσα στο τσουβάλι με τη μίζα για να τα πληρώσει;
Να ξεφτιλιστείς, να ατιμαστείς, να σε φωτογραφίζουν με χειροπέδες, μόνο και μόνο για να ‘χεις ένα γκαρσόνι από πάνω σου να σου βάζει συνέχεια κρασί στο κρυστάλλινο ποτήρι;
Ας έβαζες μόνος σου ρε άνθρωπε, κι ας ήταν κινέζικα τα πουκάμισα σου, και χύμα το κρασί, και μαγέρικο το μαγαζί, και πήλινη η κούπα. Δεν θα ‘σουν φυλακή τώρα.
Αμ εκείνο το κάστρο που έστησες πάνω στο κορφοβούνι στη Σύρο, τι σου πρόσφερε;
Μα την Παναγία, πες μου. Εντάξει, να τα ‘χες νόμιμα τα εκατομμύρια και να σου περίσσευαν, να τα σκόρπιζες σε σαλόνια με τζαμαρίες, σε βεράντες με θέα θάλασσες και σε λευκές ανισόπεδες πισίνες.
Αλλά να κλέψεις για να τα κάνεις μάρμαρα Διονύσου και μάντρες με σκαλιστή πέτρα, ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω. Γιατί; Για να είστε μέσα από τον τοίχο απομονωμένοι, δίχως να έχετε επαφή με τους απόξω.
Μα καλά, όταν το χτίζατε με την κυρά σου το ανάκτορο, δεν σκεφτήκατε ότι ο κοσμάκης έχει μάτια και βλέπει; Φέρνατε και επισκέπτες με ελικόπτερα, σα δεν ντρεπόσασταν λέω εγώ.
Για πες μου -γιατί τρελαίνομαι όσο γράφω- όταν στο συνέδριο φώναζες «όλοι για τον σοσιαλισμό παλεύουμε», δεν σου χαν πει ότι και στον σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό η κλεψιά θεωρείται κακό πράγμα; Ανήθικο; Ανεπίτρεπτο;
Το ‘ριξα στην ηθικολογία, ε; Ναι Γιάννο μου, διότι όταν φύγουν όλοι και ακουστεί ο ήχος της κλειδωνιάς που σε μαντρώνει στο κελί και σβήσουν τα φώτα, αυτά θα καταλήξεις να σκέφτεσαι ξαπλωμένος στο ψειριασμένο στρώμα της φυλακής: ‘’Γιατί τα ‘κλεψα ο ηλίθιος; Τόση ανάγκη τα είχα;’’
Εκτός αν σκέφτεσαι τι μαλακία έκανες που δεν τα ‘κρυψες καλύτερα, οπότε δεν είσαι ένας παραστρατημένος και ατιμασμένος πολιτικός, αλλά ένας κανονικός μαφιόζος.
Και που ‘σαι; Κόψε τις παπαριές για το δόγμα Πολάκη και την εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης, γιατί ο κόσμος δεν είναι ηλίθιος.
Ό,τι και να σου πει ο Πολάκης έχει δίκιο. Σε άλλα μπορεί να μην έχει, αλλά για σένα έχει. Εσύ του ‘δωσες το δικαίωμα να τα λέει. Τελεία και παύλα.
Και μη θαρρείς πως επειδή δεν γουστάρω τον Πολάκη, θα υπερασπιστώ εσένα. Σε γελάσανε. Όπως δεν πιστεύω πως επειδή έκλεψες εσύ πρέπει να χω εγώ τον Παύλο και τον Αλέξη στο κεφάλι μου άλλα τέσσερα χρόνια, άλλο τόσο δεν πιστεύω πως επειδή ο Πολάκης πανηγυρίζει θα γίνω εγώ το πλυντήριο στο οποίο θα ξεπλύνεις εσύ τη βουλιμία και την απληστία σου.
Και μιας και αναφέρθηκα στον «κόσμο», αλήθεια αυτό τον κόσμο που σε ψήφιζε και σε χειροκροτούσε ρε Γιάννο, δεν τον σκέφτηκες; Στα μέζεα σου τον είχες γραμμένο; Κανονικότατα; Ανενδοίαστα; Μάλλον, ε;
Αμ εκείνος ο Σημίτης, που τελικά όλοι γύρω του τ’ αρπάζανε, τι διάολο ήταν; Πρωθυπουργός ή τροχονόμος σε μίζες, π’ ανάθεμα τα νιάτα μου κι αυτά που πίστευα και στήριζα…