Κάνει νύχτα (Νίκος Ι. Καραβέλος)

Αρθρογραφία 05 Οκτωβρίου 2018

Νίκος Ι. Καραβέλος

Δικηγόρος-Συγγραφέας

[email protected]

 

Η μητέρα μου δε ζει πια μαζί μας, ζει αλλού!

Έφυγε και κατοικεί και πάλι σε δικό της σπίτι, μικρότερο βέβαια, δυο-τρία χιλιόμετρα μακριά από το παλιό μας πατρικό.

Όμως εγώ δεν την ξεχνώ.

Κάποτε-κάποτε ίσως ξεχνιέμαι ή αποφεύγω να χτυπήσω την πόρτα της.

Ένας κόμπος, ένας βρύχιος λυγμός, ένα τράνταγμα που τώρα πια δεν μεταφράζεται σε κλάμα και με πνίγει.

Όμως πηγαίνω, όσο μπορώ, όποτε μπορώ.

Τώρα τελευταία μου είπαν πως πρέπει να περπατάω, κάνει καλό, λένε, στην υγεία. Και περπατάω, όσο μπορώ, όποτε μπορώ.

Καταλήγω πάντα στην καινούργια κατοικία της μάνας μου. Μπαίνω μέσα στην εκκλησιά, ρίχνω κάτι και παίρνω τρία κεριά. Ένα για κείνη, ένα για τον πατέρα κι ένα για τους λοιπούς αγαπημένους μου.

Δεν είμαι θρήσκος, ποτέ δεν ήμουν. Ὀμως είχα βαθιά μέσα μου πάντα έναν ιδιόμορφο σεβασμό για αυτό που έρχεται από το αρχαίο θρησκευτικό συναίσθημα.

Είχα διαβάσει κάποτε πως ο Σωκράτης έχοντας πιεί ήδη το κώνειο και ενώ η παγωνιά του θανάτου ανέβαινε πάνω από τα γόνατά του, γύρισε προς τον Κρίτωνα, τον μαθητή του και του είπε:

«Χρωστάμε, Κρίτων, έναν πετεινό στον Ασκληπιό».

Κανείς δεν κατηγόρησε ποτέ τον Σωκράτη για θρήσκο, το αντίθετο μάλιστα.

Σήμερα, πήγα πάλι στο σπίτι της μάνας μου. Περιποιήθηκα τα λουλούδια της, αγόρασα κι ένα γλαστράκι με μικρά χρυσάνθεμα, το καντήλι ήταν ήδη αναμμένο. Καθάρισα το μνήμα κι ανέβηκα αργά το στενό μονοπάτι για την πόρτα της εκκλησιάς. Αυτό το μονοπάτι που τόσο όμορφα αποτύπωσε στο ποίημά του ο μεγάλος ξεχασμένος μας ποιητής Γιώργος Γεραλής.

Μπήκα, άναψα τα τρία κεριά μου, στάθηκα λίγο κι ένιωσα έντονη την ανάγκη να φιλήσω την εικόνα που ήταν δεξιά μου. Δεν θυμάμαι αν απεικόνιζε τον Χριστό ή κάποιον άγιο. Εγώ τη φίλησα.

Εκεί δίπλα, σ’ ένα μικρό καμαράκι, καθόταν ήσυχος ο παπάς.

«Καλημέρα δέσποτα», του είπα.

«Καληνύχτα σας», μου απάντησε.

Απόρησα. Έκανα να βγω.

«Καλημέρα σας», είπα πάλι.

«Καληνύχτα σας», ξανάπε ο παπάς!

Πιωμένος θα ‘ναι, ή σαλεμένος, συλλογίστηκα και βγήκα. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά της εκκλησίας, συνειδητοποίησα πως ο παπάς είχε δίκιο.

Ήταν οχτώμιση το πρωί κι έξω έκανε νύχτα! 

Προβλήθηκε 1242 φορές