Ηλίας Τουμασάτος
(mikropragmata.lifo.gr)
Λοιπόν, από πού ν’ αρχίσω;
Ο Χ λέει τον Ψ κομμουνιστή, σταλινιστή, συμμορίτη, άπλυτο, τρομοκράτη, μπαχαλάκια και δεν συμμαζεύεται
Ο Ψ λέει τον Χ νεοφιλελέ, δωσίλογο, φιλελέρα , γερμανοτσολιά, και δεν συμμαζεύεται
Επίσης ο Χ λέει τον Ψ εθνομηδενιστή, εθνοπροδότη, άπατρι, ρίψασπι και δεν συμμαζεύεται
Ο Ψ λέει τον Χ εθνικιστή, πατριδοκάπηλο, πατριδολάγνο και δεν συμμαζεύεται
Έπειτα ο Χ λέει τον Ψ άθεο, άπιστο, υβριστή των θείων, εχθρό της Εκκλησίας και δεν συμμαζεύεται
Ο Ψ λέει τον Χ θεούσο, μουτζαχεντίν, θρησκολάγνο, Αμβρόσιο και δεν συμμαζεύεται
Όλοι αποκαλούν όλους τους άλλους φασίστες (σε τέτοιο σημείο που οι ορίτζιναλ φασίστες έχουν βρει το καλύτερο άλλοθι τύπου: όλες ίδιες είμαστε, κορίτσια, οπότε κοπιάστε σε μας που κατέχουμε πιστοποιημένα το νόου-χάου)
Κόσμος και ντουνιάς βρίζει ο ένας τον άλλον, είτε τον ξέρει, είτε δεν τον ξέρει.
Προσωπικά με έχουν αποκαλέσει (λέω τα σεμνά): κομμουνιστή, αντιδραστικό, αντικομμουνιστή, ορφανό του Στάλιν, λαμόγιο της γενιάς του Πολυτεχνείου (κι ας γεννήθηκα το 1974), ενεργούμενο του ΔΝΤ και του Σόρος, συριζοκάτι (με πολλά δεύτερα συνθετικά) ή απλά «εντελώς λάθος».
Το τελευταίο, να το δεχτώ. Είμαι ένα λάθος. Αλλά ο άλλος με αποκάλεσε έτσι επειδή απλώς εκείνος είναι ο σωστός, και αποκλείεται να συμβαίνει κάτι σ’ αυτόν τον πλανήτη για το οποίο να μην έχει δίκιο.
Κι όλο αυτό το ξεκατίνιασμα γίνεται, σε ευρύτατη κλίμακα, ανωνύμως. Με ψεύτικα προφίλ, εμπνευσμένα ή χυδαία ψευδώνυμα, εμπνευσμένο ή χυδαίο τρόπο. Δηλαδή, τζάμπα μαγκιά.
Θα μου πείτε: Και άλλοτε οι άνθρωποι έγραφαν με ψευδώνυμα. Ναι, χρυσά μου παιδιά. Αλλά κάποτε, στο έντυπο στο οποίο έγραφαν υπήρχε ένας «Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο». Που έπαιρνε την ευθύνη και για τα ανυπόγραφα κείμενα.
Τώρα, ο καθένας βρίζει ασυστόλως (αν και δεν είναι τόσο ανώνυμος όσο νομίζει – ό,τι γράφεται στο διαδίκτυο δεν ξεγράφεται, κι ας αλλάξεις ογδόντα προφίλ και ονόματα). Αλλά κανείς δεν ασχολείται να κυνηγήσει κανέναν…
Μα θες να βρίσεις χυδαία τον πρωθυπουργό; Τραβάς στο τουίτερ του και τα χώνεις. Μα θες τον Μητσοτάκη; Μια από τα ίδια. Πλακώνεσαι δε και με κάποιους που δεν γνωρίζεις ή δεν θα γνωρίσεις ποτέ. Μα τί έχεις να μοιράσεις με δαύτους; Μονάχα τον θυμό σου.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι βέβαια να βρίζεις εκείνους που δεν μπορούν ν’ απαντήσουν. Τους ξένους, τους αλλιώτικους, και… ακόμα και αυτούς τους νεκρούς. Ναι. Και τους νεκρούς.
Η ζωή πια κατάντησε πηγμένη λεωφόρος μετά από δίωρο μποτιλιάρισμα. Μούντζα, βρισίδι, ο χειρότερος εαυτός μας μετά από το τιμόνι βγαίνει στα κοινωνικά δίκτυα. Έχω φρίξει με τόση κακία, τόση μισαλλοδοξία.
Ναι. Μισαλλοδοξία. Αρνιόμαστε να δεχτούμε ότι υπάρχει και κάποιος άλλος που σκέφτεται διαφορετικά. Έτσι και διαπιστώσουμε ότι υπάρχει, αλίμονό του.
Δεν είναι ακριβώς φασισμός αυτό, έχουμε ξεκατινιάσει και τις έννοιες. Είναι όμως η μανούλα του. Η μισαλλοδοξία: Το να μην αντέχω να συνυπάρχω με τον διπλανό μου που έχει άλλη γνώμη… είναι μια καλή αρχή για τον εκφασισμό της κοινωνίας. Κι εγώ τον βλέπω να με πλακώνει μέσα στα μούτρα. Κι από εκεί που δεν το περίμενα.
Και λέω εγώ, το ακροδεξιό λαμογιο-κομμούνι: Νισάφι πια! Γιατί μουτζουρώνεις, φιλαράκι μου, τη ζωή σου έτσι; Σ’ έναν κόσμο γεμάτο μαυρίλα, εσύ πας και βάζεις σως χολής. Να μαυρίσεις ακόμα περισσότερο τη ζωή σου.
Πάρτο αλλιώς, φιλαράκι. Δεν αξίζει ούτε ένα λεπτό να αφιερώνει κανείς από τη ζωή του στο ξεκατίνιασμα. Άσε και τον άλλο να υπάρχει δίπλα σου, κι ο καθένας σας ας ζήσει τη ζωή του.
Δεν έχουμε πολύ χρόνο, αδέλφια. Αφήστε τα μίση… και αρχίστε, ξέρετε εσείς τι… (Πού πήγε το μυαλό σας, άτιμα πλάσματα; Εννοούσα να διαβάζετε περισσότερα Μικροπράγματα!)