Του Περικλή Καπετανόπουλου
δημοσιογράφου
Πάνε 74 χρόνια από τότε κι΄όμως οι μνήμες δεν λένε να ξεθωριάσουν. Κάθε φορά που περνώ από τον παλιό δρόμο με τις λεμονιές και τα κυπαρίσσια, με σταματούν τα ίδια μικρά σημάδια, πάνω στην παλιά μαντεμένια δίφυλλη πόρτα, και μου διηγούνται την ιστορία τους.
Το ματωμένο καλοκαίρι του 1944 το ημερολόγιο έγραφε 12 Ιουλίου. Οι εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα, έδειχναν ότι η Γερμανία είχε απωλέσει οριστικά κάθε ελπίδα για νίκη. Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη ήταν σαρωτική.Στο ελληνικό έδαφος, ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ κυριαρχούσαν στην ορεινή Ελλάδα, εγκαθιστώντας νέους διοικητικούς θεσμούς.
Στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, Γερμανοί και ταγματασφαλήτες, είχαν εξαπολύσει ένα τρομοκρατικό όργιο. Η ίδια σκιά της σκλαβιάς βάραινε και τα καμποχώρια, που βρίσκονταν δυτικά ή πάνω στην σιδηροδρομική γραμμή και την δημοσιά, Πάτρας-Πύργου.Τα καμποχώρια, παρ’ ότι βρίσκονταν κάτω από σκληρή καταπίεση των δυνάμεων κατοχής, ανέπτυξαν αξιόλογο αντιστασιακό κίνημα, με δυναμικές ΕΠΟΝίτικες και ΕΑΜικές οργανώσεις, που δημιουργήθηκαν βασισμένες στην πείρα της παρανομίας των παλιών κομμουνιστών, οι οποίοι δραπέτευαν από τις φυλακές και τις εξορίες.
Ένα τέτοιο μεγαλοχώρι στη μέση του κάμπου, με λαμπρή μεσαιωνική και νεώτερη ιστορία ήταν η Ανδραβίδα. Το αντιστασιακό κίνημα στην ιστορική κωμόπολη πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις.
Στην Ανδραβίδα, από τον χειμώνα του 1941, με πρωτοβουλία της οργάνωσης του ΕΑΜ και πρωτοστάτη τον μπάρμπα – Νιόνιο Γιαννακούλια, παλιό κομμουνιστή, ιδρύθηκαν λαϊκά συσσίτια. Με την βοήθεια των Ανδραβιδαίων, πλούσιων και φτωχών, έγινε δυνατό να λειτουργήσουν τους πρώτους δύσκολους χειμώνες της κατοχής τα συσσίτια, και να συντηρηθούν τα παιδάκια, οι γέροι και όλοι όσοι είχαν ανάγκη βοήθειας και ακόμα να βοηθήσουν τα πιο φτωχά χωριά.
Το αντάρτικο επίσης, αντλούσε τρόφιμα και όλα τα χρειώδη, μέσω της Ε.Τ.Α, η οποία είχε επιβάλλει με εντολή της ΠΕΕΑ, φορολογία εις είδος, για την συντήρηση των ανταρτών που είχαν γίνει το καλοκαίρι του 1944 στρατός ολάκερος στο Μωρηά.
Στην περιοχή του κάμπου, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έφταναν μέχρι τα «κράσπεδα» της Ανδραβίδας, στο Τραγανό και τον Αι-Γιώργη. Οι αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αλληλεγγύης είχαν αγκαλιάσει τα χωριά του κάμπου. Ιδιαίτερα η ΕΠΟΝ, αγκάλιασε το σύνολο της νεολαίας της κωμόπολης, την καθοδήγησε, την μόρφωσε, της έδωσε τη δυνατότητα για πολιτιστική δημιουργία, για γνώση και προκοπή.
Το Μπλόκο
Ένα τέτοιο σφριγηλό και δυναμικό αντιστασιακό κίνημα, στη μικρή πόλη του κάμπου που επηρέαζε θετικά και τα γύρω χωριά, ήταν επόμενο να βρεθεί στο στόχαστρο των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών τους.
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλήτες του τάγματος Κοκκώνη από τον Πύργο και του τάγματος Σπεντζάρη από το Βαρθολομιό σχεδίασαν επιχείρηση, μαζί με τον Γιάννη Α, τον Ανδρέα και Κώστα Κ. για να αποκεφαλίσουν το ΕΑΜικό κίνημα της Ανδραβίδας συλλαμβάνοντας και εκτελώντας τα στελέχη του.*
Στις 12 Ιούλη του 1944, έζωσαν νύχτα ακόμα τη μικρή πολιτεία, έκλεισαν όλες τις εξόδους και άρχισαν συλλήψεις, βάσει καταλόγου με την βοήθεια καταδοτών. Στόχος τους ήταν να συλλάβουν στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων που πρωτοστατούσαν στην κινητοποίηση και την οργάνωση των κατοίκων.
Χτυπούσαν τις πόρτες, έβριζαν, κλωτσούσαν, έπαιρναν σέρνοντας τους κατοίκους, νέους, γέρους, γριές, παιδιά, άνδρες και τους οδηγούσαν στον Άγιο Ταξιάρχη. Άλλοι ταγματασφαλίτες είχαν αφοσιωθεί στο πλιάτσικο και έγδυναν κυριολεκτικά τα σπίτια, αφαιρώντας κάθε πολύτιμο αντικείμενο.
Μια ξεχωριστή ομάδα ταγματασφαλιτών, με επικεφαλής τον ταγματασφαλίτη Ν.Ν πήγε κατευθείαν στο κτήμα του παλιού κομμουνιστή Νιόνιου Γαννακούλια η Κοτσαύφτη. Ο μπάρμπα – Νιόνιος εκείνη την ώρα έκοβε καπνό και ήταν έτοιμος να φύγει για να συναντήσει το σύνδεσμο που τον περίμενε στη σταφίδα του Κοντάλη, για να τον οδηγήσει στην έδρα του 3ου τάγματος του ΕΛΑΣ και τον αντιστασιακών οργανώσεων της περιοχής. Σε λίγο ξημέρωνε.
Οι ταγματασφαλίτες, σαν ντόπιοι που ήταν κατευθύνθηκαν στο πίσω μέρος του σπιτιού χωρίς να χτυπήσουν από μπρος, και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. «Νιόνιο», είπε ο ταγματασφαλίτης Ν.Ν, «έλα μαζί μας, δεν σε θέλουμε τίποτα σοβαρό». Ο μπάρμπα Νιόνιος σηκώθηκε ήρεμος, ατάραχος, φώναξε τη γυναίκα του και παίρνοντας τον μικρό γιο του στην αγκαλιά ξεκίνησε περικυκλωμένος από τους προδότες για την εκκλησία του Αγίου Ταξιάρχη. Εκεί αρχίζουν, σιγά – σιγά, να μαζεύουν όλο το χωριό που κλαίγοντας και φωνάζοντας σαν αλαφιασμένο κοπάδι που οσμίζεται το κακό, προσπαθούσε να ξεφύγει από τους ταγματασφαλίτες.
Οι ώρες περνούσαν αργά. Οι Γερμανοί αξιωματικοί, μαζί με τον αξιωματικό των Γερμανοτσολιάδων Γ.Α, παρακολουθούσαν το μάζεμα των κατοίκων, έδιναν οδηγίες, φώναζαν να κάνουν πιο γρήγορα.
Έπρεπε να τελειώνουν το φοβερό τους έργο. Αν και βρίσκονταν καταμεσής στον κάμπο, διέθεταν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις (πολυβόλα, αυτοκίνητα) και είχαν δίπλα τους στρατιωτικές γερμανικές βάσεις των Λεχαινών και της Γαστούνης, φοβούνταν τον εκδικητή ΕΛΑΣ.
Γύρω στις 10 το πρωί είχαν τελειώσει το μάζεμα Ανδραβιδαίων. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και έκαιγε δυνατά κάνοντας πιο δύσκολο το μαρτύριο του συγκεντρωμένου κόσμου.Οι τσολιάδες παρατάχθηκαν με τα πολυβόλα μπροστά στο σπίτι του παπά Σωτήρη και έστρεψαν τις κάνες τους πάνω στον κόσμο.
Ο επικεφαλής των ταγματασφαλιτών Γ.Α, χωρίς κουκούλα, αρχίζει να προχωρά μέσα στο πλήθος και να διαλέγει τα θύματά του. Πρώτα στάθηκε στον μπάρμπα – Νιόνιο που στεκόταν ήρεμος, με μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό του, με το κεφάλι ψηλά, κοιτάζοντας στα μάτια τον ταγματασφαλίτη..
«Αυτόν», φώναξε ο Γ.Α.
Οι Γερμανοί έπιασαν τον μπάρμπα Νιόνιο και τον ξεχώρισαν από τους άλλους. Ο μπάρμπα Νιόνιος έδωσε τον τρίχρονο γιο του, Κώστα, στη γυναίκα του και της είπε: «Κουράγιο Σπυριδούλα, μη φοβάσαι, να προσέχεις τα παιδιά». Έπειτα ο Γ.Α υπέδειξε τον ΕΠΟΝίτη Τάκη Συνοδινό και τον ΕΑΜίτη Παναγιώτη Μπάτικα.
Με τον ίδιο τρόπο οι Γερμανοί πήραν και τους άλλους δυο και τους έβαλαν ξεχωριστά. Η ώρα είχε φτάσει 10.30 το πρωί. Από τον μπλόκο είχαν καταφέρει να διαφύγουν ή βρέθηκαν εξω από τον κλοιό, τα στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων στην συντριπτική τους πλειονότητα. Τα τρία στελέχη που συνελήφθησαν, με τα χέρια δεμένα πίσω, συνοδεία Γερμανών και ταγματασφαλητών πήραν το δρόμο για το νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής, όπου και ο τόπος της εκτέλεσης. Στη διαδρομή οι ταγματασφαλίτες τους χτυπούν να τους σπάσουν το ηθικό. Η ώρα φτάνει 10.45 το πρωί.
Κρυμμένος μέσα στον μεγάλο καλαμιώνα απέναντι από το νεκροταφείο βρέθηκε ο 14χρονος τότε, Μπάμπης Π.Καπετανόπουλος που είδε όλη την σκηνή της εκτέλεσης και μου την διηγήθηκε πολλά χρόνια αργότερα:
«Η φάλαγγα φτάνει στο νεκροταφείο, οι τρεις πατριώτες οδηγούνται στην πόρτα της Αγίας Παρασκευής, ακριβώς στην είσοδο.Οι Γερμανοί πήραν θέση εκεί που σήμερα είναι η βενζίνη, ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα πήρε θέση, απέναντι τους, λίγα μέτρα πιο μακριά από την πόρτα, στη δεξιά άκρη του δρόμου που πάει στα Λεχαινά.
Οι τρεις μελλοθάνατοι πατριώτες δεν έχασαν την ψυχραιμία τους. Έσπασαν ό,τι πολύτιμο είχαν επάνω τους (ρολόγια, κλπ), έσκισαν τα πουκάμισά τους και τα ρούχα τους για να μη τα πλιατσικολογήσουν οι προδότες και στάθηκαν με το κεφάλι ψηλά, σίγουροι ότι έκαναν σωστά το στερνό τους χρέος.Το ρολόι του Αγίου Ταξιάρχη έδειχνε 11 το πρωί.Τα γερμανικά όπλα που κρατούσαν οι ταγματασφαλίτες υψώθηκαν στο «επί σκοπόν», που διέταξε ο αξιωματικός των ταγμασφαλητών Γ.Α.
Οι πατριώτες φώναξαν: «Ζήτω το ΕΑΜ! Ζήτω η ΕΛΛΑΔΑ! Ζήτω το ΚΚΕ!!».Το «πυρ» ακούστηκε και οι κάνες ξέρασαν το θάνατο στα στήθια των ηρώων της Εθνικής Αντίστασης: Νιόνιου Γαννακούλια, Τάκη Συνοδινού, Παναγιώτη Μπάτικα, που πέφτουν πλημμυρισμένοι στο αίμα.Ο Τάκης Συνοδινός, όμως, γερό παλικάρι, δεν έχει πεθάνει. Αν και βαριά τραυματισμένος καταφέρνει να ανασηκωθεί, ακουμπώντας στην πόρτα του νεκροταφείου και με όση δύναμη είχε απομείνει φώναξε: «Τρέμετε προδότες, ο ΕΛΑΣ θα εκδικηθεί το θάνατό μας και τότε αλίμονό σας».
Οι ταγματασφαλήτες άρχισαν να τον βρίζουν και ο αξιωματικός των Ταγμάτων Ασφαλείας Γ.Α πυροβόλησε με το ατομικό του περίστροφο και αποτέλειωσε τον Τάκη Συνοδινό».
Στο μεταξύ, τα γυναικόπαιδα που κρατούσαν στον Άγιο Ταξιάρχη, ακούγοντας τους πυροβολισμούς ξεχύθηκαν προς το νεκροταφείο. Όταν έφτασαν, οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες τα είχαν μαζέψει και είχαν φύγει.
Έτσι, οι συγγενείς των σκοτωμένων, μαζί με όλους τους χωριανούς σήκωσαν τους σκοτωμένους σε ό,τι βρέθηκε κείνη την ώρα, σε πόρτες, κουρελούδες και τους έθαψαν χωρίς παπά και ψαλτάδες, γιατί ο παπά Σωτήρης και άλλοι παπάδες της μικρής πόλης δεν δέχτηκαν να ψάλλουν τους δολοφονημένους από φόβο προς τους ταγματασφαλίτες.
*Εφημερίδα Μωρηας.
Στη φωτογραφία ο ΕΠΟΝίτης Τάκης Συνοδινός.