Νίκος Ι. Καραβέλος
Δικηγόρος-Συγγραφέας
(ίσως μη) οφειλόμενη απάντηση
Ο Αριστοτέλης έλεγε πως για την παιδεία χρειάζονται τρία πράγματα: η φύση, η μάθηση και η άσκηση.
Έχουμε ξαναγράψει ότι ο απαίδευτος άνθρωπος είναι εκείνος που δεν ολοκλήρωσε τις προδιαγραφές του είδους του. Αντίθετα, πεπαιδευμένος είναι εκείνος που λέει τα σωστά αλλά κι εκείνος που μπορεί να σιωπήσει με σύνεση.
Ένας σημαντικός διανοητής, ο Ιάσων Ευαγγέλου έγραφε επίσης: «μόνο μικρά νομίσματα έχει στην τσέπη του ο φτωχός, μόνο μικρές σκέψεις έχει στο κεφάλι του ο απαίδευτος. Ωστόσο, υπάρχουν και πολλοί που είναι χειρότεροι από τους απαίδευτους. Είναι αυτοί που χρειάστηκαν πολλές σπουδές για να παραμείνουν αμόρφωτοι».
Η παιδεία είναι σύμφυτη με την αγωγή, με την προσωπική αρετή, είναι η επίπονη διαδικασία προσωπικής και κοινωνικής δοκιμασίας. Χαρακτηριστικό της παιδείας είναι η καλοσύνη, η ταπεινοφροσύνη και η επιείκια. Χαρακτηριστικό της απαιδευσίας είναι η κακότητα, η κομπορρημοσύνη και η εμπάθεια.
Η διαφωνία προάγει τον Λόγο. Διαφωνώ σημαίνει αναγνωρίζω στον άλλον, όποιος κι αν είναι, το δικαίωμα να έχει γνώμη, γιατί αναγνωρίζω την προσωπική του αξία. Δεν ενοχλούμαι, αντίθετα αρέσκομαι στη δημιουργική αυτή διαφωνία. Ενοχλούμαι όταν θεωρώ τον εαυτό μου υπεράνω όλων και τον μικροσκοπικό αφαλό μου ως το ισοδύναμο ολόκληρου του πλανήτη.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές ήταν ένα σύντομο άρθρο του πολυπράγμονος δημοσιογράφου κ. Νικολάου Μπογιόπουλου, ο οποίος με τη γνωστή «καλοσύνη» που τον διακρίνει στα περισσότερα των άρθρων του, απάντησε σε μία ανάρτηση του παλαιού ποδοσφαιριστή Βασίλη Τσιάρτα, ο οποίος προβληματίστηκε από το γεγονός ότι οι επιγραφές στα λεωφορεία στη Μυτιλήνη είναι γραμμένες και στην αραβική. Προφανώς, ο άνθρωπος θεώρησε πολύ πρόωρο να πει κανείς ότι το νησί εποικίστηκε ήδη από μετανάστες.
Ανεξαρτήτως από το ορθό ή το εσφαλμένο της ανάρτησης αυτής, ουδείς έχει το δικαίωμα να προσβάλει το πρόσωπο κάποιου, προκειμένου να υπονομεύσει τις απόψεις του.
Ο νυν δημοσιογράφος, λοιπόν, Νίκος Μπογιόπουλος επιθυμώντας να προσβάλει τις απόψεις του κ. Τσιάρτα, υπονόμευσε το πρόσωπο του ανδρός. Σε τρία σημεία του σύντομου «άρθρου» του στην ιστοσελίδα Ημεροδρόμος (εδώ) στις 4 Μαΐου 2018, τον αποκάλεσε ως εξής: «ο πρώην ποδοσφαιριστής και νυν πατριώτης Βασίλης Τσιάρτας».
Αναρωτιέται κάθε καλόπιστος ποιο είναι το νόημα της διατύπωσης αυτής. Το γεγονός ότι υπήρξε πρώην ποδοσφαιριστής και μάλιστα πολύ καλός, είναι αδιαμφισβήτητο.
Αντίθετα δεν εχει ακόμη αποδειχθεί εάν ο κ. Μπογιόπουλος είναι καλός δημοσιογράφος. Επίσης, η ιδιότητα του πατριώτη δεν έχει κατά την άποψή μας τίποτε το αρνητικό, εκτός αν ο κ. Μπογιόπουλος θεωρεί απαξιωτικό το να είσαι ποδοσφαιριστής ή πατριώτης.
Πάντως, ετσι όπως το διατυπώνει, ο ίδιος τουλάχιστον δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως ακροδεξιός ή φασιστής (να δούμε πότε θα μάθει ο κ. Μπογιόπουλος να προφέρει σωστά την ελληνική αυτή λέξη).
Επισκοπώντας το σύνολο του άρθρου του, αποδεικνύεται ότι κεντρική στόχευση είναι να αποκαλυφθεί ότι ο κ. Τσιάρτας ως πρώην ποδοσφαιριστής είναι προφανώς «απαίδευτος», σε αντίθεση με τον κ. Μπογιόπουλο που ως δημοσιογράφος τυγχάνει πεπαιδευμένος.
Κι ακόμα, ότι ως όψιμος πατριώτης δεν είναι τίποτε άλλο από ένας ακροδεξιός, ο οποίος θα επιθυμούσε τα λεωφορεία της Λέσβου που μεταφέρουν μετανάστες να έχουν επιγραφές στην καθαρεύουσα ή ακόμα και στην αρχαία ελληνική.
Ένα παιδάκι της Πέμπτης Δημοτικού, διαβάζοντας τις δύο αυτές αναρτήσεις αντιλαμβάνεται εύκολα ότι τα δύο αυτά κείμενα δεν έχουν καμία σχέση.
Κατανοεί ότι το μεν πρώτο κείμενο αποτυπώνει την ανησυχία που διακατέχει τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού, σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης του λεγόμενου μεταναστευτικού από την κυβέρνηση της χώρας και τις γνωστες ΜΚΟ, ενώ το δεύτερο διαπνέεται από εμπάθεια και συνειδητή προσπάθεια διαστρέβλωσης και προσβολής.
Υπενθυμίζουμε στον πολυγνώστη κ. Μπογιόπουλο ότι η λέξη πρόσφυγας είναι νομικά και ουσιαστικά αδόκιμη προκειμένου να χαρακτηρίσει τους παρανόμως μεταφερόμενους με τις βάρκες του Ερντογάν στην Ελλάδα μετανάστες.
Το αν υπάρχει ή όχι σχέδιο δημογραφικής αλλοίωσης της χώρας μένει να αποδειχθεί. Εκείνο όμως που είναι σίγουρο είναι ότι η διαχείριση του φαινομένου αυτού που δεν έχει πλέον καμία σχέση με τον πόλεμο, θυμίζει τη διαχείριση των δυστυχισμένων μαύρων που τους ξεκόρμιζαν από τα αφρικανικά χωριά τους για να δουλέψουν σαν ζώα στις φυτείες της Αμερικής.
Ως επίμετρο προσθέτουμε ότι η αλλοίωση του πολιτισμού της Ελλάδας οφείλεται βεβαίως και στους ακροδεξιούς και τους φασιστές, αλλά και στο μεγάλο κεφάλαιο που προσπαθεί να μετατρέψει τη χώρα μας σε χώρο διακίνησης και εκμετάλλευσης δυστυχισμένων.
Τη διακρίνουμε όμως με την ίδια βαρβαρότητα ακόμα και σε πολλούς εμπαθείς και απαίδευτους. «Σε όποια γλώσσα κι αν μιλούν» (της αριστεράς τοιαύτης συμπεριλαμβανομένης).