Του ΑΛΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ
Παρατηρώ, πάντα μουδιασμένος, τους ποικίλους επαίτες στα φανάρια και αναρωτιέμαι: είναι ταυτόσημες, παραπλήσιες ή εντελώς διαφορετικές οι επαιτείες του «χρήστη» για τη δόση του και του μικρού μελαμψού -Ρομά ή Πακιστανού- με τη μάνα ή τον αρχηγό της «συμμορίας» να περιμένει δυο γωνίες πιο πέρα;
Βοηθάμε ή επιδεινώνουμε τη θέση του παιδιού αυτού δίνοντάς του ένα κέρμα;
Η πιο ισχυρή και ηχηρή απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι το «δεν έχω απάντηση»!
Ο «χρήστης» δε θα έχει για τη δόση του και ή θα κλέψει ή θα πονάει φριχτά μέχρι να βρει, ενώ το φαγητό θα του είναι αδιάφορο.
Στην παρακάτω γωνία ο αναμένων αρχηγός ή ο πατέρας της συμμορίας ίσως στερήσει το φαγητό ή μειώσει τη μερίδα αν ο μικρός Ρομά φέρει δυσανάλογα μικρή για τη «βάρδια» είσπραξη. Ίσως του ρίξει και κάποιο μπερντάχι…
Ο άστεγος ίσως προσποιείται τον άστεγο για να προσελκύσει το φιλάνθρωπο συναίσθημα…
Υπάρχουν «κωφάλαλοι» που πουλάνε διάφορα μπλιμπλίκια στις καφετέριες και μάλλον δεν είναι κωφάλαλοι.
Υπάρχουν παιδιά «πρώην χρήστες» που γυρίζουν στα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα και πουλάνε κεριά και μικρά χειροτεχνήματα τις γιορτινές ημέρες.
Υπάρχουν άλλοι που πουλάνε έντυπα παραεκκλησιαστικών οργανώσεων. Υπάρχουν και γριές ή γέροι ή «ενήλικοι» που πουλάνε χαρτομάντιλα.
Κάποιοι ελάχιστοι από δαύτους ίσως είναι και πλούσιοι από την επαιτεία. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Καλύτερα να αθωώσεις εκατό ενόχους παρά να καταδικάσεις έστω και έναν αθώο (αξίωμα στην απονομή δικαιοσύνης).
Πόσοι άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο, σπρωγμένοι ή «εκουσίως αποτραβηγμένοι» -αν υπάρχει εκούσια απόσυρση- μπορούν να επανενταχθούν μέσω εργασίας;
Ποιος εργοδότης τους παίρνει; Σε εποχές με ανεργία στο 30% θα υπήρχε -θεωρητικά πάντα- η δυνατότητα να βρουν δουλειά;
Την στιγμή που συναντάμε τη δυστυχία έχει σημασία για μας η πηγή της ή μας αρκεί η ύπαρξή της;
Υπάρχει άνθρωπος που να περιπλανιέται στους δρόμους επαιτώντας με όποιο τρόπο και να μην είναι δυστυχής;
Περνώ μπροστά από τη δυστυχία και, όντας αδύναμος να την αλλάξω στη διαχρονική έκτασή της, το μόνο που μπορώ είναι να απλώνω το χέρι και να γδέρνω μια φλούδα από τη σκληρή πέτσα της.
Με ένα ευρώ, ένα αλληλέγγυο χαμόγελο. Αν προλάβαινα -τι εννοούμε προλαβαίνω δεν έχω καταλάβει αν και το ζω καθημερινά- θα πεταγόμουν να του πάρω και ένα σάντουιτς που λένε και κάποιοι αν και μάλλον ποτέ δεν το κάνουν…
Τέλος: ο ευεργετών πρέπει να ζητάει «απόδειξη»;
Τι θα την κάνει;
Πού, σε ποιον Έφορο, θα τη δείξει;
Εμείς οι «εντός των προνομιούχων ορίων»: μειώνουμε την διαχρονική ύπαρξη των παριών της ζωής με την «ατομική» μας συμβολή της μη ενίσχυσης των αιτίων που τους οδηγούν στο περιθώριο;
Παραπέρα: δεν δίνουμε «ελεημοσύνη» για να αποτρέψουμε τη διαιώνιση των αιτίων της επαιτείας ή επειδή υποσυνείδητα δεν έχουμε απόθεμα γενναιοδωρίας, από βαθυρρίζωτη τσιγκουνιά;
Και αντίθετα: «η φιλανθρωπία δεν πρέπει να γίνεται υποκατάστατο της δικαιοσύνης που δεν απονεμήθηκε» (Ιερός Αυγουστίνος).
Επιμένω να προχωρώ στην επιφάνεια με το ιστιοφόρο καρυδότσουφλο της ψυχής μου αγνοώντας τον βυθό και αφήνοντας ως ίχνος του περάσματός μου από τη θάλασσα της ζωής μόνο μια παροδική γραντζουνιά.
Δεν έχω απάντηση στέρεη για τίποτε και ποτέ δε θα έχω.
Δε θέλω να έχω.
Επειδή όποιος ξέρει ξεπέφτει στην απόγνωση της βαθύτερης γνώσης.
* Γραμμένο το 2015.
www.presspublica.gr