Στη μνήμη του πατέρα μου Δημήτρη Καπετανόπουλου, που σαν σήμερα, 6 Απριλίου 2002, πριν 16 χρόνια,''έφυγε'' δίπλα μου, δίνοντας τη ζωή του για τη δική μου.
«Ας τολμήσει όποιος θέλει να μετρηθεί μαζί μας. Δεν θα περάσει! ΟΧΙ! Θα τιμήσουμε τα όπλα μας σαν γνήσιοι Έλληνες στρατιώτες, και θα σπάσει ο εισβολέας τα μούτρα του πάνω στο φράγμα της φωτιάς μας, πάνω στα φουσκωμένα από θυμό στήθια μας ή θα σκοντάψει θανατερά πάνω στα πτώματα μας».
Απόσπασμα από το γράμμα Έλληνα στρατιώτη που υπηρετούσε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
(Αρχείο Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Δήμου Ηλιούπολης, 26 Μαρτίου 1941).
«Συνιστώ εις τον Αθηναϊκόν λαόν ζωηρώς πειθαρχίαν εις τας διαταγάς των αρχών, ιδιαιτέρως δε επιμένω, όπως κατανοηθή καλώς υπό πάντων, ότι, μέχρι της 6ηςαπογευματινής της σήμερον πρέπει να παραδοθούν εις τα οικεία αστυνομικά τμήματα τα υπό των ιδιωτών κατεχόμενα όπλα (κυνηγετικά, στρατιωτικά πιστόλια και μαχαίρια) πλην των παλαιών οικογενειακών κειμηλίων. Οπου υψούται ελληνική σημαία πρέπει δεξιά της να υψούταικαι η Γερμανική».
(Δήμαρχος Αθηναίων, 28 Απριλίου 1941).
Από το πνεύμα των δύο κειμένων γίνεται αντιληπτό, ότι το 1941, όπως και σήμερα, υπήρχαν δυο κυρίαρχες αντιλήψεις για το τί έπρεπε να πράξουν οι Ελληνες απέναντι στο Φασισμό, στρατιωτικό τότε, οικονομικό σήμερα.
του Περικλή Δ.Καπετανόπουλου
δημοσιογράφου-ιστορικού