Του Στέλιου Ιατρού
I could not dig; I dared not rob:
Therefore I lied to please the mob.
Now all my lies are proved untrue
And I must face the men I slew.
What tale shall serve me here among
Mine angry and defrauded young?
Να σκάψω ανίκανος, πού για ληστεία ήθος;
Το έριξα στα ψέματα να χαίρεται το πλήθος.
Τώρα, που όλα τα ψέματα βγήκαν αναληθή,
Να αντικρύσω και τα θύματα ήρθε η στιγμή.
Ποια ιστορία πια να πω στους μαζεμένους
Νέους, τους οργίλους κι εξαπατημένους;
~Rudyard Kipling, “A Dead Statesman”, Epitaphs of the War (1914-1918), μτφρ. Κ. Μπογδάνος
Μπορεί να βάζει και να βγάζει στολές παραλλαγής ο υπουργός, και μπορεί να κομπάζει πως θα τσακίσουμε όποιον μας κουνηθεί κι επιχειρήσει να πατήσει κι ένα χιλιοστό γης μας, όμως και τούτο δεν τον κάνει μπαρουτοκαπνισμένο στρατηγό, και τ’ άλλο δεν τον κάνει ήρωα.
Η αλήθεια είναι πως φιλοπολεμικές κορώνες ακούω καμιά φορά κι από κάτι “ταμένες” θεούσες που ’ναι ντυμένες πανομοιότυπα στα γκριζόμαυρα—το λες και στολή—που κι εκείνες δεν θα πάνε στο μέτωπο, αλλ’ ακούγονται βεβαιότατες πως τα παλικάρια μας θα θριαμβεύσουν στα πεδία των μαχών.
Είναι εντυπωσιακό πώς η ένδυση στολής εμπνέει με ηρωισμό κι αυταπάρνηση εκείνους που δεν θα κληθούν ν’ απαρνηθούν τίποτα ηρωικά, κυρίως τη ζωή τους.
Τον πόλεμο δεν τον επιθυμεί κανείς που είτε θα σταλεί να πολεμήσει, είτε ’χει τα λογικά του.
Ο Ηρόδοτος έγραψε πως “οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας” [1.87.4], που πάει να πει πως κανείς δεν είναι τότο ανόητος ώστε να προτιμά τον πόλεμο απ’ την ειρήνη· γιατί στην μεν ειρήνη, τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ στον πόλεμο οι γονείς τα παιδιά.
Λέω να μην πάω κόντρα στον Πατέρα της Ιστορίας, ταπεινός ιστορικός εγώ.
Είχα κάποτε δει μια θεούσα να διαβάζει κάποιο ιερό βιβλίο στο λεωφορείο.
Όταν εισήλθε μια εμφανώς γηραιοτάτη κυρία που χρειαζόταν μια θέση, η θεούσα έχωσε τη μύτη της μυωπικά βαθύτερα στο ιερό της ανάγνωσμα και προσποιήθηκε πως δεν την είχε δει.
Μυωπικά κι ο υπουργός χώνεται—ποιός ξέρει πώς το καταφέρνει άραγε;—στις στολές του και υποδύεται τον ήρωα, αλλ’ όχι εκείνον που είναι διατεθειμένος να πεθάνει για την πατρίδα του, εάν του ζητηθεί, διότι δεν θα του ζητηθεί.
Αναμφίβολα για τον υπουργό ο πόλεμος θα ’ναι μια υπερπαραγωγή με κοστούμια, σκηνικά, και χιλιάδες κομπάρσους.
Οι θυσίες και τα υψηλά ιδανικά έχουν ένα κόστος ανθρώπινο, και μολονότι τα υψηλά ιδανικά αξίζουν τις θυσίες μας, τούτο δεν καθιστά τις ανθρωποθυσίες την πρώτη μας καταφυγή προς υπεράσπιση της πατρίδας, αλλά την έσχατη.
Όταν όμως ο πολιτικός που δεν ήξερε να σκάβει εψεύσθη στον όχλο, όπως λέγει το ποίημα του Κίπλιγκ με τ’ οποίο ξεκίνησα, και τα ψέματά του φανερώθηκαν, βρέθηκε ενώπιον των ανδρών που ’χε στείλει στη σφαγή τους.
Οι ίδιοι ασφαλώς δεν θα υπήρχαν πια, παρά μονάχα μεταφορικά, αλλά το ποίημα κλείνει με κάποιους οργισμένους κι εξαπατημένους νέους που του απαίτησαν λογοδοσία.
Εκτιμώ πως δεν θα υπάρξει ποτέ λογοδοσία, όπως ποτέ δεν υπήρξε πλην μιας φοράς, όμως, σ’ αντίθεση με την ζωή, στα ποιήματα οι πολιτικοί λογοδοτούν.
https://meaculpa.gr