ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ (του Νίκου Ι. Καραβέλου)

Αρθρογραφία 22 Μαρτίου 2018

Νίκος Ι. Καραβέλος

Δικηγόρος-Συγγραφέας

[email protected]

 

Ήταν κάποτε ένας παλιός γιατρός, από εκείνους που χρησιμοποιούσαν πλην των εξετάσεων και τις αισθήσεις τους. Θείος του γράφοντος και πατέρας του ιατρού και συγγραφέα, Αλέξανδρου Αρδαβάνη.

Ήταν από εκείνους που η προσωπική τους προσφορά αντικαθιστά την αθλιότητα του Ελληνικού Βασιλείου. Τους εν σιωπή δράσαντες, που το ηθικό τους μέγεθος αποκαλύπτεται τη στιγμή της αποχώρησής τους από τη ζωή.

 

Άρεσε στον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη να αφηγείται: Ήταν κάποτε, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ένας Περσιάνος σοφός, που όταν περνούσε κηδεία μπροστά από το σπίτι του, συνήθιζε να στέλνει τον υπηρέτη του να ακολουθήσει την πομπή και να του πει αν ο νεκρός θα πάει στον παράδεισο ή στην κόλαση. Ο υπηρέτης ερχόταν κι άλλοτε του ‘λεγε «παράδεισο» κι άλλοτε «κόλαση».

Ρώτησαν τον Περσιάνο σοφό να τους πει πώς, επιτέλους, ο υπηρέτης του μπορεί και μαθαίνει τον προορισμό του μεταστάντος. Εκείνος τους εξήγησε πως ο άνθρωπός του φρόντιζε να μένει στην ουρά της πομπής κι έτσι άκουγε την κρίση του κόσμου. Αν οι κουβέντες ήταν καλές, ο νεκρός ήταν σίγουρο ότι πήγαινε στον παράδεισο. Αν όχι, τότε κατευθείαν στην κόλαση.

Όχι λοιπόν η ζωή. Η ουρά της πομπής αποκαλύπτει την τύχη του νεκρού.

 

Κανείς δεν γνωρίζει αν υπάρχει κόλαση ή παράδεισος κι ούτε μπορεί να το γνωρίζει, καθώς η γνώση του Επέκεινα προϋποθέτει έξοδο από τα δεσμά της συνείδησης. Το Επέκεινα προσεγγίζεται μόνο με όρους πίστης, προς την οποία οφείλουμε τον πρέποντα σεβασμό.

Ένα είναι σίγουρο. Κι αν δεν υπάρχει παράδεισος ή κόλαση, άνθρωποι σαν εκείνον τον παλιό γιατρό, κάνουν ετούτη τη σύντομη ζωή μας, να μοιάζει λιγάκι με παράδεισο. Οι άλλοι, οι άνθρωποι του έχειν και του φέρεσθαι, την κάνουν κόλαση.

Αυτός λοιπόν ο παλιός γιατρός είχε στο σπίτι του τρία καναρίνια. Τους είχε δώσει τα ονόματα τριών μεγάλων τενόρων, του Ενρίκο Καρούζο, του Μάριο Λάντσα και του Μπενιαμίνο Τζίλι. Κάθε μέρα καθάριζε τα κλουβάκια τους, τους έβαζε καθαρό νεράκι, τα τάιζε κι ύστερα τους τραγουδούσε μια ιταλική άρια. Ήταν όμως τόσο παράφωνος που αμέσως το γύριζε στο σφύριγμα.

Αυτό το σφύριγμα θυμήθηκε ο δευτερότοκος γιος του, ο Αλέξανδρος και τηλεφώνησε στον αδελφό του τον Διονύση, ζητώντας του να θυμηθεί τον ήχο του σφυρίγματος. Από απέναντι ακούστηκε ατόφιος ο ήχος του πατρικού σφυρίγματος. Ταυτόχρονα κελάρισε από τα στόματα και των δύο αδελφών το κοινό σφύριγμα.

Ο ήχος που ενώνει τα αδέρφια από τη γέννα μέχρι τον θάνατο.

Η μουσική που κοσμεί την οικογένεια.

Η οσμή, η γεύση, η επικράτεια της μνήμης των ανθρώπων.

Η αρμονική απαντοχή, η αντίσταση του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο.

Η ρίζα του Μεγάλου Δέντρου που μεγαλώνει, ούτε ξέρει κανείς μέχρι πότε…

Η ορφάνια, όταν χάνεις τους γεννήτορες, που γίνεται ηπιότερη.

Το δικαίωμα να πάρεις τον αδερφό σου στο τηλέφωνο, ακόμα κι αν έχεις φιλονικήσει μαζί του, και να του πεις: «Θυμάσαι;»

Το προνόμιο να έχεις έναν ομόκαπνο - τι λέξη για τον αδελφό!

Γιατί αδελφός είναι το πρόσωπο, με το οποίο μπορείς να μοιραστείς το Κοινό Σφύριγμα.

 

Απέναντι σε τούτη την πληρότητα ας ειπωθεί μόνο:

ο γράφων είναι μοναχοπαίδι. 

Προβλήθηκε 1510 φορές