Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2018
Στην Αθήνα, την πόλη-σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων, κατέφθασαν τον Αύγουστο του 2004 για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, πάνω από 10.000 αθλητές από 201 χώρες.
Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, με το σύνολο των περιττών κατασκευών, συνετέλεσε σημαντικά στα δημοσιονομικά προβλήματα και την επιδείνωση του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, ο απολογισμός είναι δυσβάστκτος. Αλλά όχι για όλους...
του David Garcia
Στο Ελληνικό, στα νότια της Αθήνας, στέκει το κουφάρι του γηπέδου του χόκεϋ επί χόρτου, που κατασκευάστηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (ΟΑ) του 2004 και εγκαταλείφθηκε στο τέλος της φιέστας.
Στην κορυφή της σκάλας που οδηγεί στην είσοδο ένα καρότσι σουπερμάρκετ δεμένο στη σκουριασμένη ράμπα μαρτυρά ότι οι χώροι πρόσφατα χρησιμοποιούνταν. Στους στεγασμένους χώρους του γηπέδου, σκηνές και σκεπάσματα καλύπτουν το δάπεδο, ανάμεσα σε σκουπιδοσακούλες και μια σπασμένη καρέκλα γραφείου.
Αντί για κουρτίνες, σεντόνια με τη στάμπα «Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες» υποδηλώνουν την ταυτότητα των προσωρινών περαστικών κατοίκων. Λίγες εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, το γήπεδο του μπέιζ μπωλ, με το μαδημένο γρασίδι σκεπασμένο από σκουπίδια και τα καθίσματα ξεχαρβαλωμένα ή βγαλμένα, αποπνέει ερήμωση και παρακμή.
Το 2016, σε αυτά τα δύο γήπεδα, που μετατράπηκαν από την ελληνική κυβέρνηση σε χώρους επείγουσας φιλοξενίας, στοιβάχτηκαν χίλιοι πεντακόσιοι μετανάστες, κυρίως από το Αφγανιστάν και τη Συρία, μέχρι να εκδιωχθούν από την αστυνομία, δύο χρόνια αργότερα.
Στην ίδια περίμετρο, το γήπεδο του σοφτ μπωλ θυμίζει ναυαγισμένο σκαρί πάνω σε μια όχθη με άγρια βλάστηση. Εκτός λειτουργίας, το κέντρο κανόε-καγιάκ, χτισμένο στην πλαγιά του λόφου, προσφέρει απρόσκοπτη θέα στις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις του παλιού Αεροδρομίου του Ελληνικού, δίπλα στη θάλασσα. Σκορπισμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της ελληνικής πρωτεύουσας, οι περισσότερες από τις Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις αφήνονται στην εγκατάλειψη ή υπολειτουργούν.
Χωρίς διάθεση να υποτιμήσει αυτή τη χαοτική κατάσταση, ο Διευθυντής Επικοινωνίας της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής μιλά με σπάνια παρρησία για τις ευθύνες των ιθυνόντων.
Ο κ. Τάσος Παπαχρήστου, καλοστεκούμενος πενηντάρης, μας δέχεται στην έδρα της ΕΟΕ, στο Χαλάνδρι, σε προάστιο στα βόρεια της Αθήνας. Σε μικρή απόσταση από εκεί, στο Μαρούσι, βρίσκεται το βασικό σύμπλεγμα των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων, όπου έλαβαν χώρα οι τελετές έναρξης και λήξης των Αγώνων.
Από μόνη της η «αισθητική αναβάθμιση» αυτού του Ολυμπιακού Σταδίου, που ανέλαβε ο ισπανός αρχιτέκτονας Σαντιάγο Καλατράβα, κόστισε 213 εκατομμύρια ευρώ (1). « Κατασκευάσαμε εγκαταστάσεις που δε χρειάζονταν» παραδέχεται ο κ. Παπαχρήστου. Μιλά σε α΄ πληθυντικό αναφερόμενος στην τότε κυβέρνηση και την Επιτροπή Διοργάνωσης των ΟΑ, που λειτουργούσαν με την προτροπή των επικεφαλής των Διεθνών Ομοσπονδιών ολυμπιακών αθλημάτων. Και δεν παραλείπετε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ), κατεξοχήν διαχειριστής των ΟΑ.
Οι συγκοινωνιακές υποδομές (τα Μέσα Σταθερής Τροχιάς – Μετρό και Τραμ- και η Αττική Οδός), που παραδόθηκαν -εν μέρει- ακριβώς πριν την έναρξη των Αγώνων, ως μόνιμο έργο αναμφίβολα βελτίωσαν την καθημερινότητα των Αθηναίων(2).
Αντίθετα, όλοι αναρωτιούνται για ποιο λόγο η κυβέρνηση χρηματοδότησε τις εγκαταστάσεις που προορίζονταν για αθλήματα τόσο εξεζητημένα όσο το μπάντμιντον, το χόκεϋ επί χόρτου ή το μπέιζ-μπωλ, που ασκούν μόλις εκατόν είκοσι άτομα σε όλη τη χώρα.
Ο κ. Παπαχρήστου το αποδίδει στη μεγαλομανία των διεθνών ομοσπονδιών: « Για λόγους γοήτρου, κάθε ομοσπονδία ήθελε τις δικές της εγκαταστάσεις, και η ελληνική κυβέρνηση ούτε μπόρεσε ούτε θέλησε να αντισταθεί στις πιέσεις. Από την πλευρά της η ΔΟΕ θα έπρεπε να είχε ελέγξει περισσότερο αυστηρά αυτές τις υπερβολικές απαιτήσεις »
Όσο για το συγκρότημα του Ελληνικού, το σημαντικότερο μετά του Αμαρουσίου, οι κατασκευές θεωρητικά έπρεπε να αποσυναρμολογηθούν μετά τους Αγώνες – αυτό τουλάχιστον προβλεπόταν πριν την κατασκευή. « Οι συστάσεις της ΔΟΕ δεν ακολουθήθηκαν και καταλήξαμε με μόνιμες και υπερμεγέθεις εγκαταστάσεις», καταθέτει ο κ. Christophe Dubi, Εκτελεστικός Διευθυντής για τους Αγώνες στη ΔΟΕ, που παρακολούθησε στενά την προετοιμασία της διοργάνωσης.
« Η ΔΟΕ επιχείρησε να αποτρέψει την κατασκευή συγκεκριμένων εγκαταστάσεων, ειδικότερα του Κέντρου Ιππασίας και του Ανοιχτού Προπονητηρίου Τοξοβολίας [τα οποία κόστισαν 224 εκατομμύρια ευρώ]», διαβεβαιώνει. Οι ΟΑ της Αθήνας ήταν σημαντικά κερδοφόροι για τη ΔΟΕ: 228 εκατομμύρια ευρώ το 2004 (3). Η κρίση δεν την ακουμπά!
Δεδομένου ότι οι ΟΑ της Αθήνας πραγματοποιήθηκαν μόλις τρία χρόνια μετά τις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, η ΔΟΕ και οι ΗΠΑ απαίτησαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, πράγμα που φούσκωσε ακόμη παραπάνω το λογαριασμό. Η προμήθεια της ηλεκτρονικής επιτήρησης, ύψους 259 εκατομμυρίων ευρώ, κατακυρώθηκε στην αμερικανο-γερμανική κοινοπραξία SAIC-Siemens. « Εξαιρετικά κοστοβόρο, αυτό το σύστημα δε λειτούργησε ποτέ.», αποκαλύπτει ο έλληνας πανεπιστημιακός Μηνάς Σαματάς, συγγραφέας ενός εξαιρετικά τεκμηριωμένου βιβλίου για το «σκάνδαλο Siemens» (4).
« Θα πληρώνουμε τις συνέπειες των ΟΑ για πολλά χρόνια. (...) [οι ΟΑ] θα οδηγήσουν στην αύξηση του δημόσιου χρέους, στην απομείωση των κοινωνικών δαπανών και στην αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας για τα λαϊκά στρώματα.»
Ο κ. Πάνος Τοτσικας, οραματιστής και πρωταγωνιστική μορφή της καμπάνιας κατά των Ολυμπιακών Αγώνων, είχε προβλέψει την καταστροφή σε ένα βιβλίο-μανιφέστο.
Αλλά η επιθυμία εντυπωσιασμού έκανε προφανώς αθλητικές και πολιτικές αρχές να χάσουν κάθε αίσθηση μέτρου.
« Οι εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν για τους ΟΑ βρίσκονται σε τέτοια εγκατάλειψη, επειδή ακριβώς το ελληνικό κράτος δεν σχεδίασε τη μετα-ολυμπιακή τους χρήση », ξιφουλκεί η κα Ρένα Δούρου, Περιφερειάρχης Αττικής. Στο στόχαστρο αυτού του υψηλόβαθμου στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, στα πράγματα από το 1993 μέχρι το 2004, και της ΝΔ (2004-2009, και 2012-2015).
Εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα αποτελεί το Ολυμπιακό Χωριό, μια από τις ελάχιστες ολυμπιακές αθλητικές υποδομές οι οποίες αξιοποιήθηκαν για κοινωνικούς λόγους.
Δέκα χιλιάδες χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι κατάφεραν μετά από κλήρωση και καταβάλλοντας το ελάχιστο κόστος να γίνουν ιδιοκτήτες κατοικίας, πληρώνοντας όμως το βαρύ τίμημα της απομόνωσης και της εκκωφαντικής έλλειψης κοινωνικών υπηρεσιών και δημόσιων ή άλλων χώρων κοινωνικοποίησης στη γειτονιά τους. Απομονωμένο από το κέντρο της πόλης των Αχαρνών, ένα προάστιο είκοσι χιλιόμετρα στα βόρεια της Αθήνας, το ολυμπιακό χωριό εξυπηρετείται προβληματικά από τις δημόσιες συγκοινωνίες.
Φοιτητές ή ενήλικες μισθωτοί, τα μέλη του συλλόγου κατοίκων φέρουν βαρέως την κατάσταση. « Οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν σχεδιάσει τις υποδομές, αλλά όταν έφτασαν οι πρώτοι κάτοικοι το 2006 τίποτε δεν ήταν έτοιμο », καταγγέλλει ο πρόεδρός τους, κ. Κυριάκος Μαρτίνος.
Ακόμη και το ολυμπιακό κολυμβητήριο, πρόσφατος στόχος βανδαλισμού, παραμένει κλειστό...
Ο Γενικός Γραμματέας ΟΑ στο Υπουργείο Πολιτισμού μεταξύ 2001 και 2004, κ. Κωνσταντίνος Καρτάλης αντικρούει τον ισχυρισμό που θέλει την μετά ΟΑ περίοδο να μην έχει σχεδιαστεί.
« Τον Ιούνιο του 1999, υιοθετήθηκε από το Κοινοβούλιο ένα σχέδιο νόμου που προέβλεπε με λεπτομέρεια την αξιοποίηση κάθε αθλητικής εγκατάστασης μετά τους Αγώνες. Η κυβέρνηση μετά τους ΟΑ δεν το εφάρμοσε, ενώ άλλαξε και τη νομοθεσία προκειμένου να διευκολύνει την εκχώρηση των υποδομών », κατηγορεί (5). Τελικά οι Αγώνες δεν ήταν για όλους μια κακή περίπτωση...
Μόλις μετά το φθινόπωρο του 2004 η κυβέρνηση του κ Κώστα Καραμανλή (ΝΔ) ασχολήθηκε με το θέμα της χρήσης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ιδιωτικοποιήσεις θύμιζαν περισσότερο ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας.
Έτσι, χάρη στους ΟΑ, η εταιρεία Λάμδα (Lamda) μπορεί να καυχάται ότι πέτυχε δύο από τις πιο επικερδείς συμφωνίες στον τομέα της αγοράς ακινήτων της τελευταίας δεκαπενταετίας στην Ελλάδα.
Έτσι αυγάτισε λίγο παραπάνω την περιουσία του βασικού της μετόχου: με φορολογική έδρα στην Ελβετία, ο κ. Σπύρος Λάτσης, ανήκει στην αφρόκρεμα των Ελλήνων εκατομμυριούχων.
Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Η Λάμδα αγοράζει ένα ή περισσότερα ολυμπιακά ακίνητα, κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες, χωρίς ουδέποτε να αμφισβητηθεί επί της ουσίας η διαδικασία απόκτησης.
Έτσι, το Γενάρη του 2014, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε παράνομη τη μετατροπή του ολυμπιακού Κέντρου Τύπου σε εμπορικό κέντρο, το γνωστό Mall της Αθήνας, στο Μαρούσι.
Η οικοδομική άδεια εκδόθηκε για να στεγαστούν οι ξένοι δημοσιογράφοι κοντά στο μεγάλο ολυμπιακό συγκρότημα κατά τη διάρκεια των Αγώνων, και το κτήριο προοριζόταν να καλύψει στεγαστικές ανάγκες οικονομικά ασθενών εργαζομένων, κατά το πρότυπο του ολυμπιακού χωριού.
Αντί όμως για κοινωνικές κατοικίες, η κυβέρνηση του κ. Κώστα Σημίτη (ΠΑΣΟΚ) είχε επιτρέψει ήδη πριν τους ΟΑ στη Λάμδα να κατασκευάσει το εμπορικό της κέντρο... Το οποίο δεσπόζει πάντα εκεί, προβάλλοντας ένα παράδειγμα σφριγηλής οικονομικής αυθάδειας, αγνοώντας τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν διατάξει την κατεδάφισή του.
« Οι περισσότερες ολυμπιακές εγκαταστάσεις είναι παράνομες, χωρίς κανονική άδεια οικοδόμησης», παραδέχεται ο νυν υφυπουργός αθλητισμού, κ. Γεώργιος Βασιλειάδης.
Ειρωνεία της τύχης, το ευρύχωρο γραφείο του βρίσκεται στην οδό Ανδρέα Παπανδρέου, στο πρώην Κέντρο Τύπου των ΟΑ, που στεγάζει τώρα το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευτικών Υποθέσεων, σε απόσταση βολής από το Mall της Αθήνας.
Λίγο παραπέρα, διακρίνεται η χρωματιστή πρόσοψη του εμπορικού κέντρου Golden Hall, που εφάπτεται σχεδόν στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Το ολυμπιακό πρώην κέντρο Ραδιοτηλεόρασης κληροδοτήθηκε στη Λάμδα το 2007, με παραχώρηση : το 70 % της επιφάνειας εξέπεσε λοιπόν σε εμπορικό κέντρο, με ετήσιο μίσθωμα 8 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τον κ. Λεφτέρη Μαγιάκη, δημοτικό σύμβουλο της αντιπολίτευσης (πρώην-ΣΥΡΙΖΑ), στο Μαρούσι.
Έξι χρόνια αργότερα, το ΤΑΙΠΕΔ, το ελληνικό ταμείο των ιδιωτικοποιήσεων που συστάθηκε στην αρχή της κρίσης, παραχωρεί στην ίδια εταιρεία το σύνολο του κτηρίου για περίοδο 80 χρόνων.
Το ποσόν της διευθέτησης: 81 εκατομμύρια ευρώ. « Ήτοι μια απώλεια χρημάτων πάνω από 600 εκατομμύρια ευρώ σε βάρος του ελληνικού λαού και σε αποκλειστικό όφελος του Σπύρου Λάτση», σχολιάζει ο κ. Μαγιάκης.
Πρωταθλητής στα κοψοχρονιά παζάρια, η Λάμδα επανακάμπτει το 2014 πολύ πιο δυναμικά. Έχοντας επικρατήσει σε μια ατέρμονη πρόσκληση υποβολής προσφορών, ο ανάδοχος αποκτά το παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού και το πρώην ολυμπιακό κέντρο ιστιοπλοΐας στον Άγιο Κοσμά, το οποίο μετασκευάστηκε σε μαρίνα μετά τους ΟΑ.
Με έκταση 620 εκταρίων, αυτή η οικοδομήσιμη έκταση είναι από τις πιο εκτεταμένες της Ευρώπης. Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις καταλαμβάνουν το 40 % της συνολικής επιφάνειας. Από το 2010, η «τρόικα » (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) απαιτούσε την ιδιωτικοποίηση της περιοχής στο πλαίσιο της μερικής απόσβεσης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Ο κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης, Υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας της πρώτης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, είχε δεσμευτεί να αναθεωρήσει το πρωτόκολλο. « Θα επανεξετάσουμε αυτή τη σκανδαλώδη πράξη, με σκοπό να την ακυρώσουμε », δήλωνε ο ίδιος στο ελληνικό Κοινοβούλιο το Φεβρουάριο του 2015.
Εξέφραζε τότε την επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Πέντε μήνες αργότερα όμως, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αποδέχεται το νέο μνημόνιο της «τρόικα». Η τελική εκχώρηση του Ελληνικού, παγωμένη για ένα διάστημα, είναι μία από τις πολλές περιπτώσεις παραχωρήσεων και αναθέσεων που καλείται να επιλύσει. Διαφωνώντας με το νέο προσανατολισμό, ο κ. Λαφαζάνης εγκαταλείπει την κυβέρνηση. Και παρακολουθεί, αποδυναμωμένος, τη νομοθετική ρύθμιση της συμφωνίας με τη Λάμδα το 2016.
Η νέα συμφωνία εγκρίνει την παραχώρηση έναντι 915 εκατομμυρίων ευρώ. « Τρεις φορές λιγότερο από την πραγματική αξία της έκτασης βάσει των τιμών αγοράς και σύμφωνα με πολλές επίσημες και αξιόπιστες εκτιμήσεις », ξεσπά ο κ. Φαίδωνας Γεωργιάδης, μέλος της Επιτροπής Μητροπολιτικού Πάρκου στο Ελληνικό.
Παρά τις δικαστικές προσφυγές για την ακύρωση αυτού του πρωτοκόλλου, το όνειρο για ένα πράσινο πνεύμονα στα νότια της Αθήνας απομακρύνεται. Κι όμως αυτή ήταν η ομόφωνη επιλογή όλων των εμπλεκομένων φορέων μέχρι το 2004.
Αντί γι’αυτό, η Λάμδα προβλέπει να κατασκευάσει συγκροτήματα πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα και δύο εμπορικά κέντρα. Από τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις, μόνο η διατήρηση του συγκροτήματος κανόε-καγιάκ, που θα μετατραπεί μελλοντικά σε θαλάσσιο πάρκο, και κυρίως της μαρίνας διασφαλίζονται.
Οι καλά συντηρημένες προκυμαίες του παλιού κέντρου ιστιοπλοΐας έρχονται σε αντίθεση με τα βρώμικα και παρηκμασμένα γήπεδα, όπου πριν διέμεναν ταλαίπωροι μετανάστες.
Αύριο, ίσως, οι εύποροι ιδιοκτήτες γιωτ θα χαίρονται το καζίνο δίπλα στο μέγαρο του Αγίου Κοσμά, αποκορύφωμα του σχεδίου της Λάμδα. Δυο βήματα από το μνημείο όπου έκαιγε η Ολυμπιακή Φλόγα.
David Garcia
Δημοσιογράφος. Monde Diplomatique
(1) Evangelia Kasimati, « Post-olympic use of the olympic venues : the case of Greece » (PDF), Athens Journal of Sports, septembre 2015. Από αυτή τη δημοσίευση αντλούνται και τα ποσά για τις λοιπές υποδομές.
(2) Lire Katia Makri, « Sauvegarder l’héritage et l’esprit des Jeux », Le Monde diplomatique, août 2006.
(3) Jean-Loup Chappelet et Brenda Kübler-Mabbott, The International Olympic Committee and the Olympic System : The Governance of World Sport, Routledge, Abingdon, 2008.
(4) Minas Samatas, The « Super-Panopticon » Scandal of the Athens 2004 Olympics and Its Legacy, Pella, New York, 2014.
(5) Cf. Constantinos Cartalis, « Sport mega-events as catalysts for sustainable urban development: the case of Athens 2004 », dans Valerie Viehoff et Gavin Poynter (sous la dir. de), Mega-event Cities: Urban Legacies of Global Sports Events, Routledge, Abingdon, 2015.