Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ (www.presspublica.gr)
Πρέπει να παραδεχτώ μια ακόμα ανυπαρξία λύσης.
Μια γυναίκα με σπαστά Ελληνικά κρατάει ένα βιβλιάριο ΙΚΑ και ένα έγγραφο μιας δημόσιας υπηρεσίας -που αλλάζει στελέχωση, όνομα, αρμοδιότητες και στόχους κάθε δυο τρεις μήνες τα τελευταία χρόνια. Τώρα λέγεται ΚΕΠΑ, νομίζω.
Μια γυναίκα που ζει είκοσι χρόνια στον τόπο αυτό που κάποτε υποδέχτηκε -εκών άκων- δυσανάλογα μεγάλο για τη χωρητικότητά του αριθμό απεγνωσμένων.
Μια μεσήλικη σήμερα που δούλεψε όπως δούλεψε, πλήρωσε για την ασφάλισή της όσο και όπως πλήρωσε και τώρα, άθελά της άνεργη από καιρό, τη χάνει.
Μια γυναίκα στην καταιγίδα χωρίς μια σανίδα να πιαστεί μη βουλιάξει.
Ένας άνθρωπος· γεννημένος σε τούτα τα ευλογημένα χώματα ή όπου γης, ένας άνθρωπος· όπως καθένας κάποια στιγμή ενώπιος της ημερομηνίας λήξης.
-Είναι ανασφάλιστη, με πληροφορεί η υπάλληλος πίσω από τη τζαμαρία του γκισέ. Λυπάμαι μα πρέπει να πληρώσει για να εισαχθεί.
-Πόσο περίπου για δυο τρεις μέρες -να προλάβω να της κάνω πλευροδεσία; Αλλιώς θα πεθάνει από κάτι που μπορεί εύκολα να διορθωθεί!
-Δεν μπορώ να σου πω, πάντως μια άλλη πλήρωσε πρόσφατα δυο εννιακόσια για κάτι ανάλογο.
Η γυναίκα πλάι μου ακούει και κοκκινίζει.
Όχι δεν είναι από ντροπή, είναι το προανάκρουσμα των δακρύων που την πνίγουν -πριν πνιγεί από το υγρό στον πνεύμονα.
-Πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε μια λύση!
Ο γιατρός, που έχει πια αποσπαστεί από το ψυχόσωμά μου, βαδίζει οργισμένος προς το γκισέ· μοιάζει να θέλει να το σπάσει και να περάσει απέναντι, στο τείχος της αδιαφορίας.
Μετανιώνει όμως αμέσως και επιστρέφει στο περίγραμμά μου· ξέρει πως δεν είναι αδιαφορία πίσω από το γκισέ, είναι παγωμένη αδυναμία. Αδυναμία που υψώνει ανήμπορη τα χέρια και παραδίνεται, βουρκωμένη κι αυτή και κατακόκκινη από ανέκφραστη οργή, στον αχόρταγο Μολώχ.
-Ξέρεις πόσοι έρχονται και είναι ανασφάλιστοι από την πρωτοχρονιά;
Εσείς όλοι υποψιάζεστε πόσοι;
Ξέρετε κάποιο μπάλωμα να σκεπάσουμε όπως όπως αυτό το χαίνον άτονο έλκος που απλώνει γοργά σαν φαγέδαινα;
Φεύγουμε άπραχτοι εγώ κι «αυτός» μέσα στο γεναριάτικο σκοτάδι. Η Γιαροσλάβα τραβάει από την άλλη μεριά -ίσως ζήσει ίσως όχι μέχρι να περάσει επιτροπή για αναπηρία και πάρει ξανά ασφάλιση.
Μπορεί και κάποιος μαυροντυμένος έλληνας «παλικαράς» στο πιο κάτω στενό να τη «λυτρώσει» με γροθιές, αν την ακούσει να κλαίει σλάβικα.
Φεύγουμε όλοι, καθένας στον εγώπνιχτο δρόμο του.
Αύριο «έχει ο Θεός»…
* Γραμμένο την 31/12/2013 —έχει εν μέρει καθηλωθεί η γάγγραινα ή ακόμα παραμυθιάζομαι σα νήπιο;