Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ
-Κοίτα γιατρέ, η μάνα μου είναι ανασφάλιστη. Πώς θα τα κάνει όλα αυτά που δεν υπάρχει μία;
-Δεν υπάρχει ασφαλισμένος και ανασφάλιστος φίλε. Με το ΑΜΚΑ της δικαιούται πλήρη περίθαλψη σε κάθε νοσοκομείο!
-Καλά, σοβαρά το λες γιατρέ, δεν πρέπει να πληρώσουμε τίποτε για τη μάνα μου;
-….
-Καλά, δηλαδή γιατρέ αυτό με τους ανασφάλιστους από πότε γίνεται;
-Από ένα χρόνο…
-Δηλαδή αυτοί που κυβερνάνε τώρα το έχουν κάνει έτσι;
-Αυτοί…
-Κοίτα ρε, που δεν τους ψήφισα και δεν το ήξερα ότι έχουν κάνει τέτοιο σπουδαίο πράμα!
-Τι δουλειά κάνεις;
-Με μπαρ ασχολούμαι γιατρέ, ξέρεις με ποτά, έχουμε και γυναίκες… καταλαβαίνεις, έ; Και η μάνα μου εκεί δουλεύει, δικά της είναι τα μαγαζιά αλλά πέσανε οι δουλειές τα τελευταία χρόνια.
-…
-Πότε θα έρθεις μαζί με την παρέα σου στο μπαρ να σε περιποιηθώ γιατρέ, έχω τα δύο δικά μου αλλά μπορώ να σε στείλω όπου θέλεις, έχω φίλους… Πίνεις γιατρέ;
-…
-Αν δεν πίνεις θα σε περιποιηθώ εγώ αλλιώς…
Ο «πελάτης» έδειξε με νόημα την προφανώς αλλοδαπή συνοδό του, σηκώθηκε γελώντας, χαιρέτησε και βγήκε από το γραφείο με αέρα θριαμβευτή.
Ο γιατρός έμεινε ακίνητος στο κάθισμα, χαμογελώντας αινιγματικά.
Άρχισε να μουρμουρίζει.
Κάθισα πλάι του κι έστησα αυτί -έτσι κάνω πάντα.
-Σκέφτομαι, έλεγε σέρνοντας τη γλώσσα στο ξεραμένο στόμα, εκείνο το νεοφιλελεδάκι που κατσάδιασα πριν καιρό δημοσίως επειδή έλεγε πως «όσοι δεν πλήρωναν εισφορές είναι άδικο να έχουν περίθαλψη από το κράτος αν αρρωστήσουν, πρέπει να πληρώσουν!»…
-Σκέφτομαι, συνέχισε και η φωνή του σκλήρυνε, εκείνον τον φίλο μου που μου έλεγε χτες ξαναμμένος ότι «δε μπορούν όλοι να παίρνουν την ίδια σύνταξη είτε δούλεψαν δέκα είτε δούλεψαν τριάντα χρόνια»…
Ύστερα σώπασε.
Πήγα μπροστά του και τον κοίταξα κατάματα. Από μένα ποτέ δε μπόρεσε να κρυφτεί.
Μάτια υγρά, τα βλέφαρα τρεμόπαιζαν, το στόμα σε σαρδώνεια σύσπαση· πανιασμένο το πρόσωπο όπως σε τέτανο προχωρημένο, βλέμμα στο κενό. Ένας νεκρός.
Πέρασε λίγη ώρα. Έξω από το γραφείο φωνές και θρήνος, το καρότσι της νοσηλείας και το μπήπερ της επείγουσας κλήσης. Το χρώμα φάνηκε να γυρίζει στο πρόσωπό του και το βλέμμα του φάνηκε να επιστρέφει στον χώρο.
Σηκώθηκε και έτρεξε στο επείγον που συνέβαινε έξω από την πόρτα του.
Γύρισε ύστερα από λίγο. Άφησε τα ακουστικά κάτω και με κοίταξε διαπεραστικά, όπως με κοιτάζει όταν τον πιάνει ο ψυχοπυρετός.
Ύστερα άρχισε να μιλάει κατακόκκινος.
-Έχουν όλοι από ένα κομμάτι δίκιο ο καθένας. Και άδικο επίσης! Όλοι, τ’ ακούς; Και οι πιο πονηροί κι οι πιο αθώοι, δουλευτάδες και τεμπέληδες και τρακαδόροι, και οι φονιάδες, και οι κλέφτες. Κάθε «άλλος», ομόγλωσσος ή αλλόγλωσσος, ομόθρησκος ή αλλόθρησκος ή άθεος, φίλος ή εχθρός. Όλοι!
Όμως, διάολε, εγώ είμαι γιατρός.
Εγώ είμαι κατάδικος ισοβίτης να είμαι γιατρός και τίποτε δε σκαμπάζω έξω από τη φυλακή αυτής της ιδιότητάς μου.
Ο άρρωστος άνθρωπος παύει να έχει οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα από άρρωστος, τ’ ακούς;
Γίνεται ένας ξένος και ως ξένος είναι ιερός και κάθε ιερό πρέπει να προστατεύεται από τα σκυλιά!
Κατάλαβες εσύ που με κοιτάς σα βλάκας;
Τ’ ακούς; Ιερός!
Έπεσε ύστερα στην καρέκλα του.
Φάνηκε να ησυχάζει. Τον άφησα και βγήκα.
Το ζευγάρι που είχε πατήσει τη σκανδάλη του άλλου εγώ μου έφευγε ανακουφισμένο αγκαζέ.
Περάσαμε ένα τράνταγμα κι οι δυό μας σήμερα· εγώ κι ο άλλος μου εγώ.
Φοβήθηκα πως θα τον έχανα αυτή τη φορά.
Αλλά το στραβοχτισμένο σκαρί μας κρατάει ακόμα.