Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ (www.presspublica.gr)
Παραμονές μιας ακόμα μεγάλης γιορτής. Με το εμπόριο να λυσσάει στους φωτισμένους δρόμους με τα μοχθηρά στολίδια να κρέμονται σα δολώματα για ανύποπτα τάχα ψάρια -εμάς…
Παλεύω με τη Μαρία, μια ακόμη Μαρία. Εξηντάρα και ταλαιπωρημένη από την αρρώστια ίσως λιγότερο συγκριτικά με την επιμονή μου να συνεχίζω.
Είναι μία τη νύχτα και μετά από πολλά λίτρα ποικιλόρρευστων υγρών και πλήθος αγγειοδραστικών φαρμάκων που την ποτίσαμε, στον καθετήρα τρέχει το πολύτιμο υποκίτρινο υγρό.
Με μια δισύλλαβη λέξη, ίσως ηχοποιημένη περιγράφουμε οι γιατροί ένα από τα κύρια σημεία ζωτικότητας: ούρα. Τι σημαίνει η παρουσία τους, ποια τιτάνια προσπάθεια προηγείται κάθε κυβικού εκατοστού ούρων ούτε που χωράει στο μηχανιστικά λειτουργόν μυαλό μας.
Κάποιες στιγμές όμως όπως απόψε, ετούτη η κολοσσιαία και περίτεχνη λειτουργία της παραγωγής των ούρων αποκτά σχήμα στο νου που αγωνιά∙ έστω και μέσα από την απουσία της. Όπως ο εκκωφαντικός θόρυβος ενός εργοστασίου που τον συνειδητοποιείς όταν ξαφνικά σταματήσουν όλες οι μηχανές από μια διακοπή ρεύματος ή την έναρξη επίσχεσης εργασίας των εργατών.
Δεν κοιτάζω πια τη Μαρία καθώς ανασαίνει αλαφρωμένη. Δεν αξιολογώ τα ζωτικά σημεία, την πίεση, τον σφυγμό, τον ρυθμό και το βάθος των αναπνοών. Δεν σηκώνω τα βλέφαρα να δω τoυς δικούς της. Όχι.
Μέσα σε παραζάλη ευφορίας, μαντεύω το βλέμμα της όμορφης κόρης και νιώθω ξανά δυνατός. Ξανά νικητής, ας ξέρω πως αύριο ή μεθαύριο θα σηκώσουν κεφάλι άλλο και άλλο και άλλο θεριά και θα μας χιμήξουν καθώς θα χαλαρώνουμε γερμένοι στην προσωρινή νίκη μας όπως σε βελούδινα ανάκλιντρα∙ όπως ο «οπλίτης που αναπαύεται στο δέντρο μετά τη μάχη», μια εικόνα που είχα δει σε μελανόμορφο αττικό αγγείο.
Ας ξέρω καλά πια ποιος είναι ο Κραταιός του Επιλόγου. Της Μαρίας αύριο ή μεθαύριο· όλων μας εν καιρώ.
Βρες τώρα εσύ τι με κυριεύει τι με κρατάει ξύπνιο και ορθό και μαχητή τέτοιες άγριες ώρες.