ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΔΑΒΑΝΗΣ
Του συμπορευτή Ν.Κ.
Μου συνέστησες «λιγότερο θυμό».
Όχι λοιπόν, δεν έχω καθόλου θυμό.
Όπως κι εσύ, όπως πολλοί, παλινδρόμησα καμπόσες φορές από τον ου-τόπο στην κόπρο των πραγμάτων και πάλι πίσω.
Τρόμαξα νωρίς όταν προσπαθούσα να αποκτήσω τη «μεγάλη εικόνα» του Κόσμου · ανεβαίνοντας πρώτα σε κάποιον λόφο, ύστερα ψηλότερα σε κάποιο βουνό, τον κοντινό Υμηττό είδα την Πόλη μας· ταξίδεψα νοητά πιο πέρα στο προϊστορικό Αραράτ, στη συμβολική απαρχή μας. Να δω τη γη από ψηλά μα πάντα μου ξέφευγε το υπέδαφος.
Η «μικρή εικόνα» της Ηλιούπολης και της Αθήνας διαστελλόταν διαρκώς επαναλαμβανόμενη, με την ασχήμια και την ομορφιά της.
Ένα πελώριο Φράκταλ σκέπασε τα μάτια μου και σταμάτησα την αναζήτηση πανικόβλητος.
Επειδή δίπλα μου, δίπλα μας, Νίκο, συμπορευτή της ζωής μου, υπήρχαν και υπάρχουν ζωές πενόμενες, ζωές λαβωμένες ποικιλότροπα. Δίπλα μας και μέσα μας.
Και αυτές οι ζωές που βιάζονται και απαιτούν να επιζήσουν απέκτησαν επείγουσα προτεραιότητα· ίσως σβήνοντας από τα ασθενικά μάτια μου το απρόσιτο μέλλον που με αγνοεί επειδή δε μπορώ ούτε να το ορίσω ούτε να το αλλάξω.
Έτσι καθηλώθηκα στο άγριο και αδηφάγο παρόν. Όπως κι εσύ που έχεις βιώσει την καταλαλιά των σύγχρονων ιησουιτών, αυτών που βολεύονται όπως-όπως στο σήμερα προλέγοντας το αίσιο μέλλον της αταξικής κοινωνίας και αφήνουν στα νύχια της Αγοράς το Πλήθος του Παρόντος.
Καθηλώθηκα αλλά δεν αποκοιμήθηκα.
Ούτε κι εσύ αποκοιμήθηκες, το ξέρω.
Ούτε άλλοι πολλοί, είμαι σίγουρος.
Μας έχει τσακίσει όλους εμάς η παρατεταμένη αϋπνία.
Αυτή που μας ασπρίζει πρόωρα «γυρεύοντας ν’ αλλάξουμε την έρημο με δέκα κόκκους άμμο / με δέκα δίκαιους τα Σόδομα της ζωής μας / μα πού οι δίκαιοι και πού οι δέκα;»*
Καταλαγιάζω μουδιασμένος στο τελικά απαράλλαχτο της ανθρωπότητας αλλά αγρυπνώ και αφουγκράζομαι. Τι; Κάπου πάντα κάποιοι σαλεύουν και μάχονται τον πάντα υπέρτερο.
Με αντάρτικο και μέσα ασύμμετρου πολέμου χαλαρώνουν τη θηλιά που στραγγαλίζει τον λαιμό του Πλήθους. Κάνοντας την αναπνοή του απλώς πιο υποφερτή ή με λιγότερη επιθανάτια αγωνία έστω.
Και είναι πολύ αυτό ας μην είναι αρκετό για διθυράμβους και παιάνες -μιλώ σα γιατρός που έχει ζήσει αμέτρητες αναπνοές να εξαφανίζονται στο κενό αέρα της ασφυξίας.
Μια πιο υποφερτή και λιγότερο άνιση ζωή. Είναι το μόνο που φτάνουν τα μεσήλικα μάτια μου να διακρίνουν και να ελπίσουν.
Γι’ αυτό επιμένω να στέκομαι στην ίδια πλευρά με «αυτούς» που παραμένουν σχηματισμός ατάκτων, με όσα αυτό συνεπάγεται· προχειρότητα, λάθη επί λαθών, «αγραμματοσύνη», «συμβιβασμούς ανιστόρητους», δολιότητα ενίοτε αλλά και προδοσίες.
Επειδή πάνω από τα κεφάλια τους εγώ, ο αλαφροίσκιωτος και ίσως τελικά απλώς αφελής, μου φαίνεται διακρίνω ένα αόρατο βέλος που δείχνει τον ου-τόπο που ονειρεύτηκα έφηβος. Το ονομάζω Πρόθεση Κατεύθυνσης και το φορτώνω στην κυρτωμένη ράχη μου.
Επιμένω λοιπόν στις γραμμές τους· όχι στη δεξιά πτέρυγα ούτε σε αυτή των Ευωνύμων. Ένας δειλός βοηθητικός ή το πολύ πελταστής ψιλός. Γοητευόμενος, απογοητευόμενος, σύμμαχος κριτής και όχι άκριτος αντίμαχος.
Κρίνοντας το παρόν, συγκρίνοντας με το παρελθόν και το ανατριχιαστικό μέλλον.
Όχι επιλήσμων της Ιστορίας αλλά τρέμοντας για το μέλλον των παιδιών μας.
Η ζωή σάρωσε κάθε βεβαιότητά μου.
Μόνη μου κατάκτηση η αβεβαιότητα.
Με αυτήν, άμμο τρυπωμένη στα τριμμένα παπούτσια και ύπουλη τρύπα στο σκισμένο καπέλο, συνεχίζω την πορεία στην Έρημο της Ανθρωπότητας.
Δεν έχω υπάρχοντα πια
δεν έχω υπάρχοντα
η βάρκα μου στάχτη στην άμμο
Αγνάντεμα με την πλάτη μου στραμμένη στο πέλαγος
Μια ζωή ανεπανόρθωτη **
* και ** Βύρων Λεοντάρης «εν γη αλμυρά»