Προς καθνένα, (καθένα και κανένα), αναγνώστη της τηλεφημερίδας «zougla.gr», ενδιαφέρεται.
«Μαθούσι αυδώ (σ.σ. μιλώ) κ’ ου μαθούσι λήθομαι» (Δεν μεταφράζω. «Ανελληνιστοι δεν είμεθα θαρρώ» (Κ.Καβάφης)
Η γυναικεία σεξουαλικότητα στα έργα του Τζέημς Τζόυς «Ulysses» και «Finnegans Wake»: Γκέρτυ Μακντόουελ, Μόλλυ Μπλούμ και Άννα Λίβια Πλούραμπελ (ΑΛΠ)
«Θα μιλήσω σε όσους είναι θεμιτό,
κλείστε τις θύρες στους βέβηλους:
Ασίσω οις θέμις εστί,
θύρας δ’ επίθεστε βεβύλοις.»
(Ορφικός Ύμνος στα Ελευσίνια Μυστήρια)
«Δεν λέγονται τα πάντα στους πάντες:
Ου πάσι τα πάντα ρητά» (Πυθαγόρας)
«Στην παρθένα μήτρα της φαντασίας ο λόγος έγινε σάρκα.»
(Το Πορτραίτο του Καλλιτέχη ως Νεαρού Ανδρός. Τζαίημς Τζόυς)
Μια συνωμοσία σιωπής εξυφασμένη από την θρησκόληπτη, αγκυλωμένη στο δόγμα της παρθενίας θρησκεία, την αδιάντροπη σεμνότυφη υποκριτική πολιτική του «πολιτικώς ορθού (politically correct)» και την φαλλοκρατική-πατριαρχική κοινωνία, καλύπτει τη σεξουαλικότητα της γυναίκας.. Όλοι αυτοί οι αιδήμονες, αισχυντηλοί, θεσμοί, προσπαθούν να καλύψουν με διάτρητο φύλλο συκής την αρχέγονη εστία, την ουσία της θηλυκότητας και της θηλυκής σεξουαλικότητας, το μυθικό αιδοίο. Την πηγή της ηδονής και της ζωής και της προέλευσης του κόσμου.
Όμως, η Βαυβώ, το αρχέγονο μυθικό αιδοίο, πάντα θα τριβελίζει τη σκέψη, ζωντανό, ηδονικό, γυμνό, προκαλώντας και προσκαλώντας.
Η φήμη του Τζόυς, ως «υπονομευτή των ηθών», ως συγγραφέα που έγραψε «Λογοτεχνία του απόπατου. … βλακώδης δοξολογία μόνο της βρωμιάς», ως «Τζόυς το βρωμόστομα», είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.
Ορισμένοι σύγχρονοι κριτικοί κατηγορούν τον Τζόυς ως σωβινιστή συγγραφέα αφοσιωμένον στην προβολή του αρσενικού και στην εξύμνηση αυτού, που ο Ζακ Λακάν αποκαλεί αρχέγονο «σημαίνον των σημαινόντων: signifier of signifiers.» Δηλαδή, τον φροϋδικό φαλλό.
Ο Λακάν, ψυχαναλυτικά, ορίζει τον φαλλό ως Λόγο, ο οποίος αποκαλύπτεται, εμφανίζεται («επιφάνεια»), ως παρουσία) στον λόγο. Και ο Λόγος εν είδη φαλλού εβεβαίου του λόγου το ασφαλές. Λογοφαλλοφάνεια!
Κατ’ αυτήν την έννοια, ο Τζόυς καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στο λογοκεντρικό και φαλλοκεντρικό πάνθεον των συγγραφέων του 20ου αιώνα, μεταμορφώνοντας, μετασχηματίζοντας τον Κόσμο σε Λέξη, τη Ζωή σε Λόγο.
Η ερωτική πράξη, στο έργο του, εμποτίζεται με λαγνεία και ανεξέλεγκτο πόθο και απελευθερωμένη, από τις κοινωνικές συμβάσεις, αφήνεται στην πιο αχαλίνωτη φαντασία. Πασπαλίζεται με σκοποφιλία: σεξουαλική ηδονή που προκαλείται από το βλέμμα του αρσενικού, καθώς σκαρφαλώνει ηδονικά στους λόφους και κατρακυλά στις κοιλάδες και στις ρεματιές του γυμνού γυναικείου σώματος, σε κινηματογραφική αργή κίνηση.
Ο κάτοχος του βλέμματος εστιάζει τον φακό τού «Εγώφθαλμού» του σε οποιοδήποτε σημείο του γυμνού γυναικείου σώματος επιθυμεί. Αυτός είναι που χειρίζεται το βλέμμα, σαν κινηματογραφική μηχανή λήψεως και προβολής. Μπορεί να επιταχύνει ή να επιβραδύνει τη λήψη και την προβολή της «ταινίας», ανάλογα με τη διάθεσή του και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το «αντικείμενο».
Σ’ αυτό το βλέμμα, η γυναίκα, ως ανθρώπινη ύπαρξη, αγνοείται παντελώς και το μόνο που έχει σημασία, για το λογοφαλλοκεντρικό αρσενικό βλέμμα, είναι η ηδονική απόλαυση που αισθάνεται στην θέα του γυναικείου σώματος. Η γυναίκα υπάρχει μόνο σε σχέση με τον άνδρα. Σαν να υπάρχει μόνο ένα φύλο.
Και η γυναίκα, από την δική της σκοπιά, συχνά θεάται το εαυτό της, μέσα από την προοπτική του αρσενικού βλέμματος. Εικόνα της εικόνας που έχει το αρσενικό γι’ αυτήν. Σύμφωνα με τα παραπάνω, μια φεμινίστρια θα χαρακτήριζε τον Τζόυς «αρσενικό σωβινιστικό γουρούνι: male chauvinist pig».
Τα Άνθη του Κακού» του Μπωντλαίρ και η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, το 1857, σηματοδότησαν την αρχή της σύγκρουσης της τέχνης με τους κήνσορες. Σύγκρουση που κορυφώθηκε, στην σύγχρονη εποχή, όταν η τέχνη έλαβε μέρος στην πορνογραφική μάχη.
«Για μια στιγμή έμεινε σιωπηλή με μάλλον λυπημένα χαμηλωμένα μάτια. Ήταν έτοιμη να απαντήσει, μα κάτι κράτησε τις λέξεις στη γλώσσα της. Η παρόρμηση την παρότρυνε να μιλήσει δυνατά˙ … Τα όμορφα χείλη σούφρωσαν προς στιγμήν, αλλά ύστερα κοίταξε ψηλά και ξέσπασε σε ένα χαρούμενο μικρό γέλιο που είχε μέσα του όλη τη φρεσκάδα ενός νεανικού Μαγιάτικου πρωινού.
…
Αισθάνθηκε το ζεστό κοκκίνισμα, ένα σήμα κινδύνου πάντοτε για την Γκέρτυ ΜακΝτόουελ, να κατακλύζει και να πυρώνει τα μάγουλά της. Μέχρι τότε είχαν ανταλλάξει μοναχά εντελώς τυχαία βλέμματα, μα … τα μάτια του έκαιγαν μέσα της σαν να την ερευνούσαν ολοκληρωτικά, σαν να διάβαζαν την ίδια της την ψυχή.
… Έβγαλε το καπέλο της, για λίγο, … και ομορφότερο, πιο ντελικάτο κεφάλι με καστανοκαφέ βοστρύχους δεν είχε ποτέ ιδωθεί σε ώμους κοριτσιού … η αναπνοή της πιάστηκε μόλις έπιασε την έκφραση των ματιών του. Την κοίταζε όπως ένα φίδι κοιτάει τη λεία του. …
Τα σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν πάνω της ξανά ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό της. Τα μάτια που ήταν καρφωμένα επάνω της έκαναν τους σφυγμούς της να τσούζουν. Του έριξε μια ματιά, στιγμιαία συναντώντας το βλέμμα του, και μια φλόγα άναψε μέσα της.
Έγειρε πίσω αρκετά για να βλέπει τα πυροτεχνήματα και έπιασε το γόνατό της με τα χέρια της … Και δεν υπήρχε κανείς να δει, μόνο αυτός κι αυτή, όταν αποκάλυψε μέχρι επάνω τα χαριτωμένα καλλίγραμμα πόδια της εύπλαστα τρυφερά και με αβρές καμπύλες, … και έγειρε πίσω ακόμη πιο πολύ …
Και αυτή είδε μια Ρωμαϊκή λαμπάδα να ανεβαίνει ψηλά, … ψηλά, ψηλά, …, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά, και αυτή αναγκάστηκε να γείρει πίσω περισσότερο και πιο πολύ για να το δει, ψηλά, πολύ ψηλά … και το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει με ένα θείο, μαγευτικό κοκκίνισμα από την ένταση του τανύσματος και αυτός μπορούσε να δει … και αυτή τον άφηνε να δει και είδε πως αυτός έβλεπε και … και αυτή έτρεμε σύγκορμη από το να τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω, που αυτός είχε πλήρη θέα μέχρι ψηλά πάνω από το γόνατό της, … κι αυτός που κοίταζε τόσο άσεμνα … και αυτός συνέχισε να κοιτάει, να κοιτάει.
Ευχαρίστως θα του είχε φωνάξει με κραυγή πνιγμένη, θα άπλωνε τα λεπτά λευκά σαν το χιόνι μπράτσα της προς αυτόν καλώντας τον κοντά της, να αισθανθεί, να αισθανθεί τα χείλη του …, την κραυγή του έρωτα ενός κοριτσιού, μια μικρή πνιχτή κραυγή, στραγγισμένη από μέσα της, εκείνη την κραυγή που έχει αντηχήσει στους αιώνες.»
Τα χείλη της Γκέρτυ μιλούν, μαζί με τα χείλη του αιδοίου της, τη δική τους γλώσσα, ή η γλώσσα της είναι αντικατοπτρισμός και σκέψη της σκέψης του αρσενικού για τη γυναικεία σεξουαλικότητα; Εικόνα της εικόνας του αρσενικού για τη γυναίκα;
Η γυναίκα Γκέρτυ στο βλέμμα και στη σκέψη του Μπλουμ, εμφανίζεται ως η γυναίκα που διαμορφώνεται μέσα στην πατριαρχική, ανδροκρατική, φαλλοκρατική, αντίληψη της κοινωνίας ακόμη και σήμερα, πόσο μάλλον στη εποχή που έζησε ο Τζόυς.
Η γλώσσα του βλέμματος του αρσενικού, σαρκώνεται στη γλώσσα του σώματος της Γκέρτυ, η οποία σπάζοντας, έστω και φαντασιακά, τα δεσμά, βιώνει και μιλάει απροφάσιστα, τη δική της επιθυμία, τη σεξουαλικότητα του θηλυκού. Δεν είναι τώρα καθρέφτης στον οποίο καθρεφτίζεται η αρσενική επιθυμία.
«Και τότε μια ρουκέτα ξεπετάχτηκε… και Ω! … ήταν σαν ένας αναστεναγμός
από Ω! Ω! σε έκσταση, και ξεχύθηκε ένας χείμαρρος βροχής … και αχ! ήταν … δροσερά αστέρια που έπεφταν … Ω, τόσο όμορφα, Ω, βελούδινα, γλυκά, βελούδινα! ύστερα όλα έλειωσαν σαν δροσοσταλίδες…»
Η Γκέρτυ βρίσκεται σε ερωτική έκσταση. Σε έκσταση οργασμού, όπως τον περιγράφει η Αγία Θηρεσία, στη δική της έκσταση:
[Οι εικόνες που ακολουθούν είναι από την γλυπτή σύνθεση: Η Έκσταση της Αγίας Θηρεσίας (1646), του Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι (Gian Lorenzo Bernini, στο παρεκκλήσι Κορνάρο, της εκκλησίας Σάντα Μαρία ντέλα Βιτόρια, στη Ρώμη.]
«Δίπλα μου στ’ αριστερά, στεκόταν ένας άγγελος σωματοποιημένος … δεν ήταν ψηλός αλλά κοντός και πολύ όμορφος˙ και το πρόσωπό του ήταν τόσο φλογισμένο, … φαινόταν να είναι ολόκληρος στη φωτιά… στο χέρι του είδα μια μεγάλη χρυσή λόγχη, και στη σιδερένια αιχμή της φαινόταν να είναι ένα σημείο φωτιάς. Την βύθισε μέσα στην καρδιά μου πολλές φορές και τρύπησε τα σωθικά μου. Όταν την τράβηξε έξω αισθάνθηκα ότι πήρε και τα σωθικά μου μαζί του και με άφησε τελείως εξουθενωμένη να καίγομαι από τον μεγάλο έρωτα του Θεού. Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που μ’ έκανε να βογκώ. Και όμως τόσο μεγάλη ήταν η γλύκα αυτού του υπερβολικού πόνου, που κανένας δε είναι δυνατόν να εύχεται να σταματήσει ούτε και κανενός η ψυχή ευχαριστιέται με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Αυτός δεν είναι σωματικός αλλά πνευματικός πόνος, αν και το σώμα έχει σημαντική συμμετοχή σ' αυτόν. Είναι ένα χάδι έρωτα τόσο γλυκό μεταξύ ψυχής και Θεού, που προσεύχομαι στην καλοσύνη του Θεού να δώσει αυτήν την εμπειρία σ’ αυτόν που σκέφτεται ότι λέω ψέματα.»
Τα μάτια κλειστά και τα χείλη μισάνοιχτα αφήνουν να ξεφύγει το βογγητό της ηδονής και της γλυκιάς οδύνης, μετά την κορύφωση της σωματοποιημένης στο λείο μάρμαρο θείας συνουσίας.
Ο λευκός χιτώνας αποκαλύπτει, παρά συγκαλύπτει, τον αδιόρατο σπασμό ηδονοδύνης που διατρέχει το σώμα καθώς βιώνει το ωκεάνιο συναίσθημα της της θείας συνουσίας.
Η γλώσσα του βλέμματος της Γκέρτυ, σαρκωμένη στη δική της σάρκα, μιλάει τη γλώσσα της δικής της επιθυμίας, της σεξουαλικότητας του δικού της σώματος.
«Αχ! Του έριξε μια ματιά καθώς έγειρε μπροστά γρήγορα, ένα σπαρακτικό μικρό βλέμμα αξιολύπητης διαμαρτυρίας, ντροπαλής επίπληξης κι αυτός κοκκίνισε σαν κορίτσι. Έγερνε πίσω, πάνω στον βράχο που ήταν πίσω του. Ο Λεοπόλδος Μπλουμ (για τι αυτός είναι) στεκόταν σιωπηλός, με χαμηλωμένο το κεφάλι μπροστά σε κείνα τα νεανικά αθώα μάτια.»
Ο Μπλουμ έχει προδώσει την Γκέρτυ! Έχει, κρυφά, αυτοϊκανοποιηθεί, κρυφοβλέποντας «τα άδυτα των αιδοίων» της, που του είχε προφέρει αφειδώλευτα.
«Σηκώθηκε. Ήταν το αντίο; Όχι. … Οι ψυχές τους συναντήθηκαν σε ένα τελευταίο παρατεταμένο βλέμμα και τα μάτια που έφτασαν στην καρδιά της, γεμάτα με μια παράξενη λάμψη, κρεμαστήκαν παγιδευμένα πάνω στο γλυκό σαν λουλούδι πρόσωπό της. Του χαμογέλασε αχνά, ένα γλυκό χαμόγελο συγχώρεσης, ένα χαμόγελο στο χείλος των δακρύων και ύστερα χωρίστηκαν.»
Τον αποχαιρετά γλυκά η Γκέρτυ, συγχωρώντας τον. Ίσως κι αυτή να ικανοποιήθηκε που η παρουσία του της έδωσε τη δύναμη και την ηδονή να διατρανώσει τον δικό της πόθο, να βιώσει τη δική της αυτεξούσια σεξουαλικότητα, στην φανταστική συνουσία.
Μόλλυ Μπλουμ: Η σεξουαλικά ακόρεστη και απελευθερωμένη, ώριμη γυναίκα.
Εάν η Γκέρτυ απλώς επιδεικνύει την σεξουαλικότητά της, η Μόλλυ βιώνει, απελευθερωμένη, τη δική της σεξουαλικότητα. Όχι μόνον απολαμβάνει το σεξ, αλλά αναγνωρίζει ότι είναι σεξουαλικό υποκείμενο, και το επιθυμεί, να είναι. Γνωρίζει ότι είναι επιθυμητή από τους άνδρες και ευχαριστιέται να είναι επιθυμητή.
Αναθυμάται μια σεξουαλική συνεύρεση που είχε νεαρή ακόμη κοπέλα με έναν εραστή της στο Γιβραλτάρ και την περιγράφει, μυώντας σε αυτήν το αναγνώστη.
«η Μάλτα ναι η θάλασσα και ο ουρανός … μου τα χάιδεψε απ’ έξω τους αρέσει να το κάνουν έτσι είναι η στρογγυλάδα έγερνα πάνω του η μπλούζα μου ανοιχτή… αυτός φόραγε ένα σα διάφανο πουκάμισο μπορούσα να δω το στήθος του ροδαλό θέλησε ν’ αγγίξει το δικό μου με το δικό του για μια στιγμή αλλά δεν το άφηνα … από φόβο, ποτέ δεν ξέρεις φυματίωση ή να με αφήσει με κανένα παιδί εμπαραζανδα. Αυτή η γριά υπηρέτρια η Ινες μου είπε ότι ακόμη και μια σταγόνα να πάει μέσα σου ύστερα που δοκίμασα με τη μπανάνα … φοβήθηκα μη σπάσει και χαθεί μέσα μου κάπου ναι γιατί μια φορά εβγαλαν κάτι από μέσα από μια γυναίκα που ήταν εκεί για χρόνια σκεπασμένο με ασβέστη»
Τους ξέρει καλά τους άνδρες η Μόλλυ. Ο νους τους, πίσω από τα ερωτόλογα της αγάπης, είναι πάντα εκεί. και βιάζονται να ικανοποιηθούν, εγωιστικά, κατατρυχόμενοι από ένα σύμπλεγμα επιστροφής στη μητρική μήτρα (οιδιπόδειο), μη μπορώντας να «πάνε αρκετά βαθιά», να γνωρίσουν την επιθυμία του θηλυκού. Αδιαφορούν για την ικανοποίηση του θηλυκού, θεωρώντας το παθητικό δέκτη της δικής του επιθυμίας.
«τρελαίνονται να μπούν εκεί απ’ όπου βγήκαν θα πίστευες ότι ποτέ δε θα μπορούσαν να πάνε αρκετά βαθειά και τότε τελειώνουν μαζύ σου μέχρι την επόμενη φορά ναι γιατί υπάρχει μια θαυμάσια αίσθηση εκεί πάντα …»
Όμως η Μόλλυ, διεκδικεί και παίρνει στα χέρια της, ενεργητικά, την δική της σεξουαλική επιθυμία, με τα «πονηριά» του θηλυκού «ίσως», που είναι «ναι και όχι». Ηδονίζεται από την ηδονοδύνη που προκαλεί στο ερεθισμένο αρσενικό, η παράταση του «ναι και όχι» Η σκόπιμη αναποφασιστικότητα.
«Ω ναι τον τράβηξα έξω πάνω στο μαντήλι μου κάνοντας πως δεν είμαι ερεθισμένη αλλά άνοιξα τα πόδια μου δεν θα τον άφηνα να μ αγγίξει κάτω απ το μισοφόρι μου… τον καταβασάνισα»
Ηδονίζεται, με τον φαλλό σε στύση και τα «βογγητά» του ερεθισμένου αρσενικού, που περιμένει το «ναι» της ολοκλήρωσης, που καθυστερεί, και το δηλώνει: «μου άρεσε να ξεσηκώνω εκείνον τον σκύλο. Μου άρεσε έτσι που βογκούσε»
Περιγράφει, χωρίς αναστολές, ερεθισμένη ηδονικά και η ίδια, την ανδρική «φύση», ενώ το αρσενικό, αμήχανο, σεξουαλικό αντικείμενο τώρα, για τη γυναίκα, την οποία έχει καταγράψει στο μυαλό του ως δικό του παθητικό αντικείμενο της δικής του σεξουαλικότητας, υφίσταται, ερεθισμένος και αμήχανος, και «αναψοκοκκινίζει», βλέποντας τη γυναίκα να τον χειρίζεται ως αντικείμενο ηδονής.
« ... όπως εκείνο το πρωί που τον έκανα να αναψοκοκινίσει λίγο όταν ανέβηκα πάνω του … όταν τον ξεκούμπωσα και του τόβγαλα έξω και του τράβηξα το πετσάκι είχε κάτι σαν μάτι πάνω του …»
Ξαναθυμάται έναν άλλον εραστή της.
«αγαπημένη Μόλλυ με φώναζε ποιο ήταν τ’ όνομά του Τζακ Τζοε Χαρυ Μάλβυ ήταν ναι νομίζω υπολοχαγός ήταν μάλλον ξανθός είχε ένα είδος γελαστής φωνής … Κύριε είναι σαν χτες για μένα»
«Νομίζω», «μάλλον» «μ’ ένα είδος γελαστή φωνής» Οι λέξεις φανερώνουν
αβεβαιότητα. Έχει περάσει πολύς καιρός, παρόλο που γι’ αυτήν «είναι σαν χτές». Σκέφτεται, όχι τον ίδιον, αλλά το «τάπωμα», έστω κι’ αν θα διέπραττε, μοιχεία.
«και αν ήμουν παντρεμένη πάλι θα μου το έκανε … ναι ειλικρινά θα τον άφηνα να με ταπώσει … Όμως έχει περάσει καιρός, ίσως έχει αλλάξει τελείως. ίσως έχει παντρευτεί κάποιο κορίτσι στο Μπλακ Γουότερ και έχει αλλάξει τελείως»
Τους ξέρει καλά η Μόλλυ τους άντρες. «όλοι αλλάζουν δεν έχουν το
τον χαρακτήρα μιας γυναίκας» Τον χαρακτήρα μιας γυναίκας, μιας γυναίκας σαν την Μολυ, έκδοτη στην σεξουαλική ηδονή, σεξουαλική ξελογιάστρα (όλες οι γυναίκες είναι σαν αυτή;), δοθείσης ευκαιρίας, μη υπολογίζοντας μικροαστικές συμβάσεις:
«αυτή δεν ξέρει τι έκανα με τον πολυαγαπημένο της σύζυγο πριν καν αυτός την ονειρευτεί μέρα μεσημέρι επίσης μπροστά σε όλον τον κόσμο μπορεί να πεις»
Ξαναγυρίζει τώρα στη μοναξιά που νιώθει η γυναίκα ως παθητικό αντικείμενο, εργαλείο για την αποκλειστική εγωιστική σεξουαλική ικανοποίηση του άνδρα, που υποκρίνεται ότι της αρέσει μέχρι να ικανοποιηθεί αυτός. «προσπαθώντας να με κάνει μια πουτάνα πράγμα που δεν θα καταφέρι»
Η Μόλλυ δεν είναι πόρνη. Δεν εκδίδεται. Δίνεται στους εραστές της απολαμβάνοντας το σεξ όσο και οι ίδιοι. Μεικές φορές όμως μένει ανικανοποίητη, αφού το εγωιστικό αρσενικό φροντίζει μόνο για τη δική του ικανοποίηση.
«ρήμαγμα για κάθε γυναίκα και καμιά ικανοποίηση σ’ αυτό να καμώνεται ότι της αρέσει μέχρι που να χύσει αυτός και μετά εγώ να τελειώνω μόνη μου όπως-όπως»
Στο τέλος, η ερωτική συνεύρεση, μέσα στην φθορά του πολυκαιρισμένου γάμου, γίνεται μια συνήθεια, μια υποχρέωση, που εκτελείται μηχανικά.
«τέλος πάντων τελείωσε τώρα μια για πάντα κι ας λέει ο κόσμος γι αυτό είναι μόνο η πρώτη φορά μετά είναι απλά μια συνήθεια και δεν το σκέφτονται άλλο πια»
Αναρωτιέται η Μόλλυ, γιατί μια γυναίκα πρέπει να παντρευτεί, για να νιώσει το ηδονικό σκίρτημα παντού, σε όλο της το κορμί, που το ζητά άγρια και δεν μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμά του, που σχεδόν την παραλύει. Γιατί πρέπει μια γυναίκα να παντρευτεί πρώτα για να νοιώσει το παθιασμένο ερωτικό φιλί μέχρι τα φυλλοκάρδια της;
«γιατί δε μπορείς να φιλήσεις έναν άντρα χωρίς να πρώτα να πας να τον παντρευτείς μερικές φορές το ζητά άγρια όταν αισθάνεσαι έτσι τόσο όμορφα παντού σ’ όλο σου το κορμί δεν μπορείς ν αντισταθείς επιθυμώ κάποιον άντρα ή άλλον να μ’ έπαιρνε κάποια φορά όταν είναι εκεί και να με φιλούσε μέσα στην αγκαλιά του τίποτα δεν είναι σαν ένα φιλί μεγάλο και ζεστό μέχρι τα φυλλοκάρδια σου σχεδόν σε παραλύει»
Ακόμα και στην εξομολόγηση ο παπάς την βλέπει σαν σεξουαλικό αντικείμενο αμαρτωλής γυναίκας.
«ύστερα σιχαίνομαι αυτή την εξομολόγηση όταν πήγαινα στον πατέρα Κόριγκαν με άγγιξε πάτερ και τι έβλαφτε αν το’κανε» Ο εξομολόγος συνεχίζει, και της ζητά να γίνει πιο συγκεκριμένη. «που» Η Μόλλυ απαντά αόριστα: «και έλεγα στην όχθη του καναλιού σαν χαζή»
Όμως ο εξομολόγος επιμένει: «αλλά πού περίπου στο σώμα σου τέκνον μου στο μηρό πίσω ψηλά ήταν» Κι η Μόλλυ γίνεται αορίστως πιο συγκεκριμένη: «ναι μάλλον ψηλά ήταν εκεί που κάθεσαι ναι»
Στο τέλος, δεν αντέχει την υποκρισία του παπά και, στη σκέψη της, του
απαντά με την «απρεπή» λέξη:
«Ω Κύριε δε μπορούσε να πει κατ’ ευθείαν κώλος και να έχει τελειώσει μ αυτό, τι σχέση έχει αυτό»
Ο Παπάς φαίνεται ότι επιμένει ν’ ακούσει συγκεκριμένη λέξη: «εσύ» ρωτάει πάλι ο παπάς, εννοώντας αν το έκανε «αυτό», που ξεχνάει η Μόλλυ πως το έλεγε «ξεχνάω πως το’λεγε» και απαντά: «όχι πάτερ» Και συνεχίζει:
«και πάντοτε σκέφτομαι τι στ’ αληθεία θέλει να ξέρει ο πραγματικός πατέρας όταν κιόλας το έχω εξομολογηθεί στον Θεό»
Η σκέψη ξαναγυρνάει στο ιερέα εξομολόγο. Περιγράφει συγκεκριμένα του χαρακτηριστικά:
«είχε ένα όμορφο παχουλό χέρι η παλάμη υγρή πάντοτε δεν θα μ’ ένοιαζε να την ένοιωθα ούτε κι αυτόν θα έλεγα με τον βοιδόσβερκο του στη αλογολαιμαριά του »
Φαντασιώνεται ερωτική σχέση με έναν ρασοφόρο:
«θα ήθελα να μ’ αγκαλιάσει κάποιος ντυμένος τα ράσα του και η μυρωδιά του λιβανιού να αναδύεται απ’ αυτόν»
Μια σεξουαλική σχέση μιας παντρεμένης με έναν παππά θα έμενε καλά κρυμμένη, γιατί αυτός θα ενδιαφερόταν να προφυλάξει την φήμη του, ως ιερέας.
«εξ άλλου δεν υπάρχει κίνδυνος με έναν παπά άμα είσαι παντρεμένη αυτός είναι τόσο προσεκτικός για πάρτι του» Στο κάτω-κάτω ο παπάς, (είναι καθολικός), θα εξιλεωθεί αγοράζοντας συχωροχάρτι από τον Πάπα. «μετά δίνει κάτι στην αυτού αγιότητα τον πάπα για εξιλέωση»
Άρεσε στη Μόλλυ η συνομιλία με τον εξομολόγο της, της άρεσε. Σ’ αυτόν;
«αναρωτιέμαι αν ευχαριστήθηκε μαζί μου». Όμως «ένα πράγμα που δε μ’ άρεσε η παλαμιά στα πισινά όταν έφευγε με τόση οικειότητα στο χολ»
Η εξομολόγηση είχε τελειώσει. ότι έγινε, έγινε. Τώρα, πάλι, η Μόλλυ ήταν μια εξομολογούμενη, η οποία τελείωσε τη δουλεία της, κι αυτός ήταν ο εξομολόγος της, που τελείωσε τη δική του δουλειά. Ήταν πάλι δυο ξένοι. Να λείπουν οι οικειότητες, πάτερ. «παρόλο που γέλασα δεν είμαι άλογο ή γαϊδάρα»
Όμως τα σεξουαλικά υπονοούμενα του παπά ξύπνησαν άλλες σεξουαλικές συνευρέσεις. Και τις περιγράφει ζωντανά θαυμάζοντας και απολαμβάνοντας την θέα του ζωώδους ανδρισμού.
«πρέπει να είχε χύσει 3 ή 4 φορές μ αυτό το τρομερό μεγάλο κόκκινο κτηνώδες πράμα που έχει … νόμισα πως η φλέβα ή ότι διάβολο το λένε θα έσπαγε»
Η ίδια, η Μόλλυ, η ξελογιάστρα, προετοιμάζεται να τον απολαύσει, ασκώντας τη σαγήνη του γυμνού θηλυκού σώματος, πάνω στο αρσενικό. Θέλει να δει να (ξε)σηκώνεται ο ανδρισμός του, που κι αυτήν την ξεσηκώνει.
«αφού έβγαλα όλα μου τα ρούχα με κατεβασμένα τα ρολά μετά από ώρες ντυσίματος και αρωματίσματος και χτενίσματος»
Και να, το ποθούμενο, συμβαίνει:
«αυτό σαν σίδερο ή σαν κάποιο χοντρό λοστάρι όρθιο όλη την ώρα πρέπει να είχε φάει στρείδια νομίζω μερικές δωδεκάδες.»
Είχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες στη ζωή της η Μόλλυ, μα τόσο «μεγάλη» ποτέ.
«όχι ποτέ σε όλη μου τη ζωή δεν αισθάνθηκα κάποιον να την έχει τόσο μεγάλη που να σε κάνει να αισθάνεσαι γεμάτη ως πάνω»
Η γυναίκα, Μόλλυ, η γεμάτη ως πάνω κι η απύθμενη.
Όμως όλες αυτές οι εμπειρίες της έμαθαν πως το μόνο που θέλουν τα αρσενικά, όλο κι όλο είναι:
«να τη χώνουν μέσα σου γιατί αυτό είναι όλο κι όλο που θέλουν από σένα με κείνο το αποφασιστικό ακόλαστο βλέμμα στο μάτι»
Ξαπλωμένη ανάσκελα η γυναίκα, αντικείμενο σεξουαλικής ικανοποίησης του αρσενικού, χρησιμοποιείται για την δική του ικανοποίηση και μόνο.:
«ωραία εφεύρεση έχουν βρει για τις γυναίκες γι αυτόν να έχει όλη την ευχαρίστηση αλλά αν κάποιος τους άγγιζε τους ίδιους μ αυτό θα καταλάβαιναν. Να ορμά καταπάνω μου έτσι όλη την ώρα, Πάντα να είσαι υποχρεωμένη να ξαπλώνεις ανάσκελα γι αυτούς. καλύτερα να μου τον βάζει από πίσω, όπως το κάνουν τα σκυλιά.»
Η σκέψη αυτή την ξεσηκώνει. Όχι, δεν θα ικανοποιείται μόνο αυτός. Κι αυτή προσδοκά την σεξουαλική ηδονή και φθάνει στα άκρα:
«μακάρι να ήταν εδώ αυτός ή κάποιος άλλος να αφεθώ μαζί του και να ξαναχύσω όπως καίγομαι μέσα μου ή θα μπορούσα να το ονειρευτώ όταν με έκανε να χύσω δεύτερη φορά γαργαλώντας με από πίσω με το δάχτυλό του έχυνα για 5 λεπτά περίπου με τα ποδιά μου γύρω του Ω Κύριε ηθελα να τα ξεστομίσω γάμα ή σκατά ή οτιδήποτε»
Η Μόλλυ, βρίσκεται σε σεξουαλική διέγερση, και παραδίδεται, χωρίς
αντίσταση, εθελουσίως, στον εισβολέα, που δεν αφήνει αλώβητη καμιά είσοδο. Κι έτσι, παραδομένη, έρμαιο της ανείπωτης σεξουαλικής ηδονής, δεν μπορεί να περιμένει, ώσπου να την ξανανιώσει:
«το ακόρεστο χτήνος Πέμπτη Παρασκευή μία, Σάββατο δύο, Κυριακή τρεις. Ω Κύριε δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τη Δευτέρα»
Της αρέσει να σκανδαλίζει, να σαγηνεύει το αρσενικό, στοχεύοντας στη σεξουαλική του διέγερση:
«θα φορέσω το καλύτερό μου μεσοφόρι και την καλύτερή μου κυλότα άστον να έχει μια χορταστική ματιά σ’ αυτό για να κάνει το πράμα του να σηκωθεί»
Ερεθισμένη σεξουαλικά και η ίδια, θα του το πει, του Μπλουμ, του συζύγου της, θα του το πει, όταν γυρίσει το βράδυ, να ξαπλώσει πάνω στα κηλιδωμένα σεντόνια και στη γούβα που άφησε το σώμα του εραστή της Μπόυλαν. Ο Μπλουμ, γνωρίζει ότι ο Μπόυλανθα την επισκεφθεί κατά τις 4 το απόγευμα, κι αυτή, θα του το πει του Μπλουμ, θα του περιγράψει με ζωντανές, προκλητικές λέξεις την ευωχία της, την βακχεία, με το εραστή της:
«θα του το πω αν αυτό είναι που ήθελε ότι η γυναίκα του γαμήθηκε ναι και πολύ καλά γαμήθηκε επίσης μέχρι το λαρύγγι μου σχεδόν όχι από αυτόν 5 ή 6 φορές διαδοχικά να τα σημάδια από το χύσιμό του πάνω στα καθαρά σεντόνια»
Φαντασιώνεται να ξαναζήσει την ίδια ευωχία με τον Μπλουμ:
«εκτός κι αν τον έβαζα να σταθεί εκεί και να τον βάλω μέσα μου. Σκέφτομαι να του πω κάθε λεπτομέρεια και να τον κάνω να το κάνει μπροστά μου έτσι του αξίζει είναι όλο δικό του το λάθος αν είμαι μοιχαλίδα όπως ο τύπος στη γαλαρία είπε… Ω, πολύς λόγος γι αυτό, αν αυτό είναι όλο το κακό που κάναμε σε αυτήν την κοιλάδα των δακρύων, ο Θεός ξέρει πως δεν είναι σπουδαίο…. υποθέτω πως αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει η γυναίκα διαφορετικά Αυτός δεν θα μας είχε κάνει έτσι που μας έκανε, τόσο ελκυστικές για τους άντρες»
Εν τέλει, μάλλον είναι «θέλημα Θεού» αυτό. Η χαρά, η ηδονή του καθαρού σεξ για την απόλαυση του σεξ. Στο κάτω κάτω, ποιος έβαλε το φίδι στον Παράδεισο;
« Όλοι (και όλες) δεν το κάνουν μόνο που το κρύβουν», σκέφτεται η
Μόλλυ, και οι περισσότερες παριστάνουν την Οσία Μαγδαληνή, «από την οποία (Εκείνος) έβγαλε εφτά δαιμόνια: αφ’ ης εκβεβλήκει επτα δαιμόνια» Δεν το λέει αυτό η Μόλλυ. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος το αποκαλύπτει στο Ευαγγέλιό του (ιστ: 9)
Η φωνή της σάρκας, φωνάζει, πως γι’ «αυτό» πλάστηκε η γυναίκα. Η Μόλλυ σ’ αυτόν τον τομέα δεν φαίνεται καθόλου φεμινίστρια. Ή, μάλλον, είναι απροφάσιστα, απροσχημάτιστα, πραγματική γυναίκα-φεμινίστρια (femina: λατιν. γυναίκα), που αναγνωρίζει, απολαμβάνει και διακηρύσσει τη σεξουαλικότητάς της.
Οι «κλασικές φεμινίστριες» θα την αποκαλούσαν, ίσως, «θηλυκό σωβινιστικό γουρούνι: female chauvinist pig», όπως και τον Τζόυς, σ’ αυτό το σημείο, θα τον αποκαλούσαν «αρσενικό σωβινιστικό γουρούνι: male chauvinist pig»
Συνεχίζει, Μόλλυ, τη σεξουαλική της φαντασίωση και βακχεία και την περιγράφει όπως την νιώθει, εκείνη τη στιγμή, που «βακχέυεται». Προσφέρει, για σεξουαλική ευχαρίστηση και ηδονή, τα σεβαστά, τα αιδοία της, «τα απόρρητα και ου φωνητά» Και τα προφέρει, ονομάζοντάς τα με το πραγματικό τους όνομα, χωρίς «κομψευριπιδικές» σμνοτυφίες:
«ύστερα αν θέλει να φιλήσει τον κώλο μου θα ανοίξω τραβώντας την κυλότα μου και θα του τον τουρλώσω κατ ευθείαν στη μούρη του τόσο μεγάλο … μπορεί να χώσει μέσα τη γλώσσα του 7 μίλια ψηλά στην τρύπα μου θα τον αφήσω να χύσει επάνω μου από πίσω με την προϋπόθεση ότι δεν θα λερώσει τη καλή μου κυλόττα ... θα σφίξω τον κώλο μου καλά και θα πω μερικά βρωμόλογα, μύρισε κώλο ή γλείψε την κωλοτρυπίδα μου ή το πρώτο τρελό πράγμα που μού κατεβαίνει στο κεφάλι …»
Η Μόλλυ, απολαμβάνει το σεξ, όχι ως παθητικό σεξουαλικό αντικείμενο, αλλά ενεργητικά, προκαλώντας και διεγείροντας το αρσενικό, διεγειρόμενη και η ίδια από την περιγραφή της. Αυτή είναι η φύση:
«Επουράνιε Θεέ, δεν υπάρχει τίποτα σαν τη φύση τα άγρια βουνά ύστερα η θάλασσα και τα κύματα να ορμούν, ύστερα η όμορφη εξοχή με τα χωράφια της βρόμης και του σιταριού και όλα τα είδη των πραγμάτων … που θα έκαναν καλό στην καρδιά σου να βλέπει ποτάμια και λίμνες και λουλούδια όλων των ειδών σχημάτων και μυρωδιών και χρωμάτων να ξεφυτρώνουν ακόμη και από τάφρους, πασχαλούδες και βιολέτες, αυτό είναι η φύση»
Αυτό είναι ο Θεός. Όσο γι’ αυτούς που λένε δεν υπάρχει Θεός:
«θα αψηφούσα με περιφρόνηση όλη τους τη μόρφωση … οι αθεϊστές ή όπως αλλιώς αυτοαποκαλούνται, να πάνε πρώτα και να καθαρίσουν το πουρί από πάνω τους πρώτα κι ύστερα να πάνε κλαίγοντας γοερά στον παπά όταν πεθαίνουν … επειδή φοβούνται την κόλαση λόγω της ένοχης συνείδησής τους, αχ, ναι τους ξέρω καλά, ποιος ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος, που έφτιαξε αυτό όλο; ποιος; αχ αυτό δεν το ξέρουν αυτοί ούτε εγώ.
Ξαναγυρίζει στο παλερθόν, πάλι ελθόν, παρελθόν, που ξαναγίνεται παρόν:
«16 χρόνια πριν Θεέ μου μετά από εκείνο το παρατεταμένο φιλί σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα, ναι, αυτός είπε ότι ήμουν ένα λουλούδι του βουνού, ναι, όλες μας είμαστε λουλούδια. Το κορμί της γυναίκας ναι … γι αυτό μου άρεσε επειδή είδα πως καταλάβαινε ή ένιωθε τι είναι μια γυναίκα και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα»
Τώρα, χορτασμένη, θα βγει έξω, και θ’ αφήσει το ξέπνοο αρσενικό να αναρωτιέται, εάν θα πάει για αναζήτηση του εραστή της, πράγμα που θα τον κάνει να την επιθυμήσει και πάλι:
«ύστερα θα σκουπίσω από πάνω μου μηχανικά τα υπολείμματά του, κατόπιν θα βγω έξω, αφήνοντάς τον να ατενίζει τ