του Σπύρου Αλεξίου
Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων αλλά και γιατί ζούμε σε εποχές που στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί το δόγμα «πρώτα πυροβολείς και μετά ρωτάς»: Το τελευταίο σημείωμα, η ταινία του Παντελή Βούλγαρη που ήδη είναι στις κινηματογραφικές αίθουσες είναι μια πολύ καλή ταινία.
Μια ταινία που, φυσικά, αξίζει να τη δει κανείς αλλά και θα είναι σημαντικό να τη δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι και, κυρίως, νέοι.
Πόσο μάλλον, λίγους μήνες μετά την άθλια προσπάθεια της ΕΕ και των φερέφωνών της να ταυτίσουν το κομμουνιστικό όραμα με τους Ναζί!
H δημιουργία της, η εντυπωσιακή υποδοχή και οι συζητήσεις που προκάλεσε, πάνω από όλα δείχνουν πως ένα κορυφαίο σημείο αναφοράς της ιστορίας του αριστερού, κομμουνιστικού κινήματος, όπως η εκτέλεση των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944, παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη, εμπνέει και σήμερα συνειδήσεις αλλά και σημαντικά έργα τέχνης.
Μας επιτρέπει να νοιώθουμε ότι ερχόμαστε από μακριά και πάμε πολύ μακριά.
Την ίδια στιγμή τα «κατορθώματα» των δωσίλογων το πιο ψηλό σημείο που έφτασαν ήταν να εμπνεύσουν «καλλιτεχνικά» έργα επιπέδου Τζέιμς Πάρις ή Γκατζογιάννη! Δηλαδή αισθητικό βούρκο και πολιτιστική λάσπη...
Στη συζήτηση που έχει ανοίξει υπάρχουν – πέρα από τα κολακευτικά σχόλια – και φωνές που στέκονται κριτικά.
Προφανώς και δεν θα μολύνουμε τον χώρο μιας ιστοσελίδας που έχει αναφορά στο ομορφότερο όραμα που γέννησε η ανθρώπινη νόηση με «κριτικές» από τον χώρο των πολιτικών απογόνων των δωσίλογων. Λογικό είναι να ενοχλούνται από την ιστορική μνήμη.
Εκτιμούμε ως ανάξια λόγου και μια κριτική από έναν ...απροσδιόριστο πια πολιτικό χώρο, φυσικά με άμεση υλική σχέση τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και με την ΕΕ, προερχόμενο από την αυτοαποκαλούμενη κάποτε «ανανεωτική» Αριστερά που αντιμετωπίζει την ταινία ως άλλο ένα «μνημόσυνο», συνέχεια της «νεκροφιλίας της Αριστεράς» και του «διδακτισμού» της. Ανάξια λόγου κριτική που το μόνο το οποίο εκφράζει είναι τις ενοχές των φορέων της για την πλήρη υποταγή στο σύστημα.
Επίσης, μια απεγνωσμένη προσπάθεια να παραμείνουν χρήσιμοι σε αυτό ως «αιρετικοί» της Αριστεράς από τη σκοπιά μιας, δήθεν, «μεταμοντέρνας» προσέγγισης.
Η «μικρή» λεπτομέρεια
Η συζήτηση που αξίζει να κάνουμε αφορά μια λεπτομέρεια. Μια μικρή(;) λεπτομέρεια που όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Ήδη έχει σχολιαστεί ιδιαίτερα το γεγονός πως ενώ οι πάντες γνωρίζουν πως το σύνολο των 200 ηρώων ανήκε στην κομμουνιστική Αριστερά, γεγονός που διαπερνά όλη την ταινία, στην κορύφωση υπάρχει μια ιστορική λαθροχειρία: Στη διαταγή της γερμανικής διοίκησης (ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε στον τύπο και φυσικά υπάρχει παντού) έχει αντικατασταθεί η λέξη «κομμουνιστές» από τη λέξη «Έλληνες».
Μια δεύτερη λαθροχειρία αφορά την πορεία προς την εκτέλεση. Είναι γνωστό ότι οι 200 τραγουδούσαν τόσο τον Εθνικό Ύμνο όσο και τον ύμνο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο δεύτερος λείπει από την ταινία. Αυτή είναι η αφορμή της συζήτησης.
Αξίζει λοιπόν τόση συζήτηση; Αφού η ταινία παρουσιάζει την ιδεολογική ταυτότητα των εκτελεσμένων, γιατί τόση φασαρία;
Η υπεύθυνη του σεναρίου Ιωάννα Καρυστιάνη δήλωσε πως πρόκειται για ταινία που εμπνέεται από την ιστορική αλήθεια και όχι ιστορικό ντοκιμαντέρ με έμφαση στις λεπτομέρειες. Από την άλλη πλευρά όμως γεννιούνται απλά αλλά και καίρια ερωτήματα:
Αφού εμπνέεται από την ιστορική αλήθεια είναι δυνατόν οι όποιες παρατυπίες να αφορούν την κορυφαία στιγμή;
Προφανώς υπάρχει το στοιχείο της ελεύθερης διασκευής αλλά δικαιολογείται παραποίηση κειμένου – ιστορικού ντοκουμέντου;
Κι αν θεωρείται ασήμαντο, γιατί επιλέχτηκε ν αλλάξει; Και τελικά είναι ασήμαντη λεπτομέρεια το ιδεολογικό κριτήριο με το οποίο επιλέχτηκε ο Σουκατζίδης και οι υπόλοιποι κομμουνιστές;
Γιατί γι αυτό εκτελέστηκαν, επειδή ήταν κομμουνιστές.
«Μην στέκεστε στη λεπτομέρεια», «υπερβολική ευαισθησία», «μεμψιμοιρία», λένε πολλοί. Μπορεί, οι αιτιάσεις όμως αυτές δεν θα χρειάζονταν αν υπήρχε μια πειστική απάντηση στο πολύ απλό ...
«Γιατί;». Και φυσικά, το «γιατί» αυτό γίνεται πιο έντονο καθώς μαζεύονται πολλές συμπτώσεις και όλες στην ίδια κατεύθυνση που δικαιολογημένα προκαλούν αντιδράσεις και καχυποψία.
Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Ο Μπελογιάννης, ο Πλαστήρας και οι εκλογές του '81
Το 1980 η Ελλάδα φλέγεται, το κίνημα φουντώνει, παραμονές εκλογών. Στις κινηματογραφικές αίθουσες ''O άνθρωπος με το γαρύφαλλο'', η ταινία του Νίκου Τζήμα με θέμα την ιστορία του Μπελογιάννη προκαλεί σεισμό, και εισπρακτικό, καθώς ξεπερνά τα 700.000 εισιτήρια (επίσημα στις αίθουσες), αλλά και πολιτικό.
Για συναισθηματικό δεν το συζητάμε, αυτό που γινόταν στις αίθουσες ήταν ανεπανάληπτο. Η ταινία, στην οποία συμμετέχουν οι κορυφαίοι ηθοποιοί (πολλοί αφιλοκερδώς, όντας αριστεροί ) «ντύνεται» με την συγκλονιστική μουσική του Θεοδωράκη και σημαδεύει καταλυτικά την ιστορική στιγμή.
Παρουσιάζει τη χώρα όπως ήταν, δηλαδή προτεκτοράτο των Αμερικάνων, τη Δεξιά όπως ήταν, παράταξη ξενόδουλων δωσίλογων και μαυραγοριτών, εσμό αδίστακτων καθαρμάτων.
Η Αριστερά, το ΚΚΕ εμφανίζονται ως παράταξη του αγώνα και της θυσίας αλλά και των λαθών, της ήττας και της εσωτερικής ανθρωποφαγίας. Κανείς δεν θα μπορούσε να πει πως στερείται αλήθειας αυτή η οπτική. Σε τελική ανάλυση είναι δικαίωμα του δημιουργού.
Η παραφωνία εντοπίζεται, και εδώ, σε μια λεπτομέρεια (;): όταν εκτελείται ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του δεν είναι –τυπικά – στην εξουσία η Δεξιά, πρωθυπουργός είναι ο Πλαστήρας!
Ο «προοδευτικός», «κεντρώος» Πλαστήρας, αυτός που η ξεροκέφαλη Αριστερά δεν κατανοούσε την «προοδευτικότητά» του. Στην ταινία ο Πλαστήρας εμφανίζεται ως ένας συμπαθητικός, ασθενής ηλικιωμένος άνθρωπος (με τη μυθική μορφή μάλιστα του Μάνου Κατράκη) που ουσιαστικά «δεν ξέρει τίποτα για τον φόνο», απλά «προεδρεύει», δεν θέλει τις εκτελέσεις αλλά να.... «δεν τον αφήνουν οι Αμερικάνοι και τα λάθη του ΚΚΕ».
Τα καθάρματα της Δεξιάς από τη μια, η ηρωική αλλά ανίκανη και στενόμυαλη Αριστερά που τρώει τα παιδιά της από την άλλη και μια «προοδευτική» παράταξη που θέλει μια άλλη, δημοκρατική Ελλάδα, θέλει ...Αλλαγή!
Είμαστε στα τέλη του 1980, λίγους μήνες πριν τις εκλογές που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ένα ΠΑΣΟΚ που φρόντιζε πάντα, παραμονές όλων των μετέπειτα εκλογικών μαχών να παίζει ξανά και ξανά η ΕΡΤ την ταινία ώστε ο λαός να «μην ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» αλλά και πόσο «λάθος» είναι η Αριστερά!
Θα μπορούσε να πει κανείς κι εδώ, ταινία –μύθος και σεις στέκεστε στην λεπτομέρεια, στην «μικρή» παραφωνία;
Η ζωή είναι ωραία... και δεν χρειάζεται ψέματα!
Το 1997 ο πλανήτης θα κλάψει και θα γελάσει και θα αποθεώσει τον μεγάλο Ιταλό «παλιάτσο», τον Ρομπέρτο Μπενίνι. Η ταινία του ''Η ζωή είναι ωραία'' σαρώνει στις Κάννες, σαρώνει τα Όσκαρ.
Ο τίτλος δανεισμένος από φράση του Λέοντα Τρότσκι όταν εξόριστος στο Μεξικό, γνωρίζοντας ότι θα σκοτωθεί είδε τη σύζυγό του στον κήπο και έγραψε ότι «η ζωή είναι ωραία».
Η μουσική του Νικόλα Πιοβάνι μαγική. Ενστάσεις για τον ιδεολογικό προσανατολισμό της ταινίας υπήρξαν αρκετές, η μορφή «αντίστασης» στη ναζιστική πανούκλα που προβάλλει συζητήσιμη, ο Γκοντάρ στις Κάννες θα είναι καυστικός. Ο ιδεολογικός προσανατολισμός όμως δικαίωμα του καλλιτέχνη, κρίνεται από το κοινό.
Η παραφωνία εντοπίζεται, και δω, σε μια λεπτομέρεια(;): Το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι –εμφανώς – το Άουσβιτς το οποίο, στις τελευταίες σκηνές της ταινίας, απελευθερώνεται από ...αμερικανικά στρατεύματα!
Ουδείς φυσικά αμφισβήτησε ποτέ την ιστορική αλήθεια. Το Άουσβιτς απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό! Μετά τον θόρυβο επιχειρήθηκε να «αλλάξει» το στρατόπεδο, πολλά μέσα μίλησαν για το Μπέργκεν – Μπέλζεν κάνοντας χειρότερα τα πράγματα αφού αυτό απελευθερώθηκε από τους Άγγλους και όχι από τους Αμερικάνους ενώ υπήρχαν και 18.000 σοβιετικοί αιχμάλωτοι που δεν υφίστανται όμως στην ταινία! Θα μπορούσε να πει κανείς κι εδώ, ταινία –μύθος και σεις στέκεστε στην λεπτομέρεια, στην «μικρή» παραφωνία;
Πολλές «μικρές» παραφωνίες μαζεύονται
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Δεν αναφερόμαστε προφανώς σε χοντροκομμένες διαστρεβλώσεις της ιστορίας στην οποία επιδίδονται τα - χρηματοδοτούμενα από το αμερικάνικο Πεντάγωνο- στούντιο του Χόλυγουντ.
Μιλάμε για καλλιτεχνικά έργα με προοδευτικό προσανατολισμό που όμως έχουν αυτές τις «μικρές» παραφωνίες με έναν κοινό παρανομαστή: Την αποσιώπηση ή και διαστρέβλωση του ρόλου και της παρουσίας των κομμουνιστών.
Ρόλος και παρουσία που – ανεξάρτητα από λάθη ή αποτυχίες –είναι συνυφασμένος με τις μεγαλύτερες στιγμές της κοινωνικής εξέλιξης τα τελευταία 150 χρόνια, είναι πίσω από κάθε μικρή ή μεγάλη κατάκτηση των λαών.
Και δεν είναι θέμα καχυποψίας ή συνωμοσιολογίας, το ερώτημα είναι ξεκάθαρο και αναπάντητο: Αφού είναι μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες τότε γιατί παραποιούνται;
Και, ας το πούμε ευθέως: Είναι τελικά μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια ο Πρωθυπουργός της εκτέλεσης του Μπελογιάννη; Είναι μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια η επίσημη διαταγή της Κομαντατούρ που προσδιόριζε σαφώς το ιδεολογικό κριτήριο με το οποίο επιλέχτηκαν οι συγκεκριμένοι 200; Είναι μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια η δύναμη που έπαιξε τον καταλυτικό ρόλο στην ήττα του Ναζισμού;
Είναι πολύ δύσκολο για έναν δημιουργό να σταθεί ανεπηρέαστος από τον ασφυκτικό έλεγχο της κυρίαρχης τάξης και ιδεολογίας.
Είναι αναγκασμένος να κάνει συμβιβασμούς για να μπορέσει να περάσει την πόρτα των «μεγάρων» της τέχνης, να έχει πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις (πιστεύει κανείς πως ο Μπενίνι θα έπαιρνε το Όσκαρ αν έδειχνε τον Κόκκινο Στρατό απελευθερωτή;).
Είναι δύσκολο να δεχτείς πως μπορεί και να μείνεις στην αφάνεια, οι ιδέες και οι εμπνεύσεις σου να μην παιχτούν ποτέ στην οθόνη ή στις μουσικές σκηνές.
Ακόμα πιο δύσκολο όταν παρακολουθείς εκατομμύρια να προσφέρονται σε ατάλαντους που κακοποιούν και την τέχνη και την ιστορία έχοντας ως μόνο προσόν πως έγραφαν μαντινάδες κολακείας για πρωθυπουργούς εκ Μεσσηνίας ορμώμενους.
Δεκτά κι ανθρώπινα, μην ξεχνάμε πως οι ηθοποιοί που συμμετείχαν στα ιδεολογικά και καλλιτεχνικά τερατουργήματα του Τζέιμς Πάρις τα οποία προαναφέραμε στη συντριπτική πλειοψηφία τους ανήκαν στην Αριστερά.
Ο συμβιβασμός που ζητείται σήμερα είναι ξεκάθαρος, η «εθνική ενότητα» πάνω από τις ιδεολογίες, ας θάψουμε πια τα μίση του παρελθόντος.
«Επιτρέπεται «Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες», όπως αναρωτιόταν ο Βούλγαρης στην προηγούμενη ταινία του, Ψυχή βαθιά;
Στην Καισαριανή πια καταθέτει λουλούδια ο σύγχρονος Παπανδρέου και οι υποστηριχτές του κάνουν εκδρομές στη Μακρόνησο, 3 μέρες μετά που «μοιράστηκαν τις ίδιες αξίες με τον Τραμπ»!
Αντί για φινάλε
Ας μην έχουμε αυταπάτες, οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι που ζουν δίπλα μας και φυσικά στην ίδια κοινωνία, πιέζονται και συμβιβάζονται από τις ίδιες ανάγκες!
Ο Θεοδωράκης των μυθικών έργων είναι ο Θεοδωράκης που πήγαινε «καβάλα στον καιρό» της κινηματικής θύελλας και ο ίδιος που στις αρχές του 1990 ήταν υπουργός στην κυβέρνηση του ακατανόμαστου.
Ο Βούλγαρης του προσβλητικού για τους ήρωες του ΔΣΕ ''Ψυχή βαθιά'' είναι ο Βούλγαρης των ''Πέτρινων Χρόνων''. Η διαφορά είναι στην κοινωνία, στην κινηματική πλημμυρίδα και άμπωτη.
Αυτό δεν αφαιρεί το στοιχείο της προσωπικής ευθύνης ειδικά για όσους αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί.
Δεν μπορείς να ζητάς από τον εργάτη να παίξει το ψωμί του ή και τη ζωή του κορώνα γράμματα, δεν μπορεί να τραγουδάς «κουφάλες δεν ξοφλήσαμε, τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν» και να διορίζεσαι πρόεδρος της ΥΕΝΕΔ του ΣΥΡΙΖΑ ή να κάνεις και κάποιες «μικρές παραφωνίες». Από αυτούς τους ανθρώπους η κοινωνία δικαιούται να απαιτεί μια άλλη στάση.
Να το πούμε με μια σκηνή από ταινία: Στο κλασικό ''Μάθε παιδί μου γράμματα'' του Θόδωρου Μαραγκού, στην τελευταία σκηνή ο Βασίλης Διαμαντόπουλος (αξέχαστος αντιδραστικός γυμνασιάρχης) καταθέτει ψέματα στο δικαστήριο κατά του αριστερού Χρήστου Καλαβρούζου.
Όπως ο, κινηματογραφικός, γιός του Νίκος Καλογερόπουλος, δικαιούμαστε και εμείς να φωνάξουμε στους προικισμένους με - πολύτιμο για την κοινωνία ταλέντο - ανθρώπους: «την αλήθεια ρε... την αλήθεια»!