Δ. Τζανακόπουλος: H τρίτη αξιολόγηση δεν θα έχει μεγάλα εμπόδια
«Επιτέλους συζητάμε για το μέλλον» παρατήρησε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, μιλώντας σε ανοικτή πολιτική εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε χτες, Τετάρτη, η ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Ηλιούπολης με θέμα: «Μεταμνημονιακή Εποχή και Δίκαιη Ανάπτυξη - Το Πολιτικό μας Σχέδιο».
Με αυτή την εισαγωγική φράση ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος θέλησε να καταδείξει ότι η «αλλαγή σελίδας», για την οποία μιλά η κυβέρνηση, επιτρέπει πλέον τον σχεδιασμό για τη μετά μνημόνιο εποχή στη βάση της κυβερνητικής στόχευσης της "Δίκαιης Ανάπτυξης".
Ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι η γ' αξιολόγηση δεν θα έχει μεγάλα εμπόδια, τόνισε ότι το κλίμα είναι θετικό και σημείωσε πως δεν ζητούνται νέα δημοσιονομικά μέτρα και πως ούτε οι θεσμοί "βλέπουν" δημοσιονομικό κενό. Επισήμανε ότι μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα, θα ισχύει για την ελληνική οικονομία ό,τι ισχύει ούτως ή άλλως σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, τα οποία δεν βρίσκονται σε πρόγραμμα, δηλαδή ότι θα υπάρχει εποπτεία ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά οι βαθμοί ελευθερίας θα αυξηθούν και η ελληνική κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στην υλοποίηση του πολιτικού σχεδίου της, για μετά το 2019.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος περιέγραψε διεξοδικά τη διαφορετική "τεχνολογία", στόχευση και αποτελέσματα των δύο πρώτων μνημονίων και των κυβερνήσεων που τα εφάρμοσαν, για να σημειώσει ότι, αντίθετα, μετά τις προσπάθειες και τη διαπραγμάτευση της σημερινής κυβέρνησης κατά τα τελευταία δύο χρόνια, σήμερα «υπάρχει σταθεροποίησης της οικονομίας».
Υπογράμμισε ότι υπάρχει επίσης για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά υπερπλεόνασμα, το οποίο θα κατευθυνθεί προς τα κοινωνικά στρώματα που έχουν περισσότερο ανάγκη. Επισήμανε ότι θα είναι μεγαλύτερο από ό,τι ήταν πέρυσι -που το ύψος του μερίσματος που είχε δοθεί ήταν 617 εκατ. ευρώ-, καθώς φέτος το "κατώτατο όριο" του κοινωνικού μερίσματος που θα παρασχεθεί θα είναι το λιγότερο 800 εκατ. ευρώ και μπορεί να φτάσει έως και 1 δισ., ανάλογα με τα τελικά στοιχεία.
Στο ίδιο πλαίσιο, περιγράφοντας τη σημερινή κατάσταση, ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε ότι «τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας ανακάμπτουν διαρκώς», επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια, το μέσο διαθέσιμο κοινωνικό εισόδημα έχει αρχίσει να παρουσιάζει αυξητική τάση και μάλιστα, όχι ως προς το σύνολο, αλλά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Προσέθεσε ακόμη ότι έχουν αυξηθεί οι θέσεις εργασίας κατά 320.000. «Είμαστε ευχαριστημένοι; Δεν είμαστε, αλλά δεν μπορεί να μηδενίζεται η προσπάθεια» είπε.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι «η σύγκρουση δεν είναι ανάπτυξη εναντίον ύφεσης», «δεν είναι αυτό η βασική διαχωριστική γραμμή μας», για να τονίσει πως απέναντι στην ανάπτυξη που ήθελαν οι άλλοι, «βασισμένη στη συντριβή της κοινωνίας και της εργασίας», η κυβέρνηση αντιτάσσει αυτό που έχει ονομάσει "Δίκαιη Ανάπτυξη".
Η λογική αυτού του μοντέλου ανάπτυξης, εξήγησε, είναι η ισχυροποίηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, η αύξηση του κατώτατου μισθού, «ο οποίος πρέπει να είναι ο κεντρικός πολιτικός μας στόχος μετά τη λήξη του προγράμματος», η στήριξη της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος αντιπαρέβαλε την προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης και τα αποτελέσματα που αυτή είχε, με τους στόχους και τα αποτελέσματα των δύο πρώτων μνημονίων. Τόνισε ως προς τα εργασιακά ότι τη 1/9/2018 επανέρχονται σημαντικές κατακτήσεις των συνδικάτων, η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, «πυρήνας της προστασίας του συλλογικού εργατικού δικαίου».
Υπενθύμισε το νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης.
Σημείωσε τις πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, τον περιορισμό των τριγωνικών συναλλαγών.
Επικέντρωσε στη στήριξη του κοινωνικού κράτους, μιλώντας για «τεράστια προσπάθεια που κάνουν στο υπουργείο Υγείας», επισημαίνοντας τη δωρεάν πρόσβαση 2,5 εκατ. ανασφάλιστων στα ελληνικά νοσοκομεία, την αύξηση από 40.000 σε 100.000 της κάλυψης παιδιών από τους παιδικούς σταθμούς, την προστασία της α΄ κατοικίας, τη στήριξη πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, καθώς στον εξωδικαστικό συμβιβασμό μπορούν μπαίνουν επιχειρήσεις με χρέη πάνω από 20.000 ενώ ζητείτο να μπαίνουν επιχειρήσεις με χρέη πάνω από 200.000.
(πηγή ΑΠΕ - ΜΠΕ)