ΑΝΑΛΥΣΗ
*του Γιάννη Μαυρή
«Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει (...) να θέσουν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την ενίσχυση των δυνατοτήτων και την αποπολιτικοποίηση της Ελληνικής Διοίκησης» («3ο Μνημόνιο», Ν.4334/16 Ιουλίου 2015, ΦΕΚ Α'80).
Μετά από επτά χρόνια βαθειάς κρίσης και έντονων κοινωνικών ανταγωνισμών, η ελληνική κοινωνία δείχνει να οδηγείται σε συντηρητική διέξοδο. Η στροφή της ελληνικής κοινωνίας στο συντηρητισμό είναι προφανής, όχι μόνον στο επίπεδο των τάσεων του εκλογικού σώματος, αλλά –περισσότερο σημαντικό- στο πεδίο της ιδεολογίας.
1. Η ιδεολογική μεταστροφή 2009-2017: Η απόλυτη επικράτηση του ιδιωτικού
Δύο έρευνες κοινής γνώμης της Public Issue [1] παρέχουν σημαντικές ενδείξεις για την ιδεολογική μεταστροφή που έχει συντελεστεί. Οι διεργασίες που έχουν συντελεστεί στο πεδίο της ιδεολογίας, τα τελευταία οκτώ χρόνια (2009-2017), αποτυπώνονται ευκρινώς στο Διάγραμμα 1, όπου καταγράφεται η σημερινή κοινωνική αποδοχή βασικών πολιτικών αξιών και στο Διάγραμμα 2, όπου καταγράφονται οι διαχρονικές μεταβολές.
«Οικολογία», «Ιδιωτικός τομέας» και «Φεμινισμός» αποτελούν σήμερα τις τρεις περισσότερο αποδεκτές κοινωνικά πολιτικές αξίες (στο σύνολο των 14 επιλεγμένων πολιτικών αξιών που έχουν μετρηθεί – Διάγραμμα 1).
Βέβαια, το φαινόμενο της υποχώρησης των παραδοσιακών πολιτικών αξιών δεν είναι νέο. Αντίστοιχα ευρήματα είχαν εντοπισθεί και στην έρευνα του 2009, αλλά και παλιότερα.[2] Γενικότερα, η άνοδος της πολιτικής των ταυτοτήτων (identity politics) χρονολογείται ήδη από τη δεκαετία του '80 (ξεκινώντας από τις ΗΠΑ).[3] Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Razmig Keucheyan, «από τη δεκαετία του 1980 και μετά [παρατηρείται] μια γενική 'επανακωδικοποίηση' του κοινωνικού κόσμου με όρους 'ταυτοτήτων'» (Keucheyan 2017, 49).
Διάγραμμα 1
Διάγραμμα 2
Νέο στοιχείο, όμως, είναι ότι η τάση πολιτικού ριζοσπαστισμού και οι ιδεολογικές ρωγμές, που προκάλεσε στην Ελλάδα η παγκόσμια οικονομική κρίση, έχει πλέον ανακοπεί και απορροφηθεί. (Το φαινόμενο αυτό προφανώς δεν είναι μόνον εγχώριο).
Με βάση τα διαθέσιμα συγκριτικά εμπειρικά δεδομένα των ερευνών της PI προκύπτει ότι οι αξίες της «Δεξιάς» και του «Νεοφιλευθερισμού» ενώ αρχικά αποδυναμώθηκαν με την άνοδο της αριστεράς και την ανάληψη της διακυβέρνησης από αυτήν, μετά την πτώση της βγαίνουν ενισχυμένες, ενώ η λατρεία του «Ιδιωτικού τομέα»κυριολεκτικά απογειώνεται.
Μεταξύ 2009 και 2017, δηλαδή μετά από τα 8 χρόνια της μνημονιακής λαίλαπας, την εντυπωσιακότερη αύξηση της κοινωνικής αποδοχής καταγράφουν τρεις πολιτικές αξίες: ο «Ιδιωτικός τομέας»,+18% (σήμερα 74%, έναντι 56% το 2009), η «Δεξιά», +12% (σήμερα 34%, έναντι 22% το 2009) και ο «Νεοφιλελευθερισμός»!, +8% (37% σήμερα, έναντι 29% το 2009 – Διαγράμματα 1 & 2).
Ακόμη και η έννοια της «Παγκοσμιοποίησης», η οποία ως πραγματική διαδικασία έχει ανακοπεί και, ιδεολογικά, έχει διεθνώς αποκαθηλωθεί, στην Ελλάδα δείχνει να ενισχύεται! Σήμερα, το 26% της ελληνικής κοινής γνώμης προσλαβάνει θετικά την λέξη, ενώ το 2011 το αντίστοιχο ποσοστό είχε καταγραφεί στο 21%, +5%, στην περίοδο 2011-2017.[4]
Από την άλλη πλευρά, η (παραδοσιακή) πολιτική αξία της «Δεξιάς» όχι μόνο έχει ενισχυθεί στην 7ετία του Μνημονίου, αλλά κυρίως έχει καταστεί πλέον, κοινωνικά, περισσότερο αποδεκτή από την αξία της «Αριστεράς» (34%, έναντι 30% της Αριστεράς). Η στατική σύγκριση με βάση τις έρευνες του 2009 και του 2017, δείχνει μια πολύ μικρή αύξηση της κοινωνικής αποδοχής της «Αριστεράς» (+2%).
Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι παραπλανητική, σε σχέση με την εκτόξευση της (πολιτικής, ιδεολογικής, κοινωνικής) επιρροής της Αριστεράς που σημειώθηκε στη διετία 2014-2015 (μέχρι το Δημοψήφισμα). Η μεγάλη διακύμανση στην κοινωνική αποδοχή του ΣΥΡΙΖΑ, κατακόρυφη άνοδος που ακολουθήθηκε από εξίσου κατακόρυφη πτώση, επιβεβαιώνεται εμπειρικά στα δεδομένα των δημοσκοπήσεων, με τις μεταβλητές της πρόθεσης ψήφου του ΣΥΡΙΖΑ και της πρωθυπουργική δημοτικότητας.[5]
Επιβεβαιώνεται όμως και με βάση την κλίμακα αυτοτοποθέτησης Αριστερά/Δεξιά (Διάγραμμα 3), που αποτυπώνει τις τάσεις της κοινής γνώμης στο βαθύτερο ιδεολογικό υπόστρωμα. Μάλιστα, στη μέτρηση του Ιουλίου 2017 του Πολιτικού Βαρόμετρου της PI, για πρώτη φορά το αθροιστικό ποσοστό των εκλογέων που αυτοτοποθετούνται στις θέσεις «Δεξιά» και «Κεντροδεξιά» της κλίμακας υπερέβη το αντίστοιχο αθροιστικό ποσοστό των αυτοτοποθετούμενων στην «Αριστερά» και στην Κεντροαριστερά», ενώ ο μέσος όρος της κλίμακας σημείωσε ιστορικό μέγιστο (3,01, όπου 1=Αριστερά και 5=Δεξιά).
2. Ο ιδεολογικός χάρτης σήμερα
Ο χάρτης των πολιτικών ιδεολογιών από τις οποίες εμφορείται σήμερα το κοινωνικό σώμα στην Ελλάδα, μπορεί να αναπαρασταθεί στατιστικά σε δύο άξονες (Διάγραμμα 4).[6]
Ο πρωτεύων (οριζόντιος) άξονας μπορεί να ερμηνευτεί ότι ορίζεται από την αντίθεση Δημόσιου/Ιδιωτικού. Αντίστοιχα, ο δευτερεύων (κάθετος) άξονας ότι ορίζεται από την παραδοσιακή πολιτική αντίθεση Δεξιάς/Αριστεράς που έχει υποβαθμιστεί.
Με βάση την ανάλυση των πολιτικών ιδεολογιών που μετρήθηκαν προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κυρίαρχος κοινωνικά ιδεολογικός αστερισμός ορίζεται από το («μετα-πολιτικό») τρίπτυχο «Οικολογία-Φεμινισμός-Σοσιαλισμός».
2. Σημαντική ένδειξη της απο-πολιτικοποίησης του εκλογικού σώματος που έχει συντελεστεί, είναι και το γεγονός ότι στην κοινωνική συνείδηση των πολιτών, ο «Καπιταλισμός» (που συνιστά μια ελάχιστα δημοφιλή αξία) έχει αποσυνδεθεί πλήρως από τον «Ιδιωτικό τομέα».
3. Η έννοια της «Αριστεράς» εμφανίζεται σήμερα αποσυνδεδεμένη και βρίσκεται πολυ μακριά από την έννοια του «Σοσιαλισμού», ο οποίος έχει αποκτήσει πλέον άλλο πρόσημο. Το σημερινό ιδεολογικό νεφέλωμα του «Σοσιαλισμού», όπως προσλαμβάνεται από εκλογικό σώμα βρίσκεται εγγύτερα και συσχετίζεται, ως περιεχόμενο, με την «Οικολογία» και τις πολιτικές της ταυτότητας (πχ. Φεμινισμός), ενώ η «Αριστερά», χρεώνεται στον κρατισμό και τείνει να ταυτίζεται σήμερα κυρίως με τον απαξιωμένο (και φθίνοντα) «Δημόσιο τομέα» (Διάγραμμα 4).
4. Η «Δεξιά», ως πολιτική αξία, αν και παραμένει κατά πλειοψηφία αρνητικά φορτισμένη, έχει ωστόσο ενισχυθεί σαφώς, σε σύγκριση με το 2009. Κυρίως, όμως, έχει αποσυνδεθεί από τον κοινωνικά απονομιμοποιημένο «Νεοφιλελευθερισμό». Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι αναφερόμαστε στο ιδεολογικό πεδίο και όχι στο επίπεδο της εκλογικής επιρροής, όπου επιτελείται εκλογική μεταστροφή προς τη ΝΔ, δηλαδή το φαινόμενο της αποδοκιμασίας της κυβέρνησης, που οφείλεται στη λειτουργία του παραδοσιακού δικομματικού συστήματος.
5. Η αποθέωση του «Ιδιωτικού τομέα» αποτυπώνει την πλήρη επικράτηση και την ιδεολογική ηγεμονία της κοινωνικής αξίας του «Ιδιωτικού». Ως αξία, υπερβαίνει και εμφανίζεται πλήρως αποσυνδεδεμένη, όχι μόνο από τις παραδοσιακές πολιτικές αξίες της «Αριστεράς» και της «Δεξιάς», αλλά και από τις έννοιες του «Καπιταλισμού», και του «Νεοφιλευθερισμού». Αυτή η σημαναντική ιδεολογική μεταβολή δεν είναι φυσικά άσχετη από το γεγονός ότι η κυβερνώσα αριστερά είναι που όχι μόνον υλοποιεί αλλά και υπερασπίζεται πολιτικά τις ιδιωτικοποιήσεις. Είναι όμως προφανές και έχει αποδειχθεί ιστορικά, ότι η κυριαρχία του Ιδιωτικού πάνω στο Δημόσιο ωφελεί πρωτίστως τη Δεξιά.
Διάγραμμα 3
Διάγραμμα 4
3. Αριστερά, Δεξιά και «Νέα Μεταπολίτευση»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επικράτηση του συντηρητισμού οφείλεται κατά βάση στην αρνητική έκβαση που είχε τελικά το πείραμα της αριστερής διαχείρισης της λιτότητας. Η εγκατάλειψη της πολιτικής εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων άνοιξε το δρόμο στη συντηρητική στροφή της κοινωνίας και την πολιτική επάνοδο της Δεξιάς.
Η αριστερά απώλεσε την ιστορική ευκαιρία να εδραιώσει ηγεμονικά την παρουσία της. Η πολιτική μετάλλαξη της κυβερνώσας Αριστεράς, μετά το Δημοψήφισμα του 2015, ακύρωσε την τάση ριζοσπαστικοποίησης που εκδηλώθηκε στην ελληνική κοινωνία με την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος το 2012.
Με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς και των ΑΝΕΛ) στη μνημονιακή στρατηγική, πραγματοποιήθηκε η πιο απότομη και χρονικά συμπυκνωμένη «σύγκλιση των κομμάτων στην κορυφή», που έχει συμβεί ποτέ στο ελληνικό κομματικό σύστημα.
Οι ιδεολογικές επιπτώσεις της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ και της αποδοχής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πολιτικής είναι πολύ σημαντικές και μακροπρόθεσμες. Τα τελευταία δύο χρόνια, η διάψευση των ελπίδων διόγκωσε την κοινωνική απογοήτευση και την παράλυση του κοινωνικού σώματος και προκάλεσε την στροφή στην πλήρη ιδιώτευση και τον κοινωνικό συντηρητισμό.
Η διαδικασία της κοινωνικής αποπολιτικοποίησης αποτελεί οργανικό και διακηρυγμένο τμήμα του μνημονιακού πολιτικού προγράμματος (βλέπε και το σχετικό εδάφιο στην εισαγωγή). Προβλέπει την εξουδετέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (των κομμάτων και του κοινοβουλίου) και την καθιέρωση της «τεχνο-πολιτικής».
Η αποθέωση του ιδιωτικού, η απομάκρυνση από την πολιτική και την εκλογική διαδικασία, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη, λειτουργεί όμως, ευθέως, εις βάρος της αριστεράς και προετοιμάζει την επιστροφή της δεξιάς. Το ιστορικό παράδοξο είναι ότι ένα κόμμα που επικαλείται την αριστερά, επιφορτίζεται με την εδραίωση της μεταδημοκρατίας στην Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, με πολιτική ευθύνη της κυβερνώσας αριστεράς δημιουργούνται ευνοϊκοί όροι, όχι μόνο για την πολιτική επιστροφή της Δεξιάς, αλλά και για την ιδεολογική της επέλαση. Όπως είναι γνωστό, η Μεταπολίτευση του 1974 συντελέστηκε με την Αριστερά στη γωνία.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και σήμερα. Η «Νέα Μεταπολίτευση», που επαγγέλθηκε αμετροεπώς το κυβερνών κόμμα, βρίσκεται πράγματι επί θύραις. Αλλά το καθεστώς που διαδέχεται την Γ' ελληνική Δημοκρατία, για άλλη μια φορά, δεν θα φέρει αριστερή σφραγίδα.
———————————————–
[1] Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 2009 στην αρχή της κρίσης και η δεύτερη τον Ιούλιο του 2017.
[2] Για την πρώτη έρευνα αυτού του είδους, βλέπε Γιάννης Μαυρής, «Ο Ιδεολογικός άτλας των Ελλήνων», Καθημερινή, 27 Αυγούστου 1995, σ.5.
[3] Σχετικά με την πολιτική σημασία των «πολιτικών της ταυτότητας» και τις επιπτώσεις στην αριστερή κριτική θεωρία και τους διανοούμενους, βλέπε Razmig Keucheyan. 2017. Aριστερό Ημισφαίριο, Μια Χαρτογραφία της Νέας Κριτικής Σκέψης. Αθήνα: Angelus Novus. «Η ήττα της κριτικής σκέψης (1977-1993)», 21-62.
[4] Η έννοια της «παγκοσμιοποίησης» δεν είχε περιληφθεί στο σετ των αξιών που μετρήθηκαν στην έρευνα του 2009.
[5] Βλέπε σχετικά Γιάννης Μαυρής. 2016. «Άνοδος και Πτώση. Η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.» Τετράδια 66-67 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2016-2017): 93-104.
[6] Για τον προσδιορισμό των αξόνων του σημερινού ιδεολογικού πεδίου στην Ελλάδα και της θέσης που κατέχουν σε αυτό οι υπό διερεύνηση πολιτικές ιδεολογίες, χρησιμοποιήθηκε η στατιστική τεχνική της «πολυδιάστατης κλιμακοποίησης» (Multidimensional Scaling). H εν λόγω τεχνική χρησιμοποιείται για να κατασκευαστεί ένας «χάρτης», ο οποίος απεικονίζει στο χώρο τις σχέσεις μεταξύ ενός αριθμού αντικειμένων (μεταβλητών), με βάση έναν πίνακα αποστάσεων μεταξύ τους. Σε αρκετές περιπτώσεις οι διαστάσεις αυτού του χώρου μπορούν να ερμηνευτούν εννοιολογικά και έτσι να αποκαλυφθεί η συνολική εικόνα που προκύπτει από τις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών.
* Ο Γιάννης Μαυρής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961.
Σπούδασε Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες. Είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αντικείμενο την εκλογική βάση των μεταπολιτευτικών πολιτικών κομμάτων.
Από το 1990 ασχολείται συστηματικά με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τη μελέτη της εκλογικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα και στην Κύπρο, την εμπειρική ποσοτική πολιτική και κοινωνική έρευνα, την έρευνα Κοινής Γνώμης, καθώς και τη θεωρία και την πρακτική των πολιτικών Δημοσκοπήσεων. Από το 1993 έως σήμερα, έχει σχεδιάσει, επιβλέψει και αναλύσει επιστημονικά περισσότερες από 1800 εμπειρικές ποσοτικές έρευνες ειδικών πληθυσμών και κοινής γνώμης. Στη δεκαετία του '90, πραγματοποίησε στα Βαλκάνια (Αλβανία, Βουλγαρία & ΠΓΔΜ) σημαντικό αριθμό ερευνών πολιτικής κουλτούρας, εκλογικής συμπεριφοράς, καθώς και έρευνες πολιτικής ελίτ, κάποιες από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά.
Στην περίοδο 1993-1994, διατέλεσε Διευθυντής Πολιτικών και Κοινωνικών ερευνών της εταιρείας ΚΕΜΕ και επιστημονικός υπεύθυνος στην Ελλάδα, για την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (Έρευνα Κοινής Γνώμης που εξακολουθεί να διεξάγεται σε όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ, για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Το 1995 ανέλαβε τη θέση του Διευθυντή Πολιτικών Ερευνών του Ινστιτούτου Ερευνών Κοινής Γνώμης VPRC. Από το 1996 έως το 2003 διατέλεσε Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, ενώ από το Δεκέμβριο του 2004, μέχρι το Νοέμβριο του 2007, οπότε και παραιτήθηκε, κατείχε και τη θέση του Προέδρου του Δ.Σ.
Το 2001 ίδρυσε την εταιρεία Public Issue. Από τον Δεκέμβριο του 2007 ασχολείται αποκλειστικά με τη διεύθυνσή της.
Στις ελληνικές Βουλευτικές εκλογές του 1996, πραγματοποίησε με το Ινστιτούτο VPRC την πρώτη δημοσκόπηση έξω από τις κάλπες (exit poll) της Δημόσιας Τηλεόρασης (ΕΡΤ) και στις Κυπριακές Προεδρικές εκλογές του 2003, με την εταιρεία CYMAR την πρώτη δημοσκόπηση έξω από τις κάλπες (exit poll) της κυπριακής Δημόσιας Τηλεόρασης (ΡΙΚ). Στις ελληνικές Βουλευτικές εκλογές του 2004 και του 2007 εφάρμοσε με εξαιρετική επιτυχία και καθιέρωσε -παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που αρχικά προκάλεσε- την τηλεφωνική μέθοδο για την εκτίμηση της πρόθεσης ψήφου.
Έχει διατελέσει, κατά καιρούς, υπεύθυνος ερευνών και επιστημονικός συνεργάτης ερευνητικών προγραμμάτων, στα περισσότερα επιστημονικά ιδρύματα της χώρας.
Ως αναλυτής εκλογών και ερευνών κοινής γνώμης έχει συνεργασθεί με σημαντικούς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς και εφημερίδες. Από το 1993 έως σήμερα παραμένει εκλογικός αναλυτής στο ΡΙΚ. Από το 1993, έως το 2012, συνεργάσθηκε ως πολιτικός και εκλογικός αναλυτής με την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, όπου έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 450 πολιτικές, κοινωνικές και εκλογικές αναλύσεις. Από το 1994 έως το 2000, διατέλεσε εκλογικός και πολιτικός αναλυτής στην ΕΡΤ, ενώ στο διάστημα 1996-2002 συνεργάσθηκε με την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Από το 2004, έως τον Σεπτέμβριο του 2013, συνεργάσθηκε με τον ραδιοφωνικό και τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, πραγματοποιώντας και αναλύοντας τη μηνιαία έρευνα του Πολιτικού Βαρόμετρου.
Παράλληλα, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, έχει διδάξει: α) σε μεταπτυχιακό επίπεδο (2002-2004), θεωρία και πρακτική ερευνών κοινής γνώμης και δημοσκοπήσεων, στα τμήματα Επικοινωνίας & ΜΜΕ και Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. β) σε προπτυχιακό επίπεδο (2008-2009), θεωρία πολιτικών κομμάτων, ως Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.