Η «επιστροφή στις αγορές» και το ξαναζεσταμένο success story (Θέμης Τζήμας - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ)

Αρθρογραφία 28 Ιουλίου 2017

Η έκδοση του ομολόγου του ελληνικού δημοσίου εμφανίζεται από την κυβέρνηση περίπου ως το τέλος της ελληνικής κρίσης.

Δεν πρόκειται για ιδιαίτερη πρωτοτυπία: την ίδια ακριβώς επικοινωνιακή γραμμή είχε ακολουθήσει και ο προκάτοχος του νυν πρωθυπουργού, Αντώνης Σαμαράς: «έξοδος από τα μνημόνια δια της εφαρμογής τους», στασιμότητα ή και στατιστική μεγέθυνση και δανεισμός από τις αγορές σε «δοκιμαστική βάση» συνέθεταν το "success story" της κυβέρνησης Σαμαρά- Βενιζέλου.

Πρόκειται για ένα συνδυασμό μισών αληθειών, ολόκληρων ψεμμάτων και απόκρυψης της πραγματικότητας της ελληνικής κρίσης.

Πρώτον και επί της αρχής, η επαναφορά στο δανεισμό από τις «αγορές» είναι καλοδεχούμενη. Είναι αλήθεια βεβαίως ότι το ονομαστικό επιτόκιο είναι υψηλό σε παγκόσμιο και όχι μόνο ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως και ότι η σύνθεση των αγοραστών δεν εμπνέει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη.

Ωστόσο ακόμα και έτσι, επί της αρχής η κίνηση είναι θετική. Ή μάλλον θα ήταν θετική υπό κάποιες προϋποθέσεις, που συμπυκνώνονται στην εξής μια: αν συνοδευόταν με σχεδιασμό για μια πολιτική αθέτησης των παλαιών και νέων μνημονιακών υποχρεώσεων, οι οποίες εκτείνονται πλέον έως το 2060.

Αν δηλαδή μια ελληνική κυβέρνηση έβγαινε στις αγορές προκειμένου να διασφαλίσει αποθέματα για να ακολουθήσει μια πολιτική ανάπτυξης με δημόσιες επενδύσεις και οικοδόμησης του κοινωνικού κράτους σε νέα βάση, αν επρόκειτο να απεμπλακεί από το δημοσιονομικό ζουρλομανδύα των μνημονίων και της Ευρωζώνης, αν είχε ως στόχο να ανατρέψει τις νεοφιλελεύθερες απορυθμίσεις, τότε η έξοδος στις αγορές, με το ίδιο ή και μεγαλύτερο κόστος δανεισμού θα ήταν μια απολύτως λογική επιλογή.

Εν προκειμένω όμως δεν πρόκειται περί αυτού: η Ελλάδα «βγαίνει» στις αγορές ενώ ταυτόχρονα παραμένει δέσμια ενός υπέρ- τεσσαρακονταετούς μνημονίου. Ξεκινά να- αναλαμβάνει κοινώς, το χρηματοδοτικό σκέλος ενός διαρκούς μνημονίου, σε προφανή αντιστροφή από ό,τι συνέβαινε μέχρι σήμερα.

Για να το θέσουμε αλλιώς: ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 εξελέγη επικαλούμενος- προφανώς ανοήτως και ψευδόμενος- ότι θα καταργήσει τα μνημόνια και ότι θα κρατήσει τις δανειακές συμβάσεις. Σήμερα κάνει το ακριβώς αντίστροφο: καταργεί τις δανειακές συμβάσεις και κρατάει τα μνημόνια και μάλιστα στο διηνεκές. Συνδυάζει τα αρνητικά και των μνημονίων και του δανεισμού από τις αγορές.

Δεύτερον, η ελληνική κρίση δεν ήταν ποτέ στον πυρήνα της, κρίση δανεισμού. Το 2010, η τότε ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να «βγάλει» την Ελλάδα από τις αγορές όταν το ονομαστικό επιτόκιο ξεπέρασε το 6% ενώ το πραγματικό επιτόκιο ήταν πολύ χαμηλότερο.

Έκτοτε και προκειμένου να δικαιολογηθούν οι νεοφιλελεύθερες απορρυθμίσεις σκηνοθετήθηκε η ελληνική κρίση ως κρίση δανεισμού, με αποτέλεσμα σταδιακά να λάβει και τέτοια χαρακτηριστικά. Ωστόσο στον πυρήνα της ήταν πάντα κρίση ανταγωνιστικότητας λόγω των επιλογών της ελληνικής αστικής τάξης, δηλαδή λόγω χαμηλής παραγωγικότητας, ελλείπουσας καινοτομίας, σχεδιασμού κλπ., όπως και τμήμα της κρίσης της περιφέρειας της Ευρωζώνης, λόγω της Ευρωζώνης. Δεδομένου ωστόσο, ότι η συμμετοχή στο ευρώ αποτελεί το γνωστό θέσφατο των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων και αναλυτών έπρεπε προφανώς να αποκρυβεί η πραγματική αιτία. Το ίδιο έγινε και σε σειρά ακόμα κρατών- μελών της Ευρωζώνης.

Έτσι φτάσαμε να θεωρείται ότι η δυνατότητα δανεισμού- δηλαδή ό,τι πιο αυτονόητο στον καπιταλισμό- συνιστά τέλος της κρίσης την ώρα που η πραγματική οικονομία αλλού στην Ευρώπη ασθμαίνει και αλλού διαλύεται.

Τρίτον, στη βάση των ανωτέρω, η κρίση όχι μόνο θα συνεχιστεί αλλά και θα ενταθεί σε βάθος χρόνου. Η έξοδος στις αγορές θα επιτρέψει κυρίως στη Γερμανία να παρουσιάσει μια εικόνα ομαλοποίησης στην Ελλάδα και στη ζώνη του Ευρώ, την οποία τώρα για πολλούς λόγους επιδιώκει, ακυρώνοντας όποια συζήτηση για αλλαγή πολιτικής.

Ο ελληνικός λαός θα βιώσει νέο κύμα φτωχοποίησης τη διετία 2019-2020, πάνω στην ήδη καθημαγμένη οικονομική του κατάσταση. Η χώρα όσο θα παραμένει στο ατελείωτο μνημόνιο θα εξακολουθήσει να λεηλατείται από αεριτζήδες, μεταπράττες, ολιγάρχες και αρπακτικά, χωρίς αναπτυξιακές επενδύσεις.

Υπάρχει όμως και ένα τέταρτο στοιχείο, που ίσως τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και οι υπόλοιπες μνημονιακές δυνάμεις δεν υπολογίζουν. Τμήματα του ελληνικού λαού παρά τις μεγάλες αντιδράσεις στα μνημόνια από το 2010, μετά την προδοσία του «ΌΧΙ» του 2015 έδειξαν να πειθαναγκάζονται σε μια ανοχή, αποδεχόμενα εν μέρει ότι ο συσχετισμός ισχύος είναι συντριπτικός και ότι άρα η νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ των μνημονίων είναι πραγματική.

Αυτή η αφήγηση ανατρέπεται γρήγορα όταν η ηγεσία αρχίζει να διαλαλεί ή έστω και να ψιθυρίζει ότι «λεφτά υπάρχουν» ή ότι έστω βρίσκονται. Μετά από χρόνια ζύμωσης του λαού στη βάση του ότι μας λείπουν δισ. που μόνο χάρη στα μνημόνια λαμβάνουμε, η ανάδειξη της εξόδου στις αγορές ως "success story" θα αναζωπυρώσει τις δικαιολογημένες προσδοκίες ευρύτατων τμημάτων για ταχεία, ανοδική, οικονομική και κοινωνική κίνηση σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

Όταν αυτή η προσδοκία συγκρουστεί με τη μνημονιακή πραγματικότητα, η αντίδραση μπορεί να εκπλήξει τους διαμορφωτές πολιτικής των φανερών και αφανών κέντρων της χώρας και του εξωτερικού.

Ο Θέμης Τζήμας είναι διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ. Ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο διεθνές δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Bristol και στο Δημόσιο Δίκαιο, με κατεύθυνση συνταγματικού δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες σε επιστημονικά συνέδρια και περιοδικά. Αρθρογραφεί στον ελληνικό τύπο και σε ηλεκτρονικά μέσα. Είναι μέλος της Λαϊκής Ενότητας.

http://www.erensep.org 

Προβλήθηκε 1411 φορές