ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ (η Καθημερινή)
Το ερώτημα «πόσοι ήταν οι εφτά σοφοί της αρχαίας Ελλάδας» δεν είναι σκανταλιάρικο, όπως εκείνα που λέγαμε πιτσιρίκια, «τι χρώμα είχε το άσπρο άλογο του Κολοκοτρώνη» και «τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιόνε είχανε πατέρα;».
Δεν εμπεριέχει δηλαδή την απάντησή του. Κι αυτό επειδή ο σχετικός κατάλογος ήταν αρκετά ελαστικός και υπό τον τίτλο «οι εφτά σοφοί» χωρούσαν περισσότεροι.
Ανώτατο όριο οι δεκαεφτά σοφοί (έμπειροι περί τα ανθρώπινα και φρόνιμοι, όχι καλά και σώνει λόγιοι) που ονομάτισε ο Ερμιππος, γραμματικός του 3ου αιώνα π.Χ., από τη Σμύρνη.
Ας τους μνημονεύσουμε, έστω για να δούμε ότι και οι πιο λαμπρές προσωπικότητες είναι ανίσχυρες μπροστά στον «καταποτήρα» Χρόνο: Σόλων, Θαλής, Πιττακός, Βίας, Χίλων, Μύσων, Κλεόβουλος, Περίανδρος, Ανάχαρσης, Ακουσίλαος, Επιμενίδης, Λεώφαντος, Φερεκύδης, Αριστόδημος, Πυθαγόρας, Λάσος, Αναξαγόρας. Υπάρχουν και τύραννοι ανάμεσά τους, αφού οι αρχικές σοφοκατατάξεις έγιναν πριν η ελληνική διανόηση εμπνευστεί από την αθηναϊκή δημοκρατία.
Χονδρικώς, από αυτή τη δεκαεπτάδα αντλούσε ονόματα όποιος ήθελε να κατασκευάσει τον δικό του κανόνα. Για τη διχογνωμία ως προς το πόσοι και ποιοι οι σοφοί, αλλά και ποιος ήταν ο πατέρας κάθε γνωμικού (από αυτά που ακόμα τα κορνιζάρουμε, τα καρφώνουμε στον τοίχο και ξεμπερδεύουμε μαζί τους), μας ενημερώνει ο Διογένης Λαέρτιος στο έργο του «Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή», όπου υπογραμμίζει: «Διαφωνούνται δε και αι αποφάσεις αυτών και άλλου άλλο φασίν είναι. [...] Στασιάζεται δε και περί του αριθμού αυτών».
Είναι πάντως χαρακτηριστικό του αρχαίου πνεύματος ότι σχεδόν σε όλους τους καταλόγους χωράει, δίπλα στους Ελληνες, ισότιμός τους, ένας ξένος, και μάλιστα Σκύθης (τους Σκύθες στην αρχαία Αθήνα τους χρησιμοποιούσαν σαν μισθοφόρους-αστυφύλακες): ο Ανάχαρσης.
Ο Σκύθης ποιητής και φιλόσοφος, «νομάς και πλάνης άνθρωπος» όπως αυτοπροσδιοριζόταν στον διάλογο του Λουκιανού «Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων», συναριθμήθηκε στους κορυφαίους σοφούς «επ’ ευτελεία, σωφροσύνη και συνέσει», κατά τον Στράβωνα.
Και μάλιστα εξαρχής, και όχι «εις τους υστέρους χρόνους του συγκρητισμού», όπως έγραφε ο Ιωάννης Συκουτρής, οπότε «περιελήφθησαν ακόμη και ο Μωυσής ή ο Ζωροάστρης». Για τον συνυπολογισμό του δεν μέτρησε τόσο το γεγονός ότι η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, και χάρη σ’ αυτήν ήταν εξ απαλών ονύχων «δίγλωττος», αλλά το ότι λάτρεψε το ελληνικό πνεύμα, τον ελληνικό τρόπο.
Προσπάθησε μάλιστα, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του μετά τα ταξίδια του, και με την ισχύ του σαν γιος του βασιλιά, να εφαρμόσει τις φιλοσοφικές του ιδέες, να εισαγάγει τη λατρεία της Δήμητρας και να πείσει τους πατριώτες του να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά των Ελλήνων («πάντας έπειθε βιούν ήθεσιν Ελλαδικοίς», κατά το επίγραμμα του Διογένη). Τον τόξευσε όμως στο κυνήγι ο αδερφός του και τον σκότωσε, γιατί είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι σκόπευε να καταλύσει τα έθιμα και τις συνήθειες της πατρίδας του.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια από τις συνήθειες των συμπατριωτών του που θέλησε να τιθασέψει ο Ανάχαρσης ήταν η περιβόητη «σκυθική μέθη», που την αποδοκίμασε ακόμα και ο Ανακρέων, σεσημασμένος λάτρης του κρασιού και υμνητής του.
Τριών ειδών τσαμπιά («βότρυς»), έλεγε, παράγει το αμπέλι: «τον πρώτον ηδονής· τον δεύτερον μέθης· τον τρίτον αηδίας». Προφανώς στην Ελλάδα είχε γευτεί τον υποστηρικτικό του διαλόγου και του στοχασμού κεκραμένον οίνον, άλλωστε ο Πλούταρχος του παραχωρεί θέση στο «Επτά σοφών συμπόσιόν» του.
Πέρασε λοιπόν και από την Αθήνα ο Ανάχαρσης στα ταξίδια του, πιθανόν το 589 π.Χ. Φτάνοντας, διαβάζουμε στον «Βίο» του Σόλωνα που εκπόνησε ο Πλούταρχος, αναζήτησε το σπίτι του σπουδαίου νομοθέτη και ποιητή, για ν’ ακούσει, να κουβεντιάσει, να μάθει, να κρίνει.
«Χτύπησε την πόρτα κι είπε πως είναι ξένος που ζητά φιλοξενία και φιλία. “Kαλύτερο είναι να πιάνει κανείς φιλίες στον τόπο του”, του αποκρίθηκε ο Σόλων. “Ωραία λοιπόν”, απάντησε ο Aνάχαρσης. “Eσύ βρίσκεσαι στον τόπο σου. Kάνε μας τότε φίλους σου και φιλοξένησέ μας”. Θαύμασε ο Σόλωνας την εξυπνάδα του επισκέπτη του. Tον δέχτηκε με όλη του την καρδιά και τον κράτησε πολύν καιρό μαζί του, ακριβώς την εποχή που είχε αρχίσει να ασχολείται με την πολιτική και να συντάσσει τους νόμους του».
O Aνάχαρσης όμως, συνεχίζει ο Πλούταρχος, «περιγελούσε τις προσπάθειες του Σόλωνα, που πίστευε ότι θα περιορίσει τις αδικίες και την πλεονεξία των πολιτών με νόμους γραπτούς.
Γιατί φρονούσε πως οι νόμοι μοιάζουν με τον ιστό τής αράχνης.
Πιάνουν δηλαδή τους αδύναμους και τους μικρούς, αλλά οι δυνατοί και οι πλούσιοι τούς σπάζουν. Σ’ αυτό τού απάντησε ο Σόλων πως οι άνθρωποι κρατούν τις συμφωνίες όταν η αθέτησή τους δεν συμφέρει κανέναν.
Eίπε ακόμα πως ο ίδιος προσαρμόζει τους νόμους του στους πολίτες, ώστε να βλέπουν όλοι πως η δίκαιη πράξη είναι πιο καλή απ’ την παράνομη. Ολα όμως πήγαν όπως τα πρόβλεψε ο Aνάχαρσης κι όχι όπως τα προσδοκούσε ο Σόλωνας».
Ωστε λοιπόν, αν ξαναρχόταν στην Αθήνα ο Ανάχαρσης, σαν φάντασμα, τι θα ’βλεπε, τι θ’ άκουγε και τι καταλάβαινε; Οτι κάθε φορά που γίνεται συζήτηση για τη Δικαιοσύνη, κάθε φορά δηλαδή που ο φαρισαϊσμός εξαπολύει ισχυρισμούς που δεν τους πιστεύει ούτε ο ίδιος (του είδους «η Θέμις πρέπει να αποφασίζει απερίσπαστη, ακηδεμόνευτη, χωρίς άνωθεν και έξωθεν παρεμβάσεις»), δικαιώνεται και πάλι ο δικός του μελαγχολικός σκεπτικισμός, ο δε Σόλων αποδεικνύεται υπερβολικά αισιόδοξος.
Και τι θα ξανάλεγε για τους νόμους; Ο,τι και την πρώτη φορά: «Μηδέν των αραχνίων διαφέρειν, αλλ’ ως εκείνα τους μεν ασθενείς και λεπτούς των αλισκομένων καθέξειν, υπό δε των δυνατών και πλουσίων διαρραγήσεσθαι».
Η μελαγχολία του Ανάχαρση, μεταδοτική σαν κακιά αρρώστια, κυριεύει οποιονδήποτε παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και διαπιστώνει ότι ο ιστός της αράχνης παραμένει πνιγηρός για τους «ανώνυμους» και διάτρητος για τους «επώνυμους».
Ότι όσοι κόπτονται για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν μερίμνησαν, ενόσω κυβερνούσαν, να αναθεωρήσουν το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι οι κορυφαίες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας καλύπτονται με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, μάλλον με κριτήριο την κομματοφροσύνη.
Ή ότι πολλές υποθέσεις κερδίζονται στα τηλεπαράθυρα, πολύ πριν εκδικαστούν.
Και κερδίζονται από τις παραστάσεις που δίνει εκεί η χορεία των «γνωστών ποινικολόγων», αλλά και ο όμιλος των μεγαλοδημοσιογράφων που παίρνουν θέση ανάλογα με τη θέση τους στο σύστημα εξουσίας, υπαγορευμένη δηλαδή από το πόστο τους, όχι από τη συνείδησή τους, που αγραναπαύεται σε βάθη μεγάλα.