Τρικυμία στο κουτάλι (ενώ πνιγόμαστε στο πέλαγος) του Στάθη.

Αρθρογραφία 12 Ιουλίου 2017

Ο Στάθης στον ενικό.

Όχι μόνον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κάθε κυβέρνηση, όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά κάθε χώρας, έχει όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να διαθέτει εναλλακτικά σχέδια (και B και C και D) για κάθε κρίσιμο, ενίοτε στρατηγικής σημασίας, πρόβλημα που αντιμετωπίζει.

Συνεπώς, η εξέταση και η αξιολόγηση εναλλακτικών σχεδίων από τον πρωθυπουργό, το Υπουργικό Συμβούλιο και την Κοινοβουλευτική Ομάδα που υποστηρίζει την κυβέρνηση, όχι μόνον δεν είναι μεμπτή αλλά είναι επιβεβλημένη.

Στην περίπτωση των προτάσεων Βαρουφάκη, το μόνον που θα μπορούσε να εγείρει κανείς ως αντίλογο ή κριτική είναι ότι αυτές δεν κοινοποιήθηκαν στον λαό.

Αυτό όμως ήταν μια επιλογή της κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία, όπως φάνηκε άλλωστε στη συνέχεια, δεν ήθελε τη συμμετοχή του λαού, ή τη «ζύμωση» ιδεών και προτάσεων στο πλαίσιο μιας ανοιχτής λαϊκής διαβούλευσης, ως όπλο τουλάχιστον μιας διαπραγμάτευσης, που έτσι, εκ των πραγμάτων, θα είχε άλλη δυναμική, άλλους στόχους και άλλα αποτελέσματα από όσα εν τέλει συνέβησαν.

Ακριβώς για αυτό και η στρέβλωση των αποτελεσμάτων του Δημοψηφίσματος στην οποίαν κατέφυγε ο Τσίπρας με πρωτοφανή κυνισμό και δολιότητα. Ο κύβος είχε ριφθεί, η διάβαση του Ρουβίκωνος είχε αναβληθεί και είχε παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. End of the story.

Είναι λοιπόν οξύμωρο (στην πραγματικότητα γελοίο) να κατηγορούν σήμερα η Ν.Δ. και οι λοιπές μνημονιακές δυνάμεις τον επίσης μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, διότι ακολούθησε εν τέλει τη δική τους πεπατημένη και στις διαπραγματεύσεις και στη στρατηγική, με εξαίρεση το έγκλημα καθοσιώσεως μιας κάποιας συζήτησης-αναζήτησης κι άλλων εναλλακτικών.

Από την άλλη, είναι αλήθεια και ταυτοχρόνως ιστορική ειρωνεία το γεγονός ότι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει τη δική του επιλογή να κηρύξει, ήδη με την ανάληψη της διακυβέρνησης από μέρους του, σε θέμα ταμπού κάθε συζήτηση για plan B.

Με τη μωρία και το δέος του νεοφώτιστου στα πράγματα, ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε ο ίδιος «εκτός νόμου» κάθε διαβούλευση σχετική με τις εναλλακτικές δυνατότητες της χώρας. Μάλιστα μια συζήτηση ανοιχτή στα ώτα του λαού, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει όχι μόνον ως διαπραγματευτικό όπλο, αλλά ως διαπραγματευτικός στόχος.

Περσινά ξινά σταφύλια. Και η βαβούρα που γίνεται τώρα για αυτό το ζήτημα γίνεται με τους όρους της κοκορομαχίας που διεξάγεται ανάμεσα σε δύο ίδιους πόλους που επιδιώκουν με την πόλωση να πετύχουν εκείνες τις (εικονικές πάντα) διαφορές που χρειάζεται να έχουν μεταξύ τους αναλόγως της κομματικής (κι όχι απαραιτήτως πολιτικής) πελατείας στην οποίαν απευθύνονται.

Το σκηνικό αυτό των δύο πόλων (του... πόλου) το ζει η Ελλάδα τα τελευταία πολλά χρόνια με άκρως καταστροφικά αποτελέσματα. Το μόνον αξιοσημείωτο σε αυτήν την ιστορία είναι η ταχύτητα με την οποίαν ο ΣΥΡΙΖΑ από «νεοφώτιστος» μεταβλήθηκε σε «παλαίμαχο» πάσης παθογένειας και πάσης παθολογίας.

Τίποτα καινούργιο δεν έφερε στην πολιτική ζωή αυτή η κυβέρνηση, τίποτα καλό για την ψυχή του λαού, αντιθέτως ο λαός περιπαίζεται με ψέματα, συνεχή ψέματα και διώκεται με έργα, άγρια έργα.

Καταντήσαμε στην Ελλάδα να περιμένουμε τις γερμανικές εκλογές όπως τ’ αρνιά το Πάσχα - ποιος θα φαγωθεί και ποιος αργότερα. Φενάκες (αλλάζουν οι συσχετισμοί στην Ευρώπη), χίμαιρες (διευθέτηση του χρέους), ψέματα (για τα μέτρα που δεν θα έπαιρναν), αναλγησία (για το επίπεδο ζωής του κοσμάκη), ξεπούλημα (των εθνικών πόρων και δυνατοτήτων) - αυτή είναι η πραμάτεια που κάθε Ελληνας πρωθυπουργός, κι όχι μόνον ο Τσίπρας, πρέπει να πηγαίνει πεσκέσι στο Βερολίνο και μάλιστα με το ήθος του κομματάρχη (χριστιανοσοσιαλδημοκρατών) μεσοπολέμου και του τοπάρχη της αποικιοκρατικής εποχής.

Ως εκεί φθάνει πλέον το μπόι μας. Στο ύψος που χρειάζεται για να μην κουράζονται όσοι μας ρίχνουν καρπαζιές... 

Προβλήθηκε 1031 φορές

Όλα ξεκινούν από μια Τελεία (Ποτέ δεν ξεχνάμε τους αγαπημένους μας δασκάλους. Κι αυτή είναι μια ιστορία για εκείνους.)

H Τελεία είναι η ιστορία μιας στοργικής δασκάλας που όχι απλώς εμπιστεύεται τις ικανότητες του παιδιού, αλλά το ενθαρρύνει, το υποστηρίζει και εκτιμά τη δουλειά του, όταν το παιδί δεν γνωρίζει από πού να αρχίσει, πιστεύει ότι δεν μπορεί και έχει άρνηση να το προσπαθήσει.