Αυτοί που στάθηκαν όρθιοι μπροστά στον θάνατο
Του Κώστα Βάρναλη
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
30 Απριλίου 1944: στον κατοχικό Τύπο δημοσιεύεται η απόφαση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Ελλάδος:
«Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.
Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανάνδρων τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς την Σπάρτην έξωθεν των χωριών».
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».
Μόλις τα νέα μαθεύτηκαν, η κινητοποίηση ήταν άμεση. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κυκλοφόρησαν παντού φυλλάδια και τρικάκια, καλώντας το λαό να ξεσηκωθεί για να σώσει τους αγωνιστές από την εκτέλεση.
Η δουλειά σε πολλούς μαζικούς χώρους σταμάτησε, στάλθηκαν ψηφίσματα που απαιτούσαν από την κυβέρνηση Ράλλη να παρέμβει για τη ματαίωση της σφαγής και έγιναν πολλές λαϊκές συγκεντρώσεις.
Ο γραμματέας της ΚΟΑ εκείνης της περιόδου Β. Μπαρτζιώτας γράφει:
«Στις 29-30 Απρίλη 1944 γινόταν παράνομα η 4η Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ. Εκεί μάθαμε τη διαταγή για την εκτέλεση των 200 αγωνιστών. Η καταπληκτική αυτή είδηση – καθαρή δολοφονία και χιτλερική θηριωδία – κυκλοφόρησε σαν αστραπή στην Αθήνα.
Οι πράκτορες των Γερμανών και οι αγγλόφιλοι ρίχνουν κιόλας το δηλητήριό τους:
– Τα βλέπετε; Οι αντάρτες σκοτώνουν τους Γερμανούς και αυτοί αμύνονται…
Διαφορετικά, όμως, σκεφτόταν ο ελληνικός λαός. Οι χιτλερικοί είναι εγκληματίες πολέμου, ήρθαν κατακτητές στην Ελλάδα, ληστεύουν και καταστρέφουν τη χώρα, σκοτώνουν αθώους ανθρώπους...
Σ’ αυτούς τους εγκληματίες μια απάντηση χωρεί:
– Θάνατος στους χιτλεροφασίστες κατακτητές! Πάλη μέχρι τη νίκη, την απελευθέρωση της Ελλάδας.»
Την ίδια μέρα στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, ο διοικητής Fischer κάλεσε τους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και τους ζήτησε να υποδείξουν ποιοι κρατούμενοι θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν στα καθήκοντά τους, διότι οι ίδιοι θα μεταφέρονταν την επομένη σε άλλο στρατόπεδο.
Καθώς είχαν διαρρεύσει τα νέα για μια επικείμενη μαζική εκτέλεση, όλοι κατάλαβαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν.
Οι αιχμάλωτοι αγωνιστές αποχαιρέτησαν όσους περισσότερους από τους φίλους τους ήταν δυνατόν και μαζεύτηκαν στο θάλαμο 1 του Μπλοκ 3, όπου έγινε ένα αποχαιρετιστήριο γλέντι.
Ξημερώνει Πρωτομαγιά
Το ξημέρωμα της 1ης Μαΐου, μετά το πρωινό συσσίτιο, ο διοικητής κάλεσε γενικό προσκλητήριο, όπου διάβασε διακόσια ονόματα.
Αυτοί ήταν οι διακόσιοι που θα εκτελούνταν (εκατόν εβδομήντα Ακροναυπλιώτες και τριάντα Αναφιώτες), ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Με τον αριθμό 71 εκφωνήθηκε το όνομα Ναπολέων Σουκατζίδης, ο οποίος, επειδή γνώριζε τη γερμανική γλώσσα, εκτελούσε στο στρατόπεδο χρέη διερμηνέα και έτσι διάβασε ο ίδιος το όνομά του ανάμεσα στα άλλα.
Τότε επενέβη ο διοικητής του στρατοπέδου: – Όχι εσύ! Όχι εσύ Ναπολέων! Αλλά ο Σουκατζίδης έδωσε μια απάντηση που την ίδια ώρα και για τον ίδιο λόγο από τη μία του έπαιρνε τη ζωή και από την άλλη τον έκανε αθάνατο:
– Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή! Όμως οι Γερμανοί επέμειναν στον αριθμό και έτσι, ο Ναπολέων Σουκατζίδης πήρε τη θέση του ανάμεσα στους μελλοθάνατους.
Συγκεντρώθηκαν μπροστά στα μαγειρεία, όπου, πριν επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα, άρχισαν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και το τραγούδι της Ακροναυπλίας.
Ο Ζήσης Ζωγράφος μαρτυρά:
«Τώρα τους παρακολουθούμε από μακριά. Γελούν και τραγουδούν. Έχουν στήσει εδώ στη μέση του στρατοπέδου των S-S χορό. Χωριστά οι γέροι. Μπροστά ο Μακέδος, τιμημένος καπνεργάτης της Καβάλας. Χωριστά οι νέοι. Μπροστά ο Μανασής (Παπαδόπουλος). Κι έπειτα ενώνονται πάλι όλοι μαζί για να βγει απ’ τα’ αντρειωμένα τους στήθια μ’ όλη τους τη δύναμη το αθάνατο τραγούδι: Ακροναυπλία, Ακροναυπλία, Πίστη, Ελπίδα, Πειθαρχία [...]
»Δεν μπορούμε να τους αντικρίσουμε. Η καρδιά μας ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων εμάς που μείναμε. Μα όχι. Κάνουμε ύστατη προσπάθεια. Ούτε ένα δάκρυ να μην αφήσουμε να κυλήσει. Ξεθυμαίνει έτσι το μίσος και η δίψα για εκδίκηση σβήνει. Ας στεγνώσουν στα μάτια τα δάκρυα. Ας γίνουν φλόγα που μας καίει τα σωθικά και μέρα και νύχτα. Να μην ξεχάσουμε ποτέ την ώρα τούτη, ποτέ όσο ζούμε.
»Τα αυτοκίνητα που θα τους πάρουν φάνηκαν στη στροφή του δρόμου. Βαριά οπλισμένοι στρατιώτες παρατάχθηκαν στην πόρτα. Άρχισαν να μπαίνουν μέσα.
Ύστατη στιγμή! Ο Ανέστης (Λαζαρίδης) ανεβαίνει σ’ ένα πεζούλι. Με τη δυνατή φωνή του δίνει το παράγγελμα: Προσοχή! Οι Γερμανοί δεν τολμούν να εμποδίσουν.
Βγάζουν όλοι τα καπέλα τους. Σιγή νεκροταφείου. Καμιά ιεροτελεστία δεν έγινε με τόση κατάνυξη. Τραγουδούν – Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή.... Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα… Τώρα είναι έτοιμοι. Είκοσι-είκοσι προχωρούν [...] Πετάν τα καπέλα τους στον αέρα. Βαδίζουνε με σταθερό βήμα. Φωνάζουν «Ζήτω η Λευτεριά» και χάνονται μέσ’ το κλειστό αυτοκίνητο. Έφυγαν!».
Στο δρόμο για το Σκοπευτήριο
Κατά τη μεταφορά τους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, πολλοί από τους μελλοθάνατους κατόρθωσαν να γράψουν και να πετάξουν σημειώματα στους δρόμους της Αθήνας απευθυνόμενοι στους δικούς τους ανθρώπους.
-Νίκος Μαριακάκης: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
-Μήτσος Ρεμπούτσικας: «Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που διεξάγετε. Σφίξετε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα αυτή δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ.»
-Σάββας Σαββόπουλος: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα, πως ούτε στιγμή δε χάσαμε την πίστη στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ένωσης... Καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου, με σκληρή δουλιά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ».
-Κώστας Τσίρκας: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη.»
Η εκτέλεση
Όταν έφτασαν στο Σκοπευτήριο, τους χώρισαν σε εικοσάδες. Ο Σουκατζίδης τοποθετήθηκε στην τελευταία εικοσάδα, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως διερμηνέα.
Η πρώτη εικοσάδα στάθηκε απέναντι στα όπλα. Ο επικεφαλής των Γερμανών ζήτησε από τον Σουκατζίδη να τους ρωτήσει εάν είχαν κάτι να πουν, ο Σουκατζίδης το μετέφρασε και οι μελλοθάνατοι απάντησαν με μια φωνή:
– Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά! Μετά ήρθε η σειρά της δεύτερης εικοσάδας, αλλά πριν πάρουν θέση απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα, οι Γερμανοί τους υποχρέωσαν να φορτώσουν οι ίδιοι τους νεκρούς στα αυτοκίνητα.
Αυτό επαναλαμβανόταν, ώσπου λίγο μετά τις δέκα το πρωί δεν είχε μείνει πια κανείς ζωντανός από τους διακόσιους.
Οι νεκροί μεταφέρθηκαν στο Γ΄ νεκροταφείο. Οι καμπάνες χτύπησαν πένθιμα και οι γυναίκες γέμισαν τους δρόμους με λουλούδια στη μνήμη των ηρώων. Αυτή ήταν η ματωμένη Πρωτομαγιά του ‘44.
Στο πέρασμα των νεκρών κομμουνιστών, λένε οι μαρτυρίες, οι άντρες έβγαζαν τα καπέλα τους και οι γυναίκες έραναν με λουλούδια.
Ολοι υποκλίνονταν στο μεγαλείο τους.
Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής, αψηφά την τρομοκρατία και μετονομάζει το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «ΟΔΟ ΗΡΩΩΝ».
Στους τοίχους του γράφεται το σύνθημα: «Αυτός ο δρόμος είναι ΔΡΟΜΟΣ ΗΡΩΩΝ. Τον διαβαίνουν οι λεβέντες του έθνους. Χτες 1 του Μάη τον διάβηκαν 200 παλικάρια».
Του Γιάννη Ρίτσου
Εδώ πέσαμε . Παιδιά του λαού . Γνωρίζετε γιατί .
Γυμνοί , κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες ,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο -.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα .
Είδατε τα πουλιά , που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον .
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον .
Εμείς , μερτικό δε ζητήσαμε ….Τίποτα …Μόνον
θυμηθείτε το : αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας ,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας .