Ο νεοελληνικός σταρχιδισμός (του Ελευθερίου Ανευλαβή)

Αρθρογραφία 30 Απριλίου 2017

του Ελευθερίου Ανελαυβή

Οι νεοέλληνες νεόπλουτοι, μυκονόπληκτοι, αναστενάζουν στα σοκάκια της Μυκόνου και άλλων «νήσων των Αζορών, που καταστρέφουν νέους και θάπτουν των κορών» (Θυμάστε τον Μπόστ;).

Οι νεοέλληνες νεόπτωχοι στενάζουν από την ακρίβεια και παραμιλάνε από την ανέχεια και διασκεδάζουν (δεν μιλάμε για ψυχαγωγία) τσαλαβουτώντας στα λασπόνερα της τηλεοπτικής τηλετύφλωσης

Οι μεγαλοτουρίστες κολυμπάνε στο κάτουρο ή το χλώριο της πισίνας (ανάλογα με την ανακύκλωση του νερού), ενώ δίπλα είναι η θάλασσα, και αδειάζουν τα χρυσαφικά του Λαλαούνη και του Ζολώτα στην… Πανεπιστημίου της Σαντορίνης, της Μυκόνου και των άλλων φημισμένων ελληνικών νησιών.

Οι φτωχοτουρίστες, μαζεύουν τσολιαδάκια, κουβαλούν το σπίτι τους στην πλάτη και τη βγάζουν με μια μερίδα καρπούζι και ντομάτα στις ταράτσες των νησιών, ενώ το βράδυ ξεβράκωτοι προκαλούν τους γηγενείς, όσοι απ’ αυτούς έχουν μείνει και δεν παράτησαν τις δουλειές τους για να γίνουν γκαρσόνια της Ευρώπης. Και αρκετοί νέοι των μακαρίων νήσων δεν γίνονται πια ψαράδες, αλλά κωλομπαράδες.

Οι νεόπλουτοι γεννάδαι αλλαντοπώλαι (αρχοντογεννημένοι πατσατζήδες), όρος του Αριστοφάνη, οι τεμπέληδες της ευφορης κοιλάδας, αυγαταίνουν μακαρίως την ιδιωτεία (ηλιθιότητα) τους, επενδυμένοι με το χρώμα του άνομου χρήματος.

Και οι λεγόμενοι διανοούμενοι, που αναρωτιέσαι τι το θέλουν το κεφάλι, αφού τους αρκεί η σπονδυλική τους στήλη, κάνουν κωλορεβερέντζες (βαθειές υποκλίσεις προβάλλοντας τα οπίθια), οπισθωθούμενοι, καταλλήλως, για να ανέλθουν σε ακαδημαϊκούς και άλλους «πνευματικούς» θώκους.

Τα παιδιά και οι νέοι, τυφλώνονται στα σκοτάδια της εκτεχνικευμένης «παιδείας», που τους παρέχει μια πολιτεία, η οποία δεν θέλει πολίτες με κριτική σκέψη, αλλά πειθήνια άκριτα μαζάτομα, αναλώσιμα, μέσα στο γουρουνοστάσι της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης Κίρκης.

Οι μαζάνθρωποι του δυτικόφερτου σκοταδισμού και της παγκοσμιοποιημένης απύθμενης βλακείας, απεμπόλησαν, συνέτριψαν, αλλοίωσαν, έφτυσαν, ξεπούλησαν, την έννοια της Δημοκρατίας, η οποία, με τα λόγια του Περικλή:
«και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους αλλ, εις πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται». Δημοκρατία, όπου η αρχή είναι του Δήμου, του Λαού, που την πόλιν κρατύνει.

Σήμερα η αρχή αυτή κατήντησε αρχίδιον.

Ορισμένοι ανελλήνιστοι μπερδεύουν το υποκοριστικό της αρχής (εξουσίας), αρχίδιον, που σημαίνει αρχή άνευ σημασίας, «μικρόν ανάξιον λόγου υπούργημα», (Λεξικό Δορμπαράκη), όπως το δημήδιον είναι υποκοριστικό του δήμου, γνωμίδιον υποκοριστικό της γνώμης, νοΐδιον υποκοριστικό του νου, το μπερδεύουν, οι αγράμματοι, με το «αρχίδι» (όρχις: το γεννητικό όργανο). Είναι γνωστό, ότι δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά χυδαία ή απαίδευτα μυαλά.

Για ποιον Δήμο να μιλήσουμε σήμερα;

Τον Δήμο, που, ελληνάρας τε και ευρωπέος, ο ελληνάρας Ευρωπαίος λειτουργεί ως ευρωπέος, όταν δεν τον διακατέχει ο σταρχιδισμός, και «δομεί και δέρνει», αδιαφορεί για όλους και για όλα, και μόνο Θεό, και μεταφυσική έννοια, αναγνωρίζει την «πάρτη» του, την ομάδα του, όταν είναι και οπαδός, (ο φίλαθλος αγαθόν εν ανεπαρκεία), ή το κόμμα του όταν πάσχει από κομματοκρετινισμό.

Τον Δήμο που εκμεταλλεύεται τα καμένα για τουριστική αξιοποίηση. Χτίζει αυθαίρετα πάνω στα καμένα του δάση. Τσαλαβουτάει μέσα στα σκουπίδια του και στις βρώμικες θάλασσές του, που ο ίδιος ή η αδιαφορία του βρωμίζει.

Για ποιον ελεύθερο άνθρωπο να μιλήσουμε σήμερα;

Τον είλωτα τύλον (κάλος) της ανθρωποφάγου τηλετύφλωσης.

Τον μπανιστιρτζή στο γυάλινο βλακοκούτι, αυτών που, «εν δήμω», απλώνουν τα άπλυτά τους, σε μεσημεριανές εκπομπές ψυχοκαθαρτικής βρώμας και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.

Τον προπαγανδιστή των καναλαρχικών συμφερόντων, διαπλεκομένων επιτηδείως μετά ταυτοσήμων πολιτικών.

Τον μιζομένο «γερμανικώς» τε και «ζημενικώς», ου μην, τε και παντοιοτρόπως;

Πώς το διεκήρυξε κάποιος προσφάτως; «Η μίζα επί ΠΑΣΟΚ ήταν Κυβερνητική Οδηγία».

Σήμερα, η μίζα είναι Ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο εθνικό μας δίκαιο;

Ο νεοβάρβαρος σύγχρονος μαζάνθρωπος

Μετρά την αξία του με το χρήμα και μετριέται ως αξία, με το χρήμα. Μπερδεύει την αγάπη με το συμφέρον. Τον έρωτα με το γαμήσι. Τη φιλία με τη συμφεροντολογική λυκοφιλία. Την Ελπίδα με το Λόττο, Πρώτο, Στοίχημα και βάλε. Την ηθική με την ηθικοφροσύνη.

Είναι αδιάφορος για ηθικές αρχές και αξίες, ιδιοτελής και ακοινώνητος. «Εις οιωνός άριστος» γι’ αυτόν: «αμύνεσθαι περί πάρτης.»  Τα πάντα να ζυγίζει με βάση το κόστος-όφελος, για αυτόν τον ίδιον, δούλος της υπολογιστικής ορθολογικότητας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου τίποτα.

Για πια φιλοπατρία να μιλήσουμε σήμερα; Η «σθεναρή», ψύχραιμη, ευρωπαϊκής κουλτούρας, εξωτερική μας πολιτική, με κούφιο λεκτικό νταηλίκι, παρακολουθεί την Τουρκία, να παρελαύνει στα νησιά μας, να δημιουργεί μειονότητα στη Δυτική Θράκη και αυτοί άδουν κομψευριπιδικώς.

Και, ο σπυδαρχίδης Γκορουέφσκυ, ζητάει πίσω ανύπαρκτες περιουσίες και θέλει μακεδονική, λέει, μειονότητα στην Ελλάδα. Κι εμείς σκληρά, ψύχραιμα και αριστοκρατικά, ως γενάδαι αλλαντοπώλαι, του απαντάμε, διπλωματικά, αντί να του υπενθυμίσουμε, αρχαιοελληνιστί, κατά Αριστοφάνη, ότι «το δέρμα δεφομένων (δέφω: μαλάσσω το πετσί, το δέρμα για να μαλακώσει) απέρχεται», ή  νεοελληνιστί, «το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα».

Η νεοελληνική κοινωνία τρέχει με τα φώτα σβηστά, μέσα στη νύχτα της Δύσης, καμαρώνοντας, σαν γύφτικό σκερπάνι, για την τύφλα της.

Οι πολιτικοί της ερίζουν για το ποιο κόμμα είναι λιγότερο διεφθαρμένο και επικαλούνται την διαφάνεια για τους άλλους, αλλά όχι για τα του οίκου τους.

Και ο λαός δηλώνει σφόδρα δυσαρεστημένος από την Κυβέρνησή του (και την αξιωματική αντιπολίτευση), και θεωρεί καλύτερο κυβερνήτη τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την οποία, ταυτοχρόνως, θεωρεί αποτυχούσα.  Σχιζοφρενή τον κατήντησαν, το άλλοτε κραταιό Δήμο.

Και, ενώ το κράτος επανιδρύεται, κατά τις εκάστοτε κυβερνητικές προεκλογικές μπαρούφες, ο πολίτης καίγεται στις φωτιές των δασών του, πνίγεται στις πλημμύρες των πόλεών του, ασφυκτιά στον μολυσμένο αέρα τους, που έχει πάρει το σκουροκίτρινο χρώμα της χολέρας.

Ο πολίτης σαδιστικά βασανίζεται καθημερινώς, από τους λαλίστατους γυάλινους μικρόνοες αναλυτές, επί παντός του επιστητού.

Ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, διαχρονικά, ξαναπατάσσει την διαφθορά. Η αντιπολίτευση ξαναεπικαλείται την διαφάνεια.

Και ο λαός, αγκομαχώντας, κάτω από την νεοφιλελεύθερη σκούφια των εκάστοτε κυβερνώντων, δημοσκοπικώς σιχτιρίζει τους πάντες.

Πιάστε τους κλέφτες της Δημοκρατίας μας, της ανθρωπιάς μας, τους λαομπαίχτες του λαού.

Ποιοι κυνηγούσαν, ποιους;

πηγή: www.zougla.gr 

Προβλήθηκε 2728 φορές