«Είμαι Λάκων, υιός διδασκάλου, έχω ανατροφή ελληνοχριστιανική και είχα την τιμή να συμμετάσχω ενεργώς στην επανάσταση της 21ης Απριλίου. Στη Σπάρτη έμαθα ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός και οι συνοδοιπόροι του. Ο κομμουνιστής είναι ένα τομάρι που δεν σκέπτεται την πατρίδα».
Απολογία του αρχιβασανιστή, απότακτου αξιωματικού Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου κατά τη «Δίκη της Χούντας»
Βασ. Σοφίας, Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας 20 Αυγούστου 1968.
Στον μακρύ διάδρομο υπήρχαν δεξιά και αριστερά σιδερένιες πόρτες με ένα μικρό μόνο παραθυράκι. Η κάθε πόρτα οδηγούσε σε ένα παγωμένο, ανήλιο, γεμάτο υγρασία, αίματα και περιττώματα, κελί. Σε μια άκρη υπήρχε ένα βρόμικο πολυκαιρισμένο στρώμα.
Ο νεαρός άνδρας είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Καθόταν κατάχαμα και κοίταζε το κενό στον απέναντι τοίχο: «Άλλη μια μέρα, πρέπει να αντέξω άλλη μια μέρα» σκέφτηκε. Το σώμα του ήταν όλο μια πληγή. Πονούσε φρικτά. Εκεί που οι σάρκες δεν είχαν ανοίξει ακόμη, το δέρμα είχε πάρει ένα μπλαβί, μαύρο χρώμα. Κάθε κίνηση που έκανε του έφερνε ζαλάδα.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και με θόρυβο. Τρεις άνδρες μπήκαν μέσα στο κελί. Φορούσαν χακί παντελόνι και αρβύλες. Δεν μίλησαν. Έβγαλαν τα πουκάμισά τους, τα δίπλωσαν σχεδόν με τελετουργικές κινήσεις και ετοιμάστηκαν. Μαζί τους ετοιμάστηκε και ο κρατούμενος. Ήξερε τι τον περίμενε.
«Τα πεθαμένα σου, ρε αλήτη» είπε ξαφνικά ο πιο ψηλός και του έριξε μια κλοτσιά στο πρόσωπο όπως ήταν καθισμένος επάνω στο στρώμα. Οι άλλοι δύο τον σήκωσαν όρθιο. Ο άνδρας, αν και δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του από το ισχυρό χτύπημα, ένιωθε σαν να έβλεπε από ψηλά τα όσα διαδραματίζονταν στο κελί. Σαν να μην ήταν εκείνος, αλλά κάποιος άλλος.
Οι γροθιές του ψηλού άνδρα έπεφταν σαν έμβολα στο πρόσωπο και το στομάχι του. «Πρέπει τώρα να χάσω τις αισθήσεις μου, τώρα, σε παρακαλώ» ικέτευσε σιωπηλά γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε. Ο ψηλός κάποια στιγμή κουράστηκε. Πόνεσαν και τα κόκαλα των χεριών του από τις μπουνιές. «Κοίτα ο κερατάς, μάτωσε και με λέρωσε. Την Παναγία σου μέσα, σκατόπαιδο» ούρλιαξε.
Είχε έρθει η σειρά του επόμενου βασανιστή. Εκείνου με τις μεγάλες πλάτες και την κτηνώδη δύναμη, που στο χωριό του, όταν ήταν μικρός, τα άλλα παιδάκια τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του και τον φώναζαν «μπουνταλά». Πήρε φόρα στο στενό κελί και σαν ποδοσφαιριστής άρχισε να κλοτσάει τον κρατούμενο μέχρι να λαχανιάσει. Στο στομάχι, στην κοιλιά, στα καλάμια, στα γεννητικά όργανα. «Βρομιάρη, δολοφόνε» φώναζε.
Λίγο πριν ο μαυρομάλλης άνδρας, που βρισκόταν στη μέση, χάσει τις αισθήσεις του, πρόσεξε τα βρόμικα κατακίτρινα δόντια του βασανιστή του. Ύστερα έγειρε το κεφάλι και καυτά ούρα έφυγαν από μέσα του λεκιάζοντας το ήδη βρόμικο και σκισμένο παντελόνι του...
Βαριά βήματα ακούστηκαν από τον διάδρομο. Στην πόρτα πρόβαλε ένας τέταρτος άνδρας. Οι βασανιστές, ιδρωμένοι και ματωμένοι από τα αίματα του θύματός τους, ίσιωσαν το κορμί τους. «Ηλίθιοι, σας είπα να μου τον ζεστάνετε, όχι να τον αφήσετε αναίσθητο. Ξεντύστε τον και συνεφέρτε τον». Ο λοχαγός Πεζικού και υποδιοικητής του ΕΑΤ - ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, από τη Λακωνία, χάζευε ηδονιζόμενος τα «παλικάρια» του που ξέντυναν με κοφτές κινήσεις τον ανυπεράσπιστο άνδρα. «Άλλο ένα τσογλάνι. Ποιητής σου λέει. Γαμώ τη μόρφωσή τους».
Ο άνδρας στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του. Ήταν ολόγυμνος. Ο Θεοφιλογιαννάκος, με αργά βήματα, έκανε έναν γύρο από τον σακατεμένο νέο που τον υποβάσταζαν οι δυο από τους τρεις ΕΣΑτζήδες. Άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά τζούρα. Η καύτρα έγινε βαθιά πορτοκαλί. Έφερε το τσιγάρο στο στήθος του άνδρα. Τον κοίταζε σαδιστικά στα μάτια. Ακούμπησε τη δεξιά του ρώγα. Το θύμα ούρλιαξε. Κάποιος του έπιασε τα μαύρα του μαλλιά και του σήκωσε το κεφάλι. Ο βασανιστής συνέχιζε να τον κοιτάζει προκλητικά. Δεν πίεσε το τσιγάρο έστω για να σβήσει. Απλά το ακουμπούσε στη ρώγα του θύματός του. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας γέμισε το δωμάτιο.
«Μην τον αφήσετε να λιποθυμήσει, κακομοίρηδες, εσείς θα την πληρώσετε» διέταξε τους τρεις βοηθούς του ο υποδιοικητής. Έφερε το πρόσωπό του κοντά στο πληγιασμένο και πρησμένο πρόσωπο του άνδρα. «Θα μιλήσεις, σκύλας γιε;» τον ρώτησε με φωνή που ακουγόταν ελάχιστα. Ταυτόχρονα με το δεξί του χέρι έπιασε τους όρχεις του βασανιζόμενου και με δύναμη τους έστριψε. Και όλο τους έστριβε. Ο πόνος ήταν αφόρητος. «Δεν θα μιλήσεις;». Ο τέταρτος βασανιστής της «παρέας», που για λίγο είχε βγει από το δωμάτιο, επέστρεψε με ένα καμινέτο μικρό, σαν αυτό που ψήνουν τους τούρκικους καφέδες. Για ώρα δεν συμμετείχε. Η δουλειά του ήταν άλλη. Άναψε το καμινέτο και στη φλόγα του έφερε για πολλή ώρα μικρά σύρματα και μακρόστενες μυτερές βελόνες.
Φορούσε γάντια για να μην καεί. Όταν οι βελόνες πύρωσαν, με ένα σαδιστικό χαμόγελο ο Θεοφιλογιαννάκος φόρεσε κι εκείνος ένα γάντι κι έπιασε μια βελόνα που είχε γίνει κατακόκκινη. «Βαστάτε τον καλά να μην κουνιέται». Με σταθερό χέρι, σαν χειρουργού, έπιασε το πέος του θύματος και με το άλλο έσπρωξε αργά την πυρωμένη βελόνα μέσα στην ουρήθρα. Ίσως είναι από τους πόνους που κανείς μα κανείς δεν μπορεί να περιγράψει. Το θύμα σφάδαζε, τα μάτια του γύρισαν. Τα πνευμόνια του δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα μέσα τους για να ουρλιάξει. Μούγκριζε. Ο αρχιβασανιστής ηδονιζόταν, το ανυπεράσπιστο θύμα του έσβηνε.
Ο βασανισμένος νέος ένιωσε το στομάχι του να φτάνει στον λαιμό του. Έκανε εμετό. Μια πράσινη χολή έσταξε επάνω στο γυμνό κορμί του. Κούνησε το κεφάλι του με δυσκολία πάνω-κάτω. Ο λοχαγός σαν να χάρηκε. Τράβηξε αργά τη ματωμένη βελόνα που πλέον είχε παγώσει και πλησίασε. Τότε ο Αλέκος Παναγούλης τον έφτυσε στο πρόσωπο προκλητικά με όση δύναμη είχε μέσα του.
Ο αποτυχημένος πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, που δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, ούρλιαξε. «Θα τον σκοτώσω τον πούστη. Αφήστε τον. Το τελευταίο του κομμάτι δεν θα το γνωρίσει η σκύλα που τον γέννησε». Ως διά μαγείας το ένα του χέρι βρέθηκε να βαστάει ένα συρμάτινο βούρδουλα. Άρχισε να χτυπάει στα τυφλά επάνω στις πληγές σαν μαινόμενος ταύρος και να βρίζει. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Παναγούλη και όλα γύρω του μαύρισαν.
Ο Θεοφιλογιαννάκος, κοίταξε το «γεμάτο» πρόγραμμα ανακρίσεων και μετά ευχαριστημένος κατευθύνθηκε προς τα κελιά. Στο στρατόπεδό τους είχαν φέρει και νέο όργανο βασανισμού, το περίφημο «στεφάνι». Κάτι σαν το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού, αλλά από σίδερο και με ελάσματα για να ανοιγοκλείνει. Ήταν χαρούμενος.
Εκείνος, ένας ταγματάρχης, είχε καταφέρει να παίρνει μισθό σχεδόν πρωθυπουργού. «Να μας ζήσεις, Παπαδόπουλε». Σκέφτηκε. «Και καθαρίζουμε τα κομμούνια, και μπορούμε και κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα. Ζήτω η επανάστασις». Και αμέσως μετά έκανε τους υπολογισμούς για τον μισθό που έπαιρνε τον μήνα: «Ο βασικός και για κάθε ανάκριση 450 δραχμές επιπλέον. Συν τα επιδόματα. Συν τα... ανθυγιεινά, συν το επίδομα θέσης. Μα ποιος είμαι; Κάθε μήνα 1.200 δολάρια στην τσεπούλα».
Ο στρατοδίκης Μιχάλης Ζούβελος στην δίκη, ανέφερε για τον Θεοφιλογιαννάκο: «Οργάνωσε κατά ζηλευτόν τρόπον ένα πλήρες δίκτυο παρακολουθήσεως, συλλήψεων, εκφοβισμού. Διαπνεόμενος από τυφλόν αντικομμουνισμόν, είμαι βέβαιος ότι, αν συνέβαινε ένας ισχυρός καταστρεπτικός σεισμός, ο μόνος εν Ελλάδι που θα τον απέδιδε στους κομμουνιστάς είναι ο –ταγματάρχης τότε– Θεοφιλογιαννάκος».
Ο Θεοφιλογιαννάκος μέχρι το τέλος του παρέμεινε αμετανόητος. Καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά χρόνια μετά κυκλοφορούσε ελεύθερος, ενώ τα καλοκαίρια απολάμβανε τζάμπα διακοπές μαζί με τον Παττακό σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της Αναβύσσου.
Μέρος από άρθρο στο:www.topontiki.gr