Οι ουτοπίες μάς βοηθούν να ζήσουμε στον τόπο που καταδικαστήκαμε να ζούμε!
Αυτός ο άνθρωπος, ο μικρός, ο Μέγας.
Η εκτυφλωτική λάμψη της ύβρεως της ανθρώπινης γνώσης (Ύβρις: το ξεπέρασμα του μέτρου) σκόρπισε τους ιερούς ίσκιους, που φόβιζαν τον άνθρωπο, μα και τον προστάτευαν από το παράλογο της ζωής και του θανάτου.
Και τώρα, με τρόμο και απορημένος, αντικρίζει το ειδεχθές κενό, που μόνος του δημιούργησε και μόνος του έπεσε μέσα.
Τρομοκρατημένος, ο άνθρωπος της κενότητας, κάνει μακροβούτια στους μυστηριώδεις βυθούς των γονιδίων, αναζητώντας καινούργιους προστατευτικούς ανίερους, πια, ίσκιους, πριν ακόμη μάθει να κολυμπά στην απέραντη θάλασσα της ατέρμονης γνώσης.
Χωρίς να έχει σκεφτεί, πώς θα χρησιμοποιήσει την καινούργια του, τρομακτική, γνώση. Πώς θα δημιουργήσει άνθρωπον καινόν, καινούργιο, κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του.
Τεχνοκράτες Φάουστ, που νομίζουν πως κατέχουν το μυστικό της γνώσης, ενώ δεν είναι παρά μαθητευόμενοι μάγοι Μέρλιν, σίγουρα και σύντομα θα τους δοθεί να καταλάβουν, πως το «τζίνι», που έβγαλαν από το μπουκάλι, θα στραπατσάρει την αλαζονεία τους.
Ας κοιτάξει τα μούτρα του στον συνειδησιακό του καθρέφτη. Αυτό το απάνθρωπο πρόσωπο του πολέμου, το καταφαγωμένο από τα μαλάματα της απληστίας, της δουλοφροσύνης στο χρήμα, αυτό το άσχημο πρόσωπο της αδιαφορίας, της παραίτησης, της καταστροφής κάθε αξίας και ηθικής, αυτό το δύσμορφο πρόσωπο, δικό του είναι.
Αυτός είναι, ο μικρός άνθρωπος, ο αξιοπεριφρόνητος:
Που τον στραβώνει, η λάμψη του πλούτου, που ψευτίζει κάθε αξία.
Που θολώνει τον νου του, η αλαζονεία.
Που την ψυχή του φθείρει η απληστία.
Που, καμώνεται πως υπηρετεί τον λαό, ο σπουδαιογελοίος,
μα ουδέποτε υπηρετεί την αλήθεια.
Που μιλά για δικαιοσύνη, και εννοεί εκδίκηση.
Που αγοράζει ετοιματζίδικες γνώμες, από το γυάλινο βλακοκούτι.
Αυτός ο μικρόψυχος άνθρωποος, τα μικραίνει όλα στο μπόι της μικρότητάς του.
Και δεν έχει, πια, τη δύναμη να περιφρονήσει τον εαυτό του, γιατί του στέρησαν το «μέσα» βλέμμα, και δεν μπορεί πια να δει εντός του.
Αυτός ο μικρός άνθρωπος, ρωτά:
«Τι είναι δικαιοσύνη;», γιατί δεν ήταν τυφλός όταν δίκαζε.
«Τι είναι αγάπη;», γιατί δεν την νοιώθει πια, και τη μπερδεύει με τον πόθο.
«Τι είναι έρωτας;», γιατί δεν φτερουγίζει πια μες την καρδιά του, και δεν μπορεί να τον ξεχωρίσει από το ζωώδες γαμήσι.
«Τι είναι αστέρι;», γιατί πια δεν κοιτά τον ουρανό, παρά μόνο να σκύβει το κεφάλι στη γης ξέρει.
«Τι είναι δημιουργία;», γιατί τα μάτια της ψυχής του είναι κλειστά και δεν τη βλέπει, σε κάθε λουλούδι, σε κάθε ζωντανό, σε κάθε αστέρι, στην ανατολή και τη δύση του ήλιου, στο νότισμα της βροχής και στο φύσημα του αγέρα, στην ανάσα του άλλου.
Και να, ο Άνθρωπος, ο Καλός, ο Μέγας,
Κινά, με λογισμό μαζί και όνειρο,
με ψυχή και νου γεμάτα κόσμους,
κινά για να γίνει, σκοπός ο ίδιος και μέσον,
αυτός που θα πραγματώσει την ανθρωπιά του Ανθρώπου.
Τον εξανθρωπισμό του.
Αυτό ο άνθρωπος, ο Καλός, ο Μέγας,
«Που (δεν) τον εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες/και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες»
(Κ. Καβάφης),
Θα θυσιάζεται, εδώ στη γη, όχι για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά για να γεννήσει, εδώ, σ’ αυτήν τη γη, την ανθρωπιά του Ανθρώπου.
Θα σπαταλιέται για τον άλλον, χωρίς να περιμένει αμοιβή, μιας, κι αυτή η σπατάλη της ψυχής του, είναι η μόνη αμοιβή, που τον πληροί, τον γεμίζει.
Θα φυτεύει τον Λόγο του, όχι αδολεσχή λόγια, μπαρούφες, στα μυαλά των ανθρώπων, για να καρπίσουν.
Θα δικαιώνει το μέλλον και θα συγχωρεί το παρελθόν, χωρίς να το ξεχνά.
Η πληγωμένη του ψυχή κρύβει τον άνθρωπο, που δεν έγινε ακόμη Άνθρωπος και θα ματώνει γι’ αυτόν, μέχρις ότου φανεί ο Άνθρωπος, ο δημιουργός, που δεν έχει ανάγκη από πιστούς, αλλά από συντρόφους.
Ο Άνθρωπος που «θα γίνεις αυτός που είσαι (άνθρωπος) μαθαίνοντας: γένοι' οίος εσί μαθών» (Πίνδαρος).
Ο άνθρωπος, που θα ντρέπεται, όταν τυχαίνει, να τον ευνοεί η τύχη, γιατί τίποτα δεν θα θέλει, που δεν θα το έχει μόνος του αποκτήσει.
Με τη δύναμη του νου και της ψυχής του.
Που δεν θα υποτάσσεται, παρά μόνο στην προσταγή της συνείδησής του, και, γι αυτόν τον άνθρωπο, ανεξερεύνητο θα μένει, μόνο, ό,τι δεν ερευνά.
Ανεβαίνοντας πάντα, όλο και ψηλότερα, για να φτάσει τον Άνθρωπο, το μόνο που θα περιμένει, ίσως, είναι κάποιο αστροπελέκι.
Ο άνθρωπος, αυτός, όχι πια ο μικρός, αλλά ο Μέγας θα περάσει τροπαιοφόρος τις πύλες της Πόλεως των Ελλήνων ανθρώπων.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΕΓΩ. ΤΙ Μ' ΑΝΩ ΚΑΤΩ ΕΛΚΕΤ' ΑΜΟΥΣΟΙ
ΟΥΧ ΥΜΙΝ ΕΠΟΝΟΥΝ, ΤΟΙΣ Δ' ΕΜ' ΕΠΙΣΤΑΜΕΝΟΙΣ.
ΕΙΣ ΕΜΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΡΙΣΜΥΡΙΟΙ, ΟΙ Δ' ΑΝΑΡΙΘΜΟΙ ΟΥΔΕΙΣ.
ΤΑΥΤΑ ΑΥΔΩ ΚΑΙ ΠΑΡΑ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Εγώ είμαι ο Ηράκλειτος. Τι με τραβάτε πάνω-κάτω αγράμματοι;
Κόπιαζα, όχι για σας αλλά γι’ αυτούς που με καταλαβαίνουν.
Ένας όταν είναι άνθρωπος για μένα τρεις μυριάδες, και οι αναρίθμητοι κανένας.
Τούτα θα πω και στην Περσεφόνη.
«Τήδε κείμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος»
Ελ.Α.
πηγή:www.zougla.gr