Είναι η «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση», η πρόταση ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ; (του Γιώργου Καλαντζόπουλου)

Αρθρογραφία 03 Μαρτίου 2017

Το πλήρες κείμενο της μελέτης του ΕΔΕΠΟΚ, η οποία δημοσιεύθηκε με τη υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, είναι διαθέσιμο στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα.

του Γιώργου Καλαντζόπουλου

1. ΟΝΕ: ενιαίο νόμισμα χωρίς ενιαίο κράτος.

Το 1o κεφάλαιο της μελέτης που αναφέρεται στην αποτυχία της ΟΝΕ και τον ρόλο της Γερμανίας, επικεντρώνεται σε τρεις βασικές επισημάνσεις:

α) Μέσα από την ΟΝΕ, η Γερμανία κατάφερε να κυριαρχήσει στη νομισματική, αλλά και στην οικονομική και την πολιτική σφαίρα της Ευρώπης.

β) Αυτό έχει επιτευχθεί, σε μεγάλο βαθμό, σε βάρος των μισθών των Γερμανών εργαζομένων και άλλων κοινωνικών στρωμάτων χαμηλού εισοδήματος.

γ) Πλήθος ορθόδοξων οικονομολόγων έχουν από καιρό συνειδητοποιήσει ότι η Ευρωζώνη δεν διαθέτει σημαντικά εργαλεία, όπως για παράδειγμα, έναν ενιαίο μηχανισμό δημοσιονομικών μεταβιβάσεων και μια τραπεζική ένωση.

Όμως, τα προβλήματα της Ευρωζώνης δεν ανακαλύφθηκαν εκ των υστέρων από κάποιους ειδικούς της τεχνοεπιστήμης των οικονομικών, όπως επισημαίνει η μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ. Αντίθετα ήταν γνωστά από την πρώτη στιγμή στα επιτελεία της ΕΕ. Η απόφαση ήταν ένα πολιτικό “στοίχημα”, για το οποίο το Γερμανικό κράτος είχε μεγάλες επιφυλάξεις.

Ένας απ' αυτούς που εξέφρασαν τότε δημόσια αυτές τις επιφυλάξεις ήταν και ο κ. Σόιμπλε με δημοσιεύματά του όπου επισήμανε τις ίδιες αδυναμίες για την ΟΝΕ, με αυτές που εντοπίζει σήμερα και η μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ. Οι επιφυλάξεις του Γερμανικού κράτους για το ενιαίο νόμισμα εντοπίζονταν στο πόσο μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματική νομισματική πολιτική από την ΕΕ εφόσον δεν διαθέτει τους αναγκαίους μηχανισμούς, ανάλογους με αυτούς που διαθέτει ένα κράτος. Οι μηχανισμοί αυτοί απουσίαζαν από την ΕΕ και δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από την μια στιγμή στην άλλη, για πολλούς και διάφορους λόγους.

Η άποψη αυτή έκτοτε έχει επανέλθει διαφορές φορές στην επιφάνεια, όπως για παράδειγμα αποτυπώνεται σε ένα δημοσίευμα του 2011 στην DW: «Ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κράτος είναι η μοναδική διέξοδος από την κρίση» Το Γερμανικό κράτος λοιπόν δεν ήταν υπέρ της νομισματικής ενοποίησης. Η νομισματική ενοποίηση προέκυψε ως αντάλλαγμα-εκβιασμός για την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μιτεράν προς τον Γερμανό καγκελάριο.

Η μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ αποδίδει την κυριαρχία της Γερμανίας σε οικονομικούς όρους: «επιτευχθεί, σε μεγάλο βαθμό, σε βάρος των μισθών των Γερμανών εργαζομένων και άλλων κοινωνικών στρωμάτων χαμηλού εισοδήματος». Πράγματι, αυτό συνέβη μέσω μιας συγκεκριμένης πολιτικής που είχε όμως πολύ υψηλότερες στοχεύσεις: Την ενοποίηση των δυο Γερμανιών και στο πως η μια Γερμανία εκμεταλλεύτηκε την άλλη. Η εμπειρία και η τεχνογνωσία που απέκτησε από αυτή την διαδικασία στο εσωτερικό του το Γερμανικό κράτος, είναι βασικό αναφορικό για τις πολιτικές της λιτότητας και όχι μόνο, που διαπερνούν τις ντιρεκτίβες/κατευθύνσεις για την ΟΝΕ.

Όμως, ο πραγματικός χαρακτήρας της Γερμανικής ηγεμονίας δεν καταγράφεται μόνον στις πολιτικές που εφαρμόζονται εντός ΟΝΕ, αλλά στην θεσμική, πολιτική και οικονομική διάκριση εντός της ΕΕ ανάμεσα στις χώρες που συμμετέχουν στην ΟΝΕ και σε αυτές που είναι εκτός: Αν δεν υπήρχε αυτή η διάκριση εντός της ΕΕ, δεν θα μπορούσε να υπάρχει σήμερα η ΟΝΕ με την μορφή των “Ενωμένων πολιτειών της Γερμανίας”.

Δεν πρόκειται λοιπόν για μια ηγεμονία που κατακτήθηκε μόνον «μέσα από την ΟΝΕ», όπως εκτιμά η μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ. Μια άλλη πλευρά της εμπέδωσης αυτής της ηγεμονίας αφορά στην πολιτική εξάρτησης των χωρών του ανατολικού μπλοκ, πολιτική που ξεκίνησε με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Το Γερμανικό κράτος έχει την ευχέρεια να διαμορφώνει τις δικές του σχέσεις με άλλα κράτη, σχέσεις που δεν διαμεσολαβούνται αναγκαστικά μέσα από τις πολιτικές της ΕΕ.

Πρόκειται για ένα ιστορικό υπόδειγμα εξίσου επιτυχημένο με την ενοποίηση των δυο Γερμανιών, το οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί σήμερα με τις αναγκαίες προσαρμογές και εντός της ΕΕ. Δεν διαφαίνεται το Γερμανικό κράτος να έχει αναστολές για το αν κράτη εντός της Ευρωζώνης διασπαστούν σε μικρότερα - όπως για παράδειγμα η Ισπανία - ή αποχωρήσουν από την ΟΝΕ - όπως για παράδειγμα η Ελλάδα - εφόσον αυτές οι διαιρέσεις ή αποχωρήσεις γίνουν με όρους που δεν θα κλωνίζουν την δική του ηγεμονική θέση στην ΕΕ.

Η ανάγκη πολιτικής ανάλυσης - που απουσιάζει από την μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ- γίνεται φανερή από την απουσία της πολιτικής διάστασης των οικονομικών εργαλείων στα οποία αναφέρεται η μελέτη. Η μελέτη επικεντρώνει στο ευρώ. Όμως το «χρέος» ως πολιτική και όχι ως οικονομική κατηγορία είναι το βασικό κλειδί για να αντιληφθούμε τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης κυβερντητικότητας στην χώρα μας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» που ονομάζεται μνημόνιο. Το καθεστώς αυτό είναι η πολιτική συνθήκη κάτω απ' την οποία σήμερα επεκτείνεται η κεφαλαιακή σχέση στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.


2. Η πρόταση ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ και τα μνημόνια

Στην μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ ούτε ο υπαστυνόμος Σαΐνης δεν θα μπορούσε να εντοπίσει τα “υποκείμενα” που κινούν την ιστορία: Απουσιάζουν τα πεδία των συγκρούσεων, οι αλλαγές των συσχετισμών και οι χώροι της κυριαρχίας. Υπάρχουν μόνον κάποιοι “νόμοι” της οικονομίας που βάζουν την σφραγίδα τους στις εξελίξεις (οι οποίοι αποτυπώνονται σε κάποια μαθηματικά μοντέλα). Όποιος δεν τους λαμβάνει υπόψη, οδηγείται σε λαθεμένες πολιτικές επιλογές.

Οι πολιτικές επιλογές όμως δεν κρίνονται εκ των προτέρων από την “συμφωνία” τους με κάποιες νομοτέλειες και μοντέλα που καθορίζει η τεχντοεπιστήμη της οικονομίας, αλλά εκ των υστέρων από τα αποτελέσματα που επιφέρουν στην κοινωνία και επομένως και στην οικονομία. Σημασία έχει και ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλονται οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές. Οι ακραίες πολιτικές λιτότητας, όπως έχει δείξει η ιστορία, συνήθως δεν μπορούν να επιβληθούν μέσα σε συνθήκες “κανονικότητας” σε ότι αφορά στην λειτουργία των θεσμών.

Τα μνημόνια αποτελούν καθεστώτα έκτακτης ανάγκης: Στα πλαίσια μιας πολιτικής πρακτικής “διαχείρισης κινδύνων” επιβάλουν πρόσθετες μεταρρυθμίσεις πέρα από το ως τότε εγκαθιδρυμένο πλκαίσιο “κανονικότητας” της λειτουργίας του κράτους . Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που δεν μπορούν να επιβληθούν μέσα από την κανονικότητα της λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και των θεσμών λαϊκής αντιπροσώπευσης, αλλά μόνο υπό καθεστώς “έκτακτης ανάγκης”. Η “κρίση χρέους” είναι το σύνηθες εργαλείο για την επιβολή αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η επίκληση του “εθνικού κινδύνου” της χρεωκοπίας - κίνδυνος ο οποίος τις περισσότερες φορές είναι προκατασκευασμένος - αποτελεί την αφορμή για την επιβολή των εκτάκτων καθεστώτων διακυβέρνησης του νεοφιλελευθερισμού, που αποκαλούνται “μνημόνια”.

Όμως τα μνημόνια δεν είναι μόνον έκτακτες μορφές επιβολής πολιτικών λιτότητας: Είναι και ρυθμίσεις των ανταγωνισμών στο χώρο του κεφάλαιου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου παρόμοιες ρυθμίσεις είχαν καθοριστική σημασία, είναι η επιβολή του “μνημονίου” της Κύπρου. Οι ρυθμίσεις εκεί δεν απέβλεπαν πρώτιστα στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης κεφάλαιου – εργασίας εντός μιας κρατικής οντότητας αλλά στην αναδιαμόρφωση σχέσεων κυριαρχίας εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ δεν οριοθετείται πολιτικά απέναντι στον χαρακτήρα του μνημονίου, ως καθεστώτος πολιτικής διαχείρισης «εκτάκτου ανάγκης». Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη πολιτική σημασία καθώς δεν ξεκαθαρίζεται αν για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα απαιτείται ανάλογο καθεστώς διακυβέρνησης. Από τον χαρακτήρα όμως ορισμένων προτάσεων μοιάζει το καθεστώς «εκτάκτου ανάγκης» να διατηρείται για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.

Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται σε μια σύντομη περίοδο κάποιων εβδομάδων ή μηνών όπου θα πρέπει να επιλυθούν κυρίως οι τεχνικές πλευρές της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Η μελέτη του ΕΔΕΠΟΚ προτείνει μια μακροπρόθεσμη και “διαφορετικού τύπου ανάπτυξη” της χώρας, μέσα από μια σειρά μέτρων και κατευθύνσεων που προϋποθέτουν κεντρικό κρατικό σχεδιασμό της οικονομίας. Οι αστοί θα εξαναγκαστούν να επενδύσουν στην βιομηχανία, και ο κόσμος της εργασίας θα πειστεί να σφίξει για μια φορά ακόμα το ζωνάρι του μέχρι να έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη.

Μήπως όμως αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε καθεστώτα “κρατικού καπιταλισμού”, όπου ο κοινωνικός ανταγωνισμός μπαίνει στον “γύψο” από το κράτος, χάριν της εθνικής οικονομίας και ανάπτυξης;

3. Η τεχνοεπιστήμη της οικονομίας και η Πολιτική

Η μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε δημόσια εκδήλωση στα μέσα του Φλεβάρη στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ. Ο Κ. Λαπαβίτσας είχε δηλώσει αρκετές μέρες πριν από την εκδήλωση ότι «Έχουμε έτοιμη μια σημαντική μελέτη για την Ελλάδα, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως μοντέλο και για άλλες χώρες της Ευρώπης, και θα την παρουσιάσουμε σε ανοιχτή δημόσια εκδήλωση στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου». Η εκδήλωση αυτή για τη δραχμή χαρακτηρίζεται από μια αντίφαση: Ενώ έχει σαφώς πολιτικό χαρακτήρα, το αντικείμενό της σύμφωνα με τους οργανωτές χαρακτηρίζεται ως “επιστημονικό”.

Ο Γιάννης Νικολόπουλος στην κριτική του που δημοσιεύτηκε στο “RProject.gr” (Ο κεϋνσιανός δρόμος της απώλειας: Στην εκδήλωση του ΕΔΕΚΟΠ για τη δραχμή) επιχειρεί να κρίνει πολιτικά μια μελέτη που προβάλλεται ως επιστημονική εργασία. Παραβλέπει όμως τις ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στην πολιτική και την επιστήμη, αλλά και τον αντιφατικό χαρακτήρα της εκδήλωσης που προκύπτει απ' αυτές, Το ίδιο συμβαίνει και με τους οργανωτές της εκδήλωσης.

Σε παρόμοιες εκδηλώσεις δεν κρίνεται η “επιστημονική αλήθεια” των προτάσεων που προβάλλονται. Στοχεύουν στο “ πλασάρισμα ” αυτών των προτάσεων και όχι στην διερεύνηση των όρων παραγωγής τους. Αυτό που κρίνεται είναι κατά πόσο ενισχύονται ή αποδομούνται οι σχέσεις εμπιστοσύνης προς το κύρος και την επιστημονική αυθεντία των οργανωτών/ομιλητών.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Γιάννης Νικολόπουλος παραβλέπει τον αντιφατικό χαρακτήρα της εκδήλωσης του ΕΔΕΚΟΠ, καταγράφεται σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της κριτικής του, εκείνο που αναφέρεται στην χαμένη ευκαιρία των διοργανωτών: «Αν και ολοφάνερα, δεν υπήρχαν υποστηρικτές του ευρώ ή αμφιταλαντευόμενοι, τουλάχιστον, στο θέμα της ρήξης με την Ευρωζώνη ανάμεσα στο κοινό, το πλήθος διψούσε και κατά κάποιον τρόπο απαιτούσε να εξοπλιστεί με βάσιμα, καθαρά, κατανοητά και σαφή επιχειρήματα για τη μετάβαση στη δραχμή, επιχειρήματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην καθημερινότητα του, στο καφενείο, στο οικογενειακό τραπέζι, στην ουρά του ΟΑΕΔ, στη λαϊκή αγορά, στη γειτονιά και την πολυκατοικία του. Η εκδήλωση έπασχε ακριβώς σε αυτό το σημείο : Δεν εκλαΐκευσε την «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τη μετάβαση στη δραχμή». Κάποιοι πίνακες αναλύσεων και τα διαγράμματα, που χρησιμοποίησε κυρίως ο Μαριόλης θα δυσκόλευαν ακόμη και τελειόφοιτους φοιτητές των οικονομικών.»

Εδώ το πολιτικό πρόταγμα εκλαμβάνεται ως δεδομένο. Στόχος είναι η στήριξή του με εκλαϊκευμένα “επιστημονικά” επιχειρήματα. Η επάρκεια της εκδήλωσης κρίνεται με βάση το αν και κατά πόσο εξυπηρετεί την προπαγάνδα...

Ο Κ. Λαπαβίτσας είναι πιο προσεχτικός σε ότι αφορά στην χρήση της επιστήμης από την πολιτική, γιαυτό προσδιορίζει ως κυρίαρχο τον “επιστημονικό” χαρακτήρα του ΕΔΕΚΟΠ. Οι διαφωνίες του Κ. Λαπαβίτσα και του Γ. Νικολόπουλου δεν έχουν σχέση με την “επιστημονική” επάρκεια και την σοβαρότητα της μελέτης, αλλά εστιάζονται στο πολιτικό πρόταγμα που αυτή υπηρετεί. Ο Κ. Λαπαβίτσας θεωρεί την πορεία της εξόδου από την ΟΝΕ διακριτή από αυτήν της εξόδου και από την ΕΕ. Ο Γ. Νικολόπουλος από την άλλη θεωρεί τους δύο αυτούς στόχους συνυφασμένους στο πλαίσιο ένός “μεταβατικού” προγράμματος...

Ο Γ. Νικολόπουλος σε μεγάλο μέρος του κειμένου του εκφράζει την αγωνία για το αν η μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ είναι τελικά μια πρόταση που μπορεί να ενταχθεί σε ένα “μεταβατικό” πρόγραμμα για τον σοσιαλισμό. Επισημαίνει: « Έγραψα «σοσιαλισμό», λεξούλα που δεν ακούστηκε στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ, ίσως ακριβώς επειδή οι πυλώνες μετάβασης και ανασυγκρότησης (αύξηση της ζήτησης, για να καταπολεμηθεί η ανεργία και κρατικές επενδύσεις βραχυπρόθεσμα στις υπηρεσίες και μακροπρόθεσμα στη βιομηχανία και τη γεωργία, προκειμένου να προχωρήσει η παραγωγική ανασυγκρότηση) ήταν βγαλμένες λες από τα οικονομικά εγχειρίδια του κεϋνσιανισμού.»

Και συνεχίζει με πολλές άλλες παρόμοιες επισημάνσεις.

Όμως όλες αυτές - αν και πολιτικά ορθές ως προς το πρόταγμα που υπηρετούν - είναι παράλογο να προβάλλονται ως απαιτήσεις που μπορούν να ικανοποιηθούν, όχι μόνον από την συγκεκριμένη μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ, αλλά και από κάθε παρόμοια μελέτη. Οι βασικές πολιτικές επισημάνσεις που κάνει ο Γιάννη Νικολόπουλος κρίνονται πρώτιστα στο χώρο της κυριαρχίας/εξουσίας και όχι στο χώρο της εκμετάλλευσης/οικονομίας. Δεν είναι η λεωφόρος της οικονομικής “επιστήμης” που θα μας οδηγήσει στον σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός είναι υπόθεση κοινωνικής χειραφέτησης ενάντια στο κράτος και της πολιτικές του, που στηρίζεται στην πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών. Δεν είναι πρώτιστα υπόθεση κρατικής διαχείρισης. Η μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ είναι μια μελέτη που ασχολείται με ζητήματα διαχείρισης του αστικού κράτους, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αναδιάρθρωσης των σχέσεων του με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την νομισματική πολιτική που ακολουθείται, σε συνθήκες που δεν έχει ουσιαστικά ανατραπεί ο κοινωνικός συσχετισμός. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, εξάλλου δεν το κρύβουν και οι ίδιοι οι συντάκτες της.

Το πρόβλημα στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν εντοπίζεται στους συντάκτες της μελέτης του ΕΔΕΚΟΠ, αλλά στις απαιτήσεις ορισμένων αριστερών από τέτοιου είδους μελέτες και τις προτάσεις που τις συνοδεύουν: Πρόκειται για μια λαθεμένη μετάθεση προβλημάτων από το χώρο της πολιτικής στους “ειδικούς” της οικονομικής επιστήμης. Οι “επιστήμονες” οικονομολόγοι δεν δύνανται να δώσουν απαντήσεις στα πολιτικά προβλήματα της Αριστεράς, όπως ακριβώς δεν μπορούν να σχεδιάσουν την καπιταλιστική οικονομία με τρόπο που να μην οδηγείται σε κρίσεις ο καπιταλισμός. Όμως στη χώρα μας, οι αριστεροί δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο κύρος της οικονομικής επιστήμης, από ότι οι ίδιοι οι καπιταλιστές αλλά και οι πολιτικοί τους εκφραστές, οι οποίοι εμπιστεύονται περισσότερο τα “μέντιουμ” και τις “χαρτορίχτρες” που έχουν στα επιτελεία τους, από τους “σοβαρούς” οικονομολόγους, για να λάβουν κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις...


4. Υπάρχει όμως το Κράτος...

Ο Κ. Λαπαβίστας φιλοδοξεί η πρόταση του ΕΔΕΚΟΠ να λειτουργήσει ως “μοντέλο”. Ακριβώς εδώ υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα, όχι μόνον πολιτικό, αλλά κυρίως επιστημονικό: Το “μοντέλο” βεβαιώνει ότι προσεγγίζει και διαχειρίζεται με μαθηματικό τρόπο τις συνθήκες που κυρίαρχα διαμορφώνουν την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται. Προϋποθέτει ως παραδοχές για να λειτουργήσει κάποιες “κανονικότητες” που διέπουν αυτή την πραγματικότητα. Στην συγκεκριμένη μελέτη αυτές οι κανονικότητες αφορούν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Όμως η κυριαρχία και η αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης στους κοινωνικούς σχηματισμούς που κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν βασίζεται σε κάποιους “αντικειμενικούς νόμους” στο χώρο της οικονομίας, οι οποίοι προσδιορίζουν αυτές τις “κανονικότητες” αλλά στην “υποκειμενικότητα” του κράτους και τις πολιτικές που εκπορεύονται απ' αυτό. Η λειτουργία αυτή του κράτους, ισχύει τόσο σε συνθήκες “κανονικότητας” όσο και σε συνθήκες “κρίσης”. Χωρίς το κράτος, δεν θα υπήρχε η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε κανένα κοινωνικό σχηματισμό ούτε για μια μέρα. Σε “συνθήκες κρίσης” το κράτος “ενισχύεται” και δείχνει την πραγματική του δύναμη.

Η εξέλιξη του καπιταλισμού είναι η ιστορία των κρίσεων του. Σε αυτές τις κρίσεις ιστορικά δεν έχει αμφισβητηθεί η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το διακύβευμα ήταν άλλο: οι μορφές και οι όροι με τους οποίους επιβάλλεται η επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης εντός των κοινωνικών σχηματισμών. Οι κρίσεις είναι μορφές εκσυγχρονισμού οι οποίες χαρακτηρίζονται από αναδιαρθρώσεις που αφορούν στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων (δηλαδή όχι μόνον στις σχέσεις κεφαλαίου - εργασίας, αλλά και ακόμα και στις σχέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης, όπου συχνά καταστρέφονται μερίδες του κεφαλαίου οι οποίες είναι “απολιθωμένες” και δεν μπορούν να εκσυγχρονιστούν). Ο εκσυγχρονισμός αυτός γίνεται κάτω από την συνθήκη του “έθνους - κράτους”.

Η “παγκοσμιοποίηση” είναι ένα στάδιο της εξέλιξης του καπιταλισμού, η οποία έθεσε με όρους “κανονικότητας” ορισμένες πλευρές του φαινομένου των “κρίσεων” , τροποποιώντας μαζί τους πολιτικούς και οικονομικούς όρους που αποτυπώνονταν σε αυτό που παλαιότερα ονομάζαμε “ιμπεριαλιστική αλυσίδα”, χωρίς να καταργεί την συνθήκη του “έθνους - κράτους”.

Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της “επέκτασης της καπιταλιστικής σχέσης” την εποχή της παγκοσμιοποίησης, αρκεί να δούμε πως έχουν αντιστραφεί ποσοτικά μερικοί δείκτες: Ενώ την δεκαετία του 70 το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού του πλανήτη μπορούσε να επιβιώσει με αυτά που καλλιεργούσε και με τα ζώα που εξέτρεφε (άρα μια καπιταλιστική κρίση ελάχιστα θα επηρέαζε τις συνθήκες διαβίωσής του), σήμερα αυτό έχει αλλάξει σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η εμπλοκή λαϊκών στρωμάτων με το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει διευρυνθεί σημαντικά. Την εποχή που έγινε πρωθυπουργός στην Αγγλία η Θάτσερ, δεκαπλασιάστηκε μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός των μετόχων σε χρηματοπιστωτικά παράγωγα.

Το φαινόμενο επεκτάθηκε με ραγδαίο ρυθμό σε όλο τον πλανήτη (ας θυμηθούμε και την δική μας “φούσκα” του χρηματιστηρίου και την αντίστοιχη άνθηση των Αλβανικών “πυραμίδων” που οδήγησε στην εξέγερση του 1997). Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι καλά να πάθουν εκείνοι που νόμισαν ότι έτσι θα γίνουν ...καπιταλιστές. Όμως δεν έπαθαν μόνο όσοι είχαν τέτοιες βλέψεις! Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που τα αποθεματικά του ασφαλιστικού του ταμείου, έγιναν επενδύσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, βρέθηκε άθελά του σε θέση ...“καπιταλιστή”, αφού η σύνταξή του και η υγεία του, εξαρτώνται από τις ανόδους και τις πτώσεις των χρηματιστηρίων.

Η σημερινή κρίση στην χώρα μας - όπως αυτή αποτυπώνεται στο καθεστώς διαχείρισης ”έκτακτης ανάγκης” που ονομάζεται μνημόνιο - δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι έχει τα χαρακτηριστικά μιας βίαιης “επέκτασης της καπιταλιστικής σχέσης”. Ο συσσωρευμένος πλούτος των μικρομεσαίων στρωμάτων (είτε με την μορφή ακίνητης περιουσίας, καταθέσεων κλπ) καθώς και η δημόσια περιουσία εκλαμβάνονται ως μορφές “απολιθωμένου” κεφαλαίου το οποίο βρίσκεται εκτός κυκλοφορίας, γιαυτό και θα πρέπει να ενταχθεί με άλλους όρους ( με αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος κλπ), στην λειτουργία της κεφαλαιακής σχέσης. Η επέκταση της καπιταλιστικής σχέσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό έχει και άλλες πλευρές που αποτυπώνονται σε μια σειρά μέτρων που επιβάλλονται από τα μνημόνια όπως: Οι ελεύθεροι επαγγελματίες για να επιβιώσουν θα πρέπει να συγκροτηθούν σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις (ως μέτοχοι ή ως υπάλληλοι). Η γενίκευση του καθεστώτος των ελαστικών σχέσεων εργασίας και της κατάργησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι μια μορφή εισαγωγής του “καπιταλιστικού ανταγωνισμού” εντός του κόσμου της εργασίας. Η επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης είναι μια γενικότερη αναδιάρθρωση που εμπλέκει το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων (με σημαντικές επιπτώσεις, στο αν και πως μπορούν να συγκροτηθούν ως “κοινωνικές δυνάμεις”, αυτόνομα ή ως κοινωνικές συμμαχίες) και δεν αφορά μόνον στις επιμέρους στρατηγικές και συμφέροντα μερίδων της αστικής τάξης και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.

Η Αριστερά σήμερα δεν έχει διαμορφώσει πολιτικές - υπαρκτές στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού - που να αντιμάχονται αυτές τις εξελίξεις. Δεν μπορεί καν να συγκροτήσει με όρους κοινωνικής δύναμης την κοινωνική συμμαχία εντός του χώρου της εργασίας ανάμεσα στους εργαζόμενους που έχουν μόνιμη μισθωτή εργασία και τους άνεργους ή υποαπασχολούμενους. Έχει όμως συγκεκριμένες προτάσεις για το “εθνικό νόμισμα”, δανειζόμενη τα προφανή επιχειρήματα ως προς τις δυνατότητες που έχουν τα εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής στα καπιταλιστικά κράτη, τόσο σε ότι αφορά στο εσωτερικό τους, όσο και στις εξωτερικές σχέσεις τους.


5. Έχει σήμερα κάποια πολιτική αξία η πρόταση ΕΔΕΚΟΠ για τη δραχμή;

Η πολιτική αξία των προτάσεων της ΕΔΕΚΟΠ δεν έγκειται στο αν αυτές συμφωνούν ή αντιστρατεύονται το “πολιτικό σχέδιο” ή “μεταβατικό πρόγραμμα”, έχουν διαμορφώσει κάποια άλλα επιτελεία. Η πολιτική αξία τους κρίνεται στο εάν και κατά πόσο μπορούν να λειτουργήσουν στη συγκυρία τροποποιώντας κάποιους πολιτικούς ή κοινωνικούς συσχετισμούς.

Μέχρι τώρα ο διάλογος για το εθνικό νόμισμα ήταν απαγορευμένος. Σήμερα φαίνεται πως ανοίγει. Όμως σε αυτόν τον “διάλογο” άλλοι θα είναι η πρωταγωνιστές και όχι η Αριστερά που έθετε αυτό το ζήτημα την προηγούμενη περίοδο. Δεν πρόκειται απλά για θέμα της κεντρικής πολιτικής σκηνής, όπου ο κυρίαρχος καθορίζει τους όρους με τους οποίους τίθενται τα ζητήματα.

Το δίλημμα “ευρώ ή δραχμή” όπως αντιμετωπίζεται στον κοινωνικό χώρο είναι αρκετά ξεκαθαρισμένο: Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών που επιθυμούν την έξοδο από το ευρώ ή δεν θα είχαν αντίρρηση γιαυτό, δεν αποδέχονται ως πολιτικούς διαχειριστές μιας τέτοιας πορείας τους αριστερούς, παρά όλο που εκείνοι προτάσσουν αυτή την επιλογή με συνέπεια καιρό τώρα...

Η πολιτική αξία της πρόταση του ΕΔΕΚΟΠ έγκειται στο ότι δεν απευθύνεται στην Αριστερά, αλλά πέραν αυτής. Η διεισδυτικότητα της πέραν της παραδοσιακής Αριστεράς οφείλεται και στο πρόσωπο του Κ. Λαπαβίτσα. Με τον Λαπαβίτσα μπορεί κάποιος να διαφωνεί, όμως δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει την ειλικρίνεια και το θάρρος της γνώμης του, όπως και το γεγονός ότι κρατάει τις αποστάσεις του από τις μικροπολιτικές των χώρων της παραδοσιακής Αριστεράς.

Οι λαϊκές μάζες σε συνθήκες κρίσης όμως δεν κινούνται με “μεταβατικά πρόγραμμα” και “πενταετή πλάνα”, καραδοκούν να αρπάξουν τις “ευκαιρίες” που θα βελτιώσουν την δική τους θέση. Πρώτα απ' όλα γνωρίζουν ότι ήδη η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς διπλού νομίσματος: Το ευρώ στις ελληνικές τράπεζες (πλαστικό χρήμα) και το ευρώ στις τράπεζες του εξωτερικού ή στο σεντούκι, δεν έχει την ίδια αξία. Όσοι έχουν εξασφαλίσει τον πλούτο τους με αυτόν τον τρόπο, είναι σίγουρο ότι δεν τρομάζουν απ' την ιδέα της επιστροφής στην δραχμή. Γνωρίζουν ότι με την βέβαιη υποτίμηση του “εθνικού νομίσματος” σίγουρα δεν θα βγουν χαμένοι. Αυτοί μπορούν να κάθονται ήρεμοι και ήσυχοι στον καναπέ τους και να ακούν τις προτάσεις για μια “σχεδιασμένη” και “ελεγχόμενη” μετάβαση στην δραχμή...

Οι λαϊκές μάζες γνωρίζουν επίσης ότι το πολιτικό εργαλείο με το οποίο επιβλήθηκε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης των μνημονίων, είναι η «κρίση χρέους» και όχι το νόμισμα. Χωρίς την διευθέτηση του χρέους οποιαδήποτε «εθνική νομισματική πολιτική» μπορεί να έχει περιορισμένη ή ακόμα και αρνητική εμβέλεια. Το επίδικο μιας ρήξης με τις μαφίες των δανειστών και των επιτελείων της ΕΕ είναι φανερό ότι - σήμερα τουλάχιστον - δεν είναι η διαφωνία για το εθνικό νόμισμα αλλά η διευθέτηση του χρέους. Η “συντεταγμένη έξοδος” από την ΟΝΕ είναι στόχος που και ο Σόιμπλε μπορεί να υποστηρίζει, αρκεί να μην ανατραπούν οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας από το καθεστώς των μνημονίων...

Ο πολιτικός χαρακτήρας της επιστροφή στο εθνικό νόμισμα δεν θα κριθεί από αυτά που θα συμβούν μετά την λήψη αυτής απόφασης, δηλαδή στο πως αυτή θα εφαρμοστεί, αλλά από αυτά που θα συμβούν πριν την λήψη της, δηλαδή από τους όρους και τις δεσμεύσεις με τις οποίες θα δρομολογηθεί η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Η μελέτη της ΕΔΕΚΟΠ απ' αυτή την άποψη, πολιτικά δεν έχει να προσφέρει τίποτα το σημαντικό, αφού επικεντρώνεται στο μετά. Αυτή η “έλλειψη”, ίσως είναι ενοχλητική για τους Αριστερούς που αναφέρονται στο LEXIT, όμως δεν ενοχλεί καθόλου εκείνους που ποντάρουν στην αλλαγή του νομίσματος ως ευκαιρία για να κερδίσουν από αυτήν.  

https://enosy.blogspot.gr

Προβλήθηκε 1244 φορές