"Tον κίτρινο, σκανδαλοθηρικό Τύπο θα πρέπει να τον βλέπουμε όχι μόνο ως αποτέλεσμα της συγκυρίας ή ατομικών ευθυνών και προτιμήσεων των δημοσιογράφων, των εκδοτών και του κοινού, αλλά αντίθετα, πρωτίστως ως προϊόν των κοινωνικών συνθηκών", υπογραμμίζει ο Καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ Γ. Πλειός.
του Κώστα Παπαντωνίου
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Αυγή
Αν κάποιος σήμερα θέλει να μάθει περισσότερα για τον ηθοποιό Πέτρο Φυσσούν που πέθανε πρόσφατα, θα μάθει πρώτα «για την καλόγρια κόρη του» και ότι «πέθανε φτωχός και ξεχασμένος».
Αν θελήσει πάλι να μάθει για τον συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, που πέθανε πριν από τρία χρόνια, θα μάθει «για την έκφυλη ζωή του».
Αν θέλει να μάθει περισσότερα για έναν εν ζωή και ενεργό καλλιτέχνη και πληκτρολογήσει στην Google το όνομα του Σταμάτη Κραουνάκη, θα δει ότι η πρώτη σχετική αναζήτηση είναι «κραουνάκης γκέι», αν το κάνει για την Άλκηστις Πρωτοψάλτη, θα δει ότι η πρώτη σχετική αναζήτηση είναι «άλκηστις πρωτοψάλτη λεσβία».
Αν κάποιος κάνει το ίδιο με πολιτικούς, κι επιλέξει τη Δέσποινα Κουτσούμπα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα διαβάσει ότι «ξεμαλλιάστηκε» με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου της Πλεύσης Ελευθερίας. Αν πατήσει πάλι το όνομα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, θα δει ότι η πρώτη σχετική αναζήτηση είναι «ζωή κωνσταντοπούλου λεσβία».
Αν πληκτρολογήσει κάποιος το όνομα της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου, θα μάθει «γιατί την έβαλαν» στη θέση της υπουργού και θα δει στην πρώτη σχετική αναζήτηση το όνομά της δίπλα σε αυτό του προκατόχου της Γιώργου Κατρούγκαλου σε μια πονηρή σύνδεση.
Αν κάποιος θέλει να δει ποια είναι η υπουργός αρμόδια για τα κοινωνικά θέματα, θα μάθει ότι η Θεανώ Φωτίου υπήρξε «καθηγήτρια στο Πολυτεχνείο χωρίς διδακτορικό», όπως θα μάθει και για τα γεμιστά της.
Αν πάλι ο χρήστης επιχειρήσει να πληροφορηθεί για την πρώην υπουργό Νάντια Βαλαβάνη δεν θα δυσκολευτεί να βρει το... «αποκαλυπτικό ρεπορτάζ» του «Πρώτου Θέματος», που λέει ότι η μητέρα της σήκωσε 200.000 ευρώ πριν από το δημοψήφισμα.
Από τη Louella Parsons στον Θέμο Αναστασιάδη
Το φαινόμενο της κίτρινης δημοσιογραφίας δεν είναι καινούργιο. «Κάτι ανάλογο συνέβαινε στις αρχές της δεκαετίας ’70 στην Ελλάδα σε συνθήκες μαζικής κυκλοφορίας απολογητικών της χούντας εντύπων, πολιτικής νηνεμίας και απάθειας, αλλά και γλεντζέδικης ατομικιστικής ζωής των περισσότερων» μας λέει ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Παρόμοια φαινόμενα «εμφανίστηκαν στην Αμερική στα τέλη του 19ου αιώνα, στη λεγόμενη ‘νέα δημοσιογραφία’ σε μια εποχή μαζικοποίησης των εφημερίδων, αλλά και στον λαϊκότροπο κινηματογράφο της δεκαετίας ’30 που παρουσίαζε παρόμοια συμπτώματα, και η οποία ανέδειξε μια »κορυφή« του σκανδαλοθηρικού Τύπου, τη Louella Parsons. Να μην ξεχάσουμε βέβαια και την ελληνική βιντεοταινία του δεύτερου μισού των ’80».
Οι λόγοι άνθησης της κίτρινης δημοσιογραφίας σήμερα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στην ανάγκη των νέων μέσων για τεράστιο όγκο πληροφόρησης και στις κοινωνικές συνθήκες, όπως «η ατομικά απομονωμένη χρήση του μέσου, η χοντροκομμένη αισθητική, η ωφελιμιστική λογική του, η αναγκαστική κρίση σε συνθήκες πολιτιστικής στέρησης και κοινωνικο-πολιτικής απάθειας και κυνισμού» υπογραμμίζει ο Γ. Πλειός.
Γιατί ο κόσμος τα διαβάζει
Σύμφωνα με την κοοπερατίβα ψηφιακής επικοινωνίας Sociality, τα άρθρα που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της αναζήτησης στην Google είναι αυτά που διαβάζονται περισσότερο και τα οποία εξασφαλίζουν ακόμη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα αν το δημοσίευμα ή το σχετικό link εμφανίζονται σε αρκετές ακόμη σελίδες.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μιντιακών ομίλων που ανεβάζουν και ποστάρουν μέσα από πολλά διαφορετικά μέσα. Η λογική είναι «κοιτάξτε ένα καταπληκτικό άρθρο». Γιατί όμως όλοι κοιτούν αυτό το καταπληκτικό άρθρο;
Πέρα από τα τεχνολογικά κόλπα, υπάρχει μια σαφής τάση του κόσμου προς τα σκανδαλοθηρικά άρθρα. «Tον κίτρινο, σκανδαλοθηρικό Τύπο θα πρέπει να τον βλέπουμε όχι μόνο ως αποτέλεσμα της συγκυρίας ή ατομικών ευθυνών και προτιμήσεων των δημοσιογράφων, των εκδοτών και του κοινού, αλλά αντίθετα, πρωτίστως ως προϊόν των κοινωνικών συνθηκών» υπογραμμίζει ο Γ. Πλειός.
«Η πολιτική και κοινωνική απάθεια, ο ατομικιστικός προσανατολισμός του βίου των ανθρώπων, στο έδαφος μιας ηδο-νιστικής προ-οπτικής, που εύκολα μπορεί να γίνει ηδονο-βλεπτική, σε συνθήκες κρίσης και αποσάρθρωσης του κοινωνικού ιστού, σε συνθήκες αβεβαιότητας για την ατομική και συλλογική μας υπόσταση και πορεία, αποτελούν παράγοντες που διευκολύνουν την άνθηση αυτού του Τύπου».
Ανεξίτηλο στίγμα
Σε σχέση με το παρελθόν, το αποτύπωμα της κίτρινης δημοσιογραφίας είναι σαφώς πιο έντονο. Παλιότερα ήταν θέμα ολίγων ημερών ένα θέμα να ξεχαστεί. Πλέον μια απλή αναζήτηση στην Google, διατηρεί συκοφαντικά και σκανδαλοθηρικά άρθρα επ’ άπειρον.
Ακόμη κι αν υπάρξει επανόρθωση από το μέσο που ανέβασε την ψευδή είδηση, αυτή πολύ δύσκολα θα γίνει viral. Συνεπώς, το άρθρο που θα αποκαθιστά την πραγματικότητα δεν έχει καμία τύχη να βρεθεί στα πρώτα θέματα της αναζήτησης στην Google.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Νάντιας Βαλαβάνη. Το ψευδές άρθρο που δημοσιεύτηκε από το «Πρώτο Θέμα» είχε 1.852 shares. Το άρθρο που αποκαθιστούσε την αλήθεια με τίτλο «Το εξώδικο της Βαλαβάνη για τα capital controls» είχε 541 shares. Ξεχωριστή σημασία έχει όμως η αιτιολόγηση του λάθους από το «Πρώτο Θέμα», αναφέροντας ότι η πληροφόρηση «στηρίχθηκε σε ισχυρισμούς που προέβαλαν στελέχη της αντιπολίτευσης (σ.σ.: της Ν.Δ.) στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου».
Τι επιδιώκεται
Αυτός που θέλει να κάνει κίτρινη δημοσιογραφία, «δεν έχει παρά να λέει φωναχτά, να κράζει τις προκαταλήψεις που άλλοι σιγοψιθυρίζουν στα καφενεία, στα σαλόνια ή στις ‘γειτονιές’», λέει ο Γ. Πλειός.
Η κίτρινη δημοσιογραφία έχει ένα πολύ απλό στόχο: «Το κέρδος. Αυτό μπορεί να είναι οικονομικό »λ.χ., όταν ως αποτέλεσμα του κιτρινισμού πωλούνται περισσότερα φύλλα«. Μπορεί να είναι πολιτικό »λ.χ., όταν αυξάνεται η εγκληματικότητα στη δημοσιότητα προκειμένου να δημιουργηθεί αίσθημα ανασφάλειας και εν τέλει να πωληθούν ευκολότερα ορισμένες υπηρεσίες προστασίας ή ιδιωτικής αστυνόμευσης«.
Μπορεί να είναι και πολιτιστικό καθώς »μπορεί να είναι η διάθεση ορισμένων να διατηρηθούν ή να προκληθούν ορισμένες αξίες, ή προσήλωση σε αυτές, καθώς και κανόνες συμπεριφοράς στο όνομα πολιτικών (λ.χ., ρατσιστικών και εθνικιστικών), θρησκευτικών (λ.χ., φονταμενταλιστικών), καλλιτεχνικών κ.ά. πεποιθήσεων".
Ψυχολογικό “εμβόλιο”
Ο «ιός» των παραπλανητικών και ψεύτικων ειδήσεων ίσως μπορεί να αντιμετωπισθεί σε έναΝ βαθμό με ένα ψυχολογικό «εμβόλιο», υποστηρίζουν ερευνητές των πανεπιστημίων Κέμπριτζ, Γέιλ και Τζορτ Μέισον με επικεφαλής τον κοινωνικό ψυχολόγο Σάντερ βαν ντερ Λίτνεν. Σχετική δημοσίευση έκαναν πρόσφατα στο περιοδικό “Global Challenges".
Σε ένα καμουφλαρισμένο πείραμα παρουσίασαν σε πάνω από 2.000 άτομα δύο διαφορετικά επιχειρήματα για την κλιματική αλλαγή, ένα αληθές και ένα ψευδές.
Όταν αυτά παρουσιάστηκαν με τη σειρά αυτή, τότε η επίδραση της ψεύτικης είδησης ήταν μεγαλύτερη από αυτή της αληθινής.
Όταν όμως στην αρχική αληθινή πληροφορία υπήρχε και ενημέρωση για την παραπληροφόρηση εν είδει «εμβολίου», τότε οι κατοπινές τελείως παραπλανητικές «ειδήσεις» είχαν πολύ λιγότερη απήχηση στους ανθρώπους που προηγουμένως είχαν «εμβολιασθεί», σε σχέση με όσους δεν είχαν κάνει το ίδιο.
Τι απαντά η Google
Η Google μάς λέει ότι υπάρχει διαδικασία αν επιθυμεί κάποιος χρήστης να ζητήσει από μηχανές αναζήτησης, όπως η ίδια, να καταργήσουν τα αποτελέσματα αναζητήσεων που περιλαμβάνουν το όνομά τους. Για να έχουν αυτό το δικαίωμα οι χρήστες, οι πληροφορίες που εμφανίζονται θα πρέπει να είναι ακατάλληλες, να μην είναι ή να έχουν πάψει να είναι συναφείς ή να είναι υπερβολικές.
Η διαδικασία λέγεται Right to be forgotten και ο ορισμός της παρέχεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με σχετική απόφαση από τον Μάιο του 2014.
Το φάντασμα του 1984
Από την πλευρά του ο Γ. Πλειός, επισημαίνει πως το πρόβλημα «δεν είναι τεχνικό και άρα η Google μόνο οριακά μπορεί να παρέμβει».
Προσθέτει όμως ότι έτσι κι αλλιώς «δεν θα πρέπει να επιθυμούμε μια τέτοια παρέμβαση ή γενικότερα να δίνουμε τη δυνατότητα επιβολής των δημοκρατικών κανόνων σε μια ιδιωτική εταιρεία και μάλιστα παγκόσμια».
Κι αυτό γιατί «το φάντασμα του ‘1984’ καραδοκεί πάντα» και υπάρχει ο κίνδυνος «το Ίντερνετ να πάψει σταδιακά να είναι ένας χώρος ελεύθερης έκφρασης».
«Στα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα ταιριάζουν και είναι αποτελεσματικές κοινωνικές και πολιτικές λύσεις. Όχι τεχνικές» υπογραμμίζει ο καθηγητής.
το διαβάσαμε στο: http://www.agroeconomy.gr/