Νίκος Καραβέλος
Δικηγόρος – Συγγραφέας
e-mail:[email protected]
Στη Βενετία, συγκεκριμένα στην περιοχή του Αγίου Βαρθολομαίου, υπάρχει ένα κατάλυμα, η περίφημη «Αποθήκη των Γερμανών» (Fondaco dei Tedeschi).
Για το κατάλυμα αυτό γίνεται αναφορά στο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Μισέλ Μολά ντι Ζουρντέν (Michel Mollat du Zourdin).
Η «Αποθήκη» αυτή ήταν το κατάλυμα των εμπόρων που έφθαναν για ν’ αγοράσουν και να πουλήσουν στην υγροτάτη «Γαληνοτάτη Δημοκρατία» της Βενετίας, κυρίως από τη Γερμανική ενδοχώρα.
Το μέρος αυτό επισκέφθηκε ένας μοναχός, ο Φέλιξ Φάμπερ (Felix Faber), το σωτήριον έτος 1483, καθώς πήγαινε προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα και αφού κατέλυσε στο Φοντάκο, αποτύπωσε στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις το ακόλουθο αξιοπερίεργο.
Στο κατάλυμα υπήρχε ένα σκυλί που στη συμπεριφορά του είχε την εξής ιδιαιτερότητα: υποδεχόταν με χαρά, κουνώντας την ουρά του, τους επισκέπτες ή τους προσκυνητές που μιλούσαν γερμανικά, ενώ αντίθετα αγριεμένο έδειχνε τα δόντια του προς εκείνους που μιλούσαν ιταλικά ή ελληνικά (1).
Τότε στο Φοντάκο είχε καταγραφεί μόνο ένα τέτοιο σκυλί.
Σήμερα, πολλά σκυλιά δείχνουν αγριεμένα τα δόντια τους προς τον καθένα που επιμένει σ’ αυτή τη χώρα να ομιλεί και να σέβεται τα ελληνικά.
Αγριόσκυλα δαγκώνουν εκείνους που επιμένουν να προστατεύουν τούτη την όμορφη γλώσσα, που εδώ και χιλιάδες χρόνια μιλήθηκε και συνεχίζει ν’ αναγεννιέται και να μιλιέται ακούραστα και ακατάπαυστα, σ’ αυτή τη δύσκολη και σκληρή πατρίδα.
Κοπρόσκυλα δαγκώνουν εκείνους που επιμένουν να πιστεύουν πως η γλώσσα μας δεν κατέβηκε με το ασανσέρ της Ιστορίας από τα υψίπεδα του Κουργκάν (2), όπως ισχυρίζονται οι απολογητές της θεωρίας του Ινδοευρωπαϊσμού, αλλά δημιουργήθηκε από αυτόχθονες ανεξάρτητα από το αίμα που κυλούσε στις φλέβες τους.
Δαγκώνουν εκείνους που συνεχίζουν να σέβονται την πατρίδα τους σε πείσμα των «Αλβανοφρόνων», «Τουρκοφρόνων», «Μπουταροφρόνων» (ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ντε!) και βλακοφρόνων που έχουν καταλάβει, όπως οι επίγονοι του Τζένγκις Χαν, τις έδρες των ελληνικών Πανεπιστημίων.
Σήμερα, 16/01/2017 συμπληρώνονται 5 μέρες και 35 χρόνια από τη θέσπιση του μονοτονικού.
Πράγματι, την 11/01/1982 επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου και Υπουργού «Παιδείας» Βερυβάκη, αποφασίστηκε και επιβλήθηκε πραξικοπηματικά το μονοτονικό σύστημα.
Πιο συγκεκριμένα, μια «ασέληνη νύχτα» στις 12 (ώρα κατά την οποία κυκλοφορούν οι βρυκόλακες και οι κακοποιοί) με τη μέθοδο της προσκολλήσεως σε άσχετο νομοσχέδιο, ενσωματώθηκε με τη μορφή τροπολογίας (μάλλον «ντροπολογίας»), η διάταξη που καθιέρωσε το μονοτονικό, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάς είναι το μόνο κράτος εντός των νεφελωμάτων, στο οποίο η γλώσσα δεν ορίζεται με όρους ιστορίας και εξέλιξης, αλλά με όρους κοινοβουλευτικής νύστας 12 παλιανθρώπων (ή έστω ηλιθίων) και με όρους νομικής ανοησίας.
Έτσι «μια απόλυτη μονοτονία εκάλυψε το πνευματικό μας τοπίο, ειδικά το τοπίο του γραπτού λόγου που χωρίς τα πνεύματα, την περισπωμένη, τη βαρεία, την υπογεγραμμένη, την άνω τελεία μοιάζει με φαλακρό βουνό, για να μοιάζει με το φαλακρό μυαλό αυτών που το εμπνεύστηκαν, που το εισηγήθηκαν και το αποδέχτηκαν» (3).
Το μέγα πρόβλημα δεν είναι ότι 12 νυσταλέοι βουλευτές στις 12 τη νύχτα της 11ης προς 12η Ιανουαρίου 1982 υπερψήφισαν την αγραμματοσύνη τους. Είναι πως ο προοδευτικός κόσμος και κυρίως μία αποχαυνωμένη κοινωνία το αποδέχθηκε ως δήθεν προοδευτική εξέλιξη και συνεχίζει να το αποδέχεται παρά το γεγονός ότι έχει βλάψει τη νεολαία.
Ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι συγγραφείς και οι ποιητές (μηδέ του γράφοντος, δυστυχώς, εξαιρουμένου) που συμβιβάστηκαν με την ιδέα να εκδίδονται τα βιβλία τους στο μονοτονικό.
Τεράστια, τέλος, ευθύνη φέρει ο εκπαιδευτικός κόσμος με την εκκωφαντική σιωπή του και τη φοβική συνέργεια στο γλωσσικό έγκλημα, το οποίο δεν τελειώνει, αλλά εξακολουθεί με τις αδιάκοπες απλοποιήσεις, τάχα για το καλό των παιδιών.
Ρωτήθηκαν κάποτε οι Κινέζοι γιατί δεν απλοποιούν τη γραφή τους και την αφήνουν να είναι τόσο δύσκολη. Κι απάντησαν πως η κινεζική γλώσσα είναι σαν την όμορφη και συγκροτημένη γυναίκα, που δε σε αφήνει να την κατακτήσεις παρά μόνο με κόπο. Δυστυχώς, τη δική μας γλώσσα, προκειμένου να την καταστήσουμε εύκολη, κοντεύουμε να την καταντήσουμε πόρνη.
Η σύγχρονη Ελλάς φαίνεται σαν να μην αντέχει το βάρος της ελληνικότητας και αποδέχεται τον αφελληνισμό της.
Οι σημερινοί κάτοχοι του ελληνικού χώρου μπορεί να νιώθουν τον τόπο ως ιδιοκτησία τους, δεν τον νιώθουν, όμως, πια ως πατρίδα με ό,τι ευγενές αυτό συνεπάγεται. Οι πρόγονοί τους έχυσαν κρουνηδόν το αίμα τους για τον τόπο αυτό, έδωσαν τα πάντα. Οι απόγονοί τους δε δίνουν δεκάρα» (4).
Ας μην ξεχνάμε πως γλώσσα και πατρίδα είναι λέξεις συνώνυμες.
Κι ας αλυχτούν λυσσασμένα οι σκύλοι του Φοντάκο.
ΥΓ: Θύμα του γλωσσικού μακελειού εκείνης της «ασέληνης νύχτας» είναι, δυστυχώς, και ο γράφων. Απόδειξη δε αυτού το παρόν άρθρο που γράφτηκε στο μονοτονικό σύστημα.
Σημειώσεις:
1, 3, 4: Σαράντος Ι.Καργάκος, Ελληνική Παιδεία, Ένας νεκρός με… μέλλον. Εκδ. Αρμός.
2: Κουργκάν (Курга́н -πόλη της Ρωσικής Ομοσπονδίας και κέντρο της περιφέρειας Κουργκάν. Βρίσκεται στις όχθες των ποτάμων Τομπόλ. Πήρε το όνομά του από την πληθώρα αρχαίων κουργκάν (: θολωτοί τάφοι - λέξη τουρκικής προέλευσης -, που απαντώνται στα εδάφη του), σημείο από το οποίο οι Ινδοευρωπαϊστές, μεταξύ των οποίων και ο κ. Μπαμπινιώτης, θεωρούν ότι «γεννήθηκαν» οι Έλληνες και η Ελληνική Γλώσσα.