Ο πρίγκιπας πανιού και σανιδιού που δικαίωσε το «ηθοποιός σημαίνει φως» Σεμνός, αριστοκρατικός και αισθαντικός, ο εθνικός μας πρωταγωνιστής υπήρξε μια λαμπερή προσωπικότητα, παραμένοντας διαχρονικά γοητευτικός, ταλαντούχος και σπιρτόζος.
Ο Τάκης Χορν άφησε τη δική του σφραγίδα στα θεατρικά και κινηματογραφικά πράγματα της Ελλάδας, ως ηθοποιός-ορόσημο και σύμβολο μιας ολόκληρης υποκριτικής γενιάς.
Ως ένας άνθρωπος χαρισματικός και πληθωρικός με δυνατό χιούμορ και πηγαία διάθεση αυτοσαρκασμού, ο Χορν άφησε πίσω του έναν ανεξίτηλο μύθο που υπερβαίνει σαφώς τα υποκριτικά του χαρίσματα.
Ως γνήσιος μποέμ μιας άλλης εποχής, ο Χορν ήταν ακούραστο πειραχτήρι, η ίδια η χαρά της ζωής, μια χαρά συνδυασμένη βέβαια με ποιότητα, καλαισθησία και καλώς εννοούμενο αριστοκρατισμό.
Φαινόταν να τα έχει όλα, να είναι προικισμένος με φινέτσα, στιλ, αέρα, ύφος και λάμψη, αν και εκείνος κρατούσε πάντα μικρό καλάθι για τον εαυτό του, άλλο ένα χαρακτηριστικό που προσιδιάζει στους πραγματικά σπουδαίους.
Μπορεί να ισχυριζόταν ότι είχε προδώσει όλους τους ρόλους που είχε ενσαρκώσει, αν και η κινηματογραφική και θεατρική ιστορία έχει σαφώς διαφορετική ετυμηγορία από την ειλικρινή ανασφάλεια του μεγάλου καλλιτέχνη. Ως απόδειξη λειτουργεί το γεγονός ότι το «στιλ Χορν», όπως ονομάστηκε το παίξιμό του, δεν άφησε πίσω μιμητές ή σχολή, καθώς υπήρξε ανεπανάληπτο!
Ο Χορν είχε ταυτοχρόνως το χάρισμα να ταιριάζει παντού, από τις πιο ετερόκλητες παρέες μέχρι και τα μεγάλα τζάκια, λες και ήταν κάπου ανάμεσα στον Φάουστ (έτσι όπως τον υποδύθηκε στο «Αλίμονο στους νέους»), στον Κλέωνα του «Μια ζωή την έχουμε» και τον ερωτοχτυπημένο Παύλο της «Κάλπικης Λίρας» που ήθελε να ζωγραφίσει το «σ’ αγαπώ».
Όταν μάλιστα βάλθηκε να κατακτήσει τη θεατρική σκηνή της Αθήνας, όλες οι πόρτες άνοιξαν μονομιάς, λες και το ελληνικό θέατρο περίμενε χρόνια τον σαγηνευτικό και αιθέριο αυτό πρωταγωνιστή.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το γεγονός ότι οι συνάδελφοί του έχαναν τις ατάκες τους επειδή τον χάζευαν πάνω στη σκηνή, την ίδια ώρα που οι γυναίκες τον ερωτεύονταν κεραυνοβόλα και μια ολόκληρη χώρα λάτρευε τον Τάκη της. Όσο όμως τα φώτα της δημοσιότητας τον κυνηγούσαν κατά πόδας, τόσο εκείνος τα απωθούσε κρατώντας την προσωπική του ζωή μακριά από την αδιακρισία του φακού.
Κι όμως, ο φλογερός του έρωτας με την Έλλη Λαμπέτη το 1953 θα γράψει μια δική του χρυσή σελίδα στην ιστορία του θεάτρου, μέχρι να χωρίσουν οι δρόμοι τους για πάντα. Ακόμα και η Έντιθ Πιαφ τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα όταν τον πρωτοαντίκρισε σε εμφάνισή της στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1946, με τον παθιασμένο -αν και ανεκπλήρωτο έρωτά της- να απεικονίζεται γλαφυρά στις φλογερές επιστολές που του έστελνε!
Ο Χορν αγάπησε τους ανθρώπους και τη ζωή, έκανε πολλούς φίλους, στους οποίους συμπαραστάθηκε όπως μπορούσε. Αλλά και οι άνθρωποι τον αγάπησαν όχι μόνο για την υπέροχη τέχνη του αλλά και για τη ζεστή ανθρωπιά που κουβαλούσε μέσα του.
Γι’ αυτό και ενώ έβγαλε χρήματα πολλά, κατάφερνε να ξεμένει διαρκώς από δαύτα! Τα ξόδευε χαρίζοντάς τα σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά του, ενώ γαλαντόμος καθώς ήταν πλήρωνε πάντα αυτός τα τραπεζώματα και τα κεράσματα σε όποια συντροφιά κι αν βρισκόταν, ακόμα και όταν έβγαινε με τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι, τον Μινωτή και τον Καραμανλή, τη μεγάλη αδυναμία του. Μεγαλύτερος από την τέχνη που τόσο πιστά υπηρέτησε, ο Χορν ήταν πλασμένος από κείνα τα υλικά που φτιάχνονται τα όνειρα. Γι’ αυτό και υπήρξε κορυφαίος ηθοποιός, τόσο κορυφαίος που θεωρούσε ακράδαντα πως «Ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι ήταν λάθος μου να γίνω ηθοποιός»!
Ακόμα και όταν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, δεν δίσταζε να ζητήσει συγγνώμη από το κοινό για την «άθλια ερμηνεία» του… Πρώτα χρόνια Ο Δημήτρης-Ελευθέριος Χορν γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1921 στην Αθήνα με το θέατρο να κυλά στις φλέβες του.
Κι αυτό γιατί πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν και νονά του η ίδια η Κυβέλη! Ο μικρός Τάκης, όπως τον φώναζαν, μεγαλώνει λοιπόν πάνω στο σανίδι και παρακολουθεί πρόβες και παραστάσεις πολύ πριν καταλάβει τον εαυτό του.
«Είχα έναν έρωτα με το θέατρο από μικρό παιδί», θα πει αργότερα, «έζησα μες το θέατρο. Όπως ξέρετε, ο πατέρας μου ήταν θεατρικός συγγραφέας και η νονά μου ήταν η μεγάλη Κυβέλη.
Από μικρό παιδί λοιπόν ήμουνα μες το θέατρο. Την πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή ήμουν δύο ετών, σε ένα έργο του πατέρα μου, με την Κυβέλη … Θυμάμαι έντονα τον κόσμο κάτω στην πλατεία. Τη δεύτερη φορά έπαιξα πάλι με την Κυβέλη. Ήμουν τεσσάρων ετών τότε και έκανα ένα από τα παιδιά της στη ‘‘Νόρα’’ του Ίψεν».
Κάπως έτσι άρχισαν όλα για τον Χορν, απλά απλά και χωρίς πολλή πολλή σκέψη, καθώς το χειροκρότημα φαινόταν να τραβάει το παιδί-θαύμα του θεάτρου, που ανέβηκε στη σκηνή αναρίθμητες φορές στα πρώτα του αυτά χρόνια: «Με παίρνανε συχνά σε παραστάσεις.
Ίσως κανένας συνομήλικός μου δεν είχε δει τόσο πολλά έργα και τόσο πολλούς ηθοποιούς». Παρά τη φήμη που απολάμβανε ωστόσο ο πατέρας του, η ζωή της οικογένειας δεν ήταν πάντα άνετη.
Ο Χορν εξομολογούνταν συχνά ότι όταν ο πατέρας του έκανε επιτυχία, έμεναν στη «Μεγάλη Βρετάνια», όταν όμως το έργο πάτωνε εισπρακτικά, η φαμίλια μετακόμιζε σε ένα φτηνό δωματιάκι στο Μεταξουργείο. «Έζησα πολύ φτωχικά στα παιδικά μου χρόνια», θα πει χρόνια αργότερα, «νομίζω πως έπαιξε ρόλο θετικό. Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου και έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Πιστέψτε με, δε με έβλαψε σε τίποτα αυτό. Παιχνίδια είχα πολλά.
Μου έφερνε η νονά μου, η Κυβέλη. Όμως έπαιζα και πολύ στο δρόμο. Μπάλα, ξυλίκι». Παρά το γεγονός ότι αγάπησε το θέατρο από τρυφερή ηλικία, η απόφασή του να σπουδάσει θεατρίνος ήρθε σαν ένα παιχνίδι της μοίρας.
Ας τον ακούσουμε: «Βγήκα στο θέατρο γιατί μια μέρα τρώγαμε στο σπίτι μου κι ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον μεσημεριανό του ύπνο. Μου λέει: ‘‘Αχ, αύριο το μεσημέρι δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να πάω στη Δραματική Σχολή’’. Ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Εισαγωγικών Εξετάσεων. ‘‘Με έχουν βάλει πρόεδρο στην Επιτροπή την Εξεταστική. Γι’ αυτούς που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί’’. ‘‘Πού είναι αυτό;’’. ‘‘Εκεί στην οδό Στάικου’’. Μια και δυο πηγαίνω εγώ, ήταν ο Συναδινός διευθυντής στη σχολή, να υποβάλω μια αίτηση για να δώσω εισαγωγικές. Και μου λέει: ‘‘έχει λήξει η προθεσμία, αλλά επειδή είσαι γιος του Παντελή θα κάνουμε μια εξαίρεση’’.
Το είπα λοιπόν του πατέρα μου και μου λέει: ‘‘Σ’ ευχαριστώ παιδί μου. Δε θα χάσω το μεσημεριανό μου ύπνο, διότι δε θα πάω. Δεν μπορώ να είμαι πρόεδρος της Επιτροπής και να δίνεις εσύ εξετάσεις’’»!
Ο Χορν δίνει λοιπόν τις εξετάσεις του, αν και δεν πρόλαβε να πει παρά μόνο τέσσερις-πέντε ατάκες, όταν και τον διέκοψαν λέγοντάς του «καλά, καλά, αρκεί». Από το εξεταστικό κέντρο έφυγε απογοητευμένος, πιστεύοντας πως δεν πέρασε.
Την επόμενη όμως μέρα συνάντησε τυχαία στον δρόμο τον Βεάκη και ο μεγάλος μας ηθοποιός του εκμυστηρεύτηκε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μας δρόσισες μέσα σ’ αυτή την ανομβρία»! Έτσι έμαθε ότι πέρασε… Το σανίδι και ο έρωτας με τη Λαμπέτη
Αφού σπούδασε λοιπόν στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου (του σημερινού Εθνικού), έκανε το ντεμπούτο του το 1940, σε ηλικία 19 ετών, στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα». Αμέσως μετά θα παίξει δίπλα στην Κοτοπούλη και σύντομα θα αναλάβει πρωταγωνιστικούς ρόλους, μιας και ξεχείλιζε από ταλέντο.
Ήδη από πολύ νωρίς στην καριέρα του, και συγκεκριμένα το 1944, συγκρότησε δικό του θίασο (από κοινού με τη Μαίρη Αρώνη) και λίγο αργότερα συνέπραξε με τη Βάσω Μανωλίδου.
Το 1945 συνεργάστηκε με τον θίασο της Μελίνας Μερκούρη και κατόπιν επιστρέφει στην αγκαλιά του Βασιλικού Θεάτρου, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1950. Τα επόμενα δύο χρόνια, ο Χορν θα ταξιδέψει στην Αμερική και την Αγγλία για να δει παραστάσεις στο εξωτερικό και να εμβαθύνει στην τέχνη του και το 1953 επιστρέφει στην Ελλάδα, έτοιμος να μαγέψει τα πλήθη.
Γιατί τότε ακριβώς συγκροτεί τον νέο του θίασο, με την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά, που μέχρι το 1959 θα πιάσει τη θεατρική Ελλάδα από τα μαλλιά! Το θεατρόφιλο κοινό έμοιαζε μαγεμένο από την αύρα του Τάκη και της Έλλης και ο παθιασμένος έρωτάς τους θα γίνει το παραμύθι μιας ολόκληρης εποχής. Ο δεσμός τους επισπεύδει το διαζύγιο της Λαμπέτη με τον Μάριο Πλωρίτη και μαζί θα γράψουν μία από τις χρυσές σελίδες της ελληνικής υποκριτικής τέχνης.
Οι παραστάσεις τους μένουν θρυλικές και όσοι τις είδαν τις θυμούνταν για πάντα. Χορν και Λαμπέτη είχαν γνωριστεί από την εποχή που η Έλλη ήταν φοιτήτρια ακόμα στη δραματική σχολή και το πρώτο συναίσθημα που ένιωσαν ο ένας για τον άλλον ήταν η αντιπάθεια! Σύντομα όμως η αντιπάθεια μετατράπηκε σε έναν θυελλώδη έρωτα.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το σχόλιο του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, ο οποίος είχε πει πως όταν οι δύο ηθοποιοί είχαν κοινό γύρισμα, προσπαθούσε να τους κρατήσει χωριστά τις νύχτες για να μην είναι εξαντλημένοι την επόμενη μέρα στο γύρισμα.
Η σχέση τους έγινε το αγαπημένο θέμα κοινού και σκανδαλοθηρικού Τύπου, αν και το βασιλικό ζευγάρι του ελληνικού θεάτρου θα χωρίσει έπειτα από επτά χρόνια κοινής ζωής, το 1959.
Παρά το γεγονός ότι κανείς δεν έμαθε ποτέ τους λόγους του χωρισμού τους, μιας και αμφότεροι οι ηθοποιοί κράτησαν το στόμα τους σφαλιστό, είναι γνωστό πως για πολλά χρόνια δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους, ενώ από τη στιγμή του χωρισμού δεν έπαιξαν ποτέ ξανά μαζί. «Η Έλλη Λαμπέτη ήταν μια καλή ηθοποιός, ήταν χαρά να παίζεις μαζί της.
Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σημαντικά», θα πει χρόνια αργότερα ο Χορν, για να συνεχίσει: «Και αφόρητη ζηλιάρα. Δεν τολμούσα ούτε βλέμμα να ρίξω σε άλλη γυναίκα. Γινόταν χαλασμός. Ζήλευα κι εγώ ελεεινά. Ήμασταν μαζί επτά χρόνια. Όταν με άφησε, ήμουν ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου».
Ο Χορν σπανίως αποκάλυπτε τα χρονικά της προσωπικής του ζωής, καθώς μισούσε τη δημόσια έκθεση, κάποια στιγμή μίλησε ωστόσο για τους δύο γάμους του, τον πρώτο με τη Ρίτα Φιλίππου και τον δεύτερο με την Άννα Γουλανδρή (τη χήρα του Παπάγου) το 1967, στο πλευρό της οποίας θα παραμείνει μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατός της το 1988: «Την πρώτη μου γυναίκα, τη Ρίτα Φιλλίπου, την απατούσα συνεχώς και της το έλεγα. Την τρίτη μου γυναίκα, την Άννα Γουλανδρή, την αγάπησα πάρα πολύ».
Ταυτοχρόνως, έντονη ήταν και η ραδιοφωνική παρουσία του, καθώς εκτός από τις μαγνητοφωνήσεις δεκάδων θεατρικών έργων, κρατούσε και εβδομαδιαία πεντάλεπτη εκπομπή σε κείμενα του Κώστα Πρετεντέρη: ο Χορν διάβαζε φανταστικά γράμματα ακροατών στην εκπομπή «Ο Ταχυδρόμος έφτασε» και έγραψε για άλλη μια φορά Ιστορία. Επιπλέον, την περίοδο 1974 -1975 αποδέχθηκε την πρόσκληση και διατέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ…
Κινηματογραφική καριέρα και τελευταία χρόνια Ο Χορν έπαιξε τα πάντα στο θέατρο με απίστευτη επιτυχία (εκτός από τραγωδία!), καταφέρνοντας να μεταμορφώνει ακόμα και θεωρητικά εύκολους ρόλους σε κάτι μαγικό. Αν και την επιτυχία την καταφρονούσε διαχρονικά. Εξίσου αμφιθυμική στάση διατηρούσε και για τον κινηματογράφο, γι’ αυτό και έπαιξε σε μόλις 10 ταινίες, που ήταν προφανώς αρκετές για να περάσει στην αιωνιότητα το τεράστιο υποκριτικό του ταλέντο.
Ο Χορν δεν αγαπούσε το σινεμά, καθώς η ανασφάλεια που ένιωθε για την υποκριτική του κλιμακωνόταν στον κινηματογράφο. Όπως είχε εξομολογηθεί στον Φρέντυ Γερμανό: «Εγώ δεν αγάπησα ούτε τον εαυτό μου ούτε την τέχνη μου. Και υπάρχουν νύχτες που τις περνάω κάνοντας την ίδια εφιαλτική ερώτηση: εάν έπρεπε να βγω στο θέατρο;». Όταν μάλιστα τον μάλωσε ο Γερμανός γιατί ήταν υπερβολικά αυστηρός με τον κινηματογραφικό εαυτό του, εκείνος τον αποστόμωσε με το αμίμητο: «Με έχετε δει στο σινεμά;»!
Παρά ταύτα, κόσμησε το ελληνικό πανί με την παρουσία του σε αξέχαστες επιτυχίες όπως το «Μια ζωή την έχουμε» (1958), «Μια του κλέφτη» (1960), «Αλίμονο στους νέους» (1961), «Η κάλπικη λίρα» (1954), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956) κ.ά. Για την ερμηνεία του μάλιστα στο «Μια του κλέφτη» τιμήθηκε με βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960. Αν και πάλι δεν του είπε τίποτα, καθώς φαινόταν να απαξιώνει τη ζηλευτή του επιτυχία και κανείς δεν ήξερε εάν μιλούσε από μετριοφροσύνη ή από αλαζονεία…
Όσο κυλούσαν τα χρόνια, αποτραβιόταν διαρκώς από τη δημόσια ζωή και οι πάμπολλοι φίλοι του λιγόστευαν, αν και με τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή δεν χώρισαν ποτέ. Το 1983 παίρνει την αμετάκλητη απόφαση να βυθιστεί στη σιωπή, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μόνος πλέον και μακριά από τη λάμψη που είχε γνωρίσει, κανείς δεν ήξερε γιατί πήρε την οριστική αυτή απόφαση να αποτραβηχτεί. Αν και όσοι τον ήξεραν υποδείκνυαν με νόημα ότι τη χρονιά εκείνη έφυγε από τον κόσμο η «Αγαπούλα», όπως την έλεγε άλλοτε, η Έλλη Λαμπέτη.
Μια από τις τελευταίες του δράσεις έλαβε χώρα το 1980, όταν ίδρυσε με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, με σκοπό τη μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Η ελληνική πολιτεία του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’, αποδεικνύοντας ότι κανείς δεν τον είχε ξεχάσει. Τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του τον χτύπησε η νόσος του Αλτσχάιμερ. Ο Δημήτρης Χορν άφησε την τελευταία του πνοή στις 16 Ιανουαρίου 1998 έπειτα από πολύμηνη και άνιση μάχη με τον καρκίνο.
Μετά τον θάνατό του, καθιερώθηκε στη μνήμη του το Βραβείο Χορν για πρωτοεμφανιζόμενα φιντάνια του θεάτρου. Στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε λίγο πριν φύγει από τον κόσμο, η Σεμίνα Διγενή τον ρώτησε αν είμαστε πολιτισμένοι ως λαός. «Όχι», της απάντησε κοφτά ο Χορν, «όχι, γιατί δεν είμαστε ελεύθεροι»…
Πηγές: newsbeast, ERTSocial, ERT3
www.tilestwra.gr