Στʼ ανοιχτά της απελπισίας, μια άπω ελπίδα φυσά (του Ελευθερίου Ανευλαβή)

Αρθρογραφία 08 Ιανουαρίου 2017

Οι «Θεσμοί», οι αθέμιστοι βάρβαροι ξανάρχονται.

Η εικόνα χάθηκε, ξαφνικά, από τον δέκτη της τηλεόρασης. Ένα μαύρο σεντόνι απλώθηκε στην οθόνη και σιωπή. Σε λίγο, άγρια ποδοβολητά και μουγκανητά άρχισαν ν’ ακούγονται στο βάθος του άδειου «κουτιού». Όταν ξαναήρθε η εικόνα στο γυαλί, τρεις Ρινόκεροι κάθονταν, μπροστά σε αραδιασμένα μικρόφωνα, σε ένα μακρόστενο τραπέζι, στα πλατό των ειδήσεων όλων των τηλεοπτικών σταθμών της Ξενοχώρας.

Με ακατάληπτη γλώσσα, ο μεσαίος Ρινόκερος μουγκάνιζε, «διαβάζοντας» από ένα χαρτί που είχε μπροστά του. Αρκετά συχνά, σήκωνε, επιτιμητικά ή απειλητικά, την οπλή του μαλλιαρού δεξιού του άνω άκρου, κοιτώντας, με δυσοίωνο βλέμμα τους υποτελείς τους ή γενικώς υποτελείς (η μετάφραση στη γλώσσα των κωφαλάλων δεν ήταν σαφής) τηλεθεατές τους.

Ναι, ήταν δικοί τους! Αυτοί τους είχαν επιλέξει.

Στην αρχή, και οι τρεις Ρινόκεροι μαζί, σε χορωδιακό μουγκανητό, είπαν, σε μετάφραση:

«Γι' αυτούς… ο καπνός της θυσίας/και για μας της φήμης ο καπνός, /αμήν».

Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:

«Πουλήστε. Πουλήστε τη Δημόσια περιουσία σας.»

Και κρατώντας το ίσο, ο ντόπιος σφουγγοκωλάριος κωλορεβερέντζης, που, ήδη, το καρούμπαλο του ρινοκέρατου άρχιζε να φουσκώνει στο κούτελο του κενού του κρανίου, μουρμούρισε:

«Έτσι κι αλλιώς είναι αναξιοποίητη. Δεν ξέρουμε καν που βρίσκεται, ούτε και πόση είναι. Και την έχουμε αφήσει να καταπατηθεί, αδιαφορώντας».

Κι ΕΚΕΙΝΟΣ αναρωτήθηκε:
«Γιατί;»

Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:

«Πουλήστε τις Δ.Ε.Κ.Ο. σας.» Και σε ήχο πλάγιο ο σφουγγοκωλάριος κωλορεβερέντζης, με το ρινοκέρατο: «Ναι, οι περισσότερες είναι ζημιογόνες. Και η κακοδιαχείριση και η διαπλοκή και η διαφθορά ζουν και βασιλεύουν εκεί μέσα».

Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Και δεν φταίει κανείς σας γι' αυτό; Κανείς δεν θα πληρώσει το φαγοπότι των πρασινογάλαζων και ροζ κομματαρχών και των διορισμένων τους κοπριτών κατά Πάγκαλον, που «'τα έφαγαν μαζί;'».

Κι απάντηση δεν πήρε από τις εξεταστικές των πραγμάτων επιτροπές.

Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος, με συγκατάβαση:
«Εν τάξει, μην πουλήσετε την Ακρόπολη. Κρατείστε και τ’ αγάλματα των θεών και θεαινών σας. Του Απόλλωνα και της Αθηνάς και… Είχε κλασική μόρφωση (!) ο βάρβαρος Ευρωπαίος Ρινόκερος.

Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
Το άγαλμα του Απόλλωνα! Που μας παίζει τη χαυνωτική του τη λύρα και ξεχνάμε τα βάσανα, που οι ίδιοι φορτωθήκαμε, όταν, αφού φάγαμε τα ιερά βόδια του Ήλιου, σαν βόδια, «ξαπλώσαμε στης γης την πλάτη ανίδεοι και χορτάτοι», όπως λέει ο Σεφέρης;

Το άγαλμα της Αθηνάς! Που φωτίζει την μπαλταδόΦΙΛΗ απαιδευσιά μας, στημένο έξω από το (Π)ανεπιστήμιό μας: «… φυτώριον αγραμμάτων. Κλίβανος προς εκκόλαψιν ορνιθίων. … Ουδεμίαν έχει η πολιτεία υποχρέωσιν ν’ απολύη ανά παν έτος κατά της κοινωνίας αγέλην ανορθρογράφων θεσιθήρων» που λέει κι ο αφορισμένος Ροΐδης;

Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
«Εν τάξει, μην πουλάτε το Άγιον Όρος σας. Κρατείστε και τον Όλυμπό σας και την Γκιώνα σας. Ακόμη και τις ραχούλες σας, όπως λέει κι ο κ. Παπακωνσταντίνου των Οικονομικών. Μην πουλάτε τις ραχούλες σας».

Και σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
Ο μοναχός Εφραίμ, το έχει ξεπουλήσει μοναχός του, ταις πρεσβείαις των (συν)αδελφών του Δουκός της Βιστωνίδος, και των άλλων «αγίων», κατά το πόρισμα της εξεταστικής.
Και, πια, δεν «βρόντα ο Όλυμπος», ούτε κι «αστράφτει η Γκιώνα», για τη «χιλιάκριβη τη Λευτεριά».
Και οι ραχούλες, — «Πάνω σε ψηλή ραχούλα/κάθεται μια βοσκοπούλα» — γεμίσανε βιλάρες, και το κλαρίνο σώπασε, κι ακούγεται μονάχα η κλανιά της εξάτμισης των Porsche, των Ferrari και των Hummer, των μεγαλοκηφήνων.

Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος, πονηρά:
«Και τα νησιά σας. Δεν σας ζητάμε να πουλήσετε τα νησιά σας. Ίσως, μόνο, μερικές ακατοίκητες βραχονησίδες… που τις γδέρνει το κύμα και μερικά αγριοκάτσικα».

Και θύμωσε τότε ΕΚΕΙΝΟΣ:
Ακατοίκητοι κενόκρανοι. Η «Κυρά της Ρο», η Ελληνίδα μάνα, περήφανα θα σηκώνει, κάθε μέρα, τη σημαία της ελληνικής Πατρίδας, σε αυτές τις βραχονησίδες.
Μα τι νιώθετε εσείς, οι βραχοκέφαλοι ρινόκεροι, από περηφάνια και Πατρίδα.
Το παγκόσμιο χωριό που δημιουργήσατε, παγκοσμιοποιημένοι χωριάτες, δεν έχει στο λεξικό του τέτοιες λέξεις: Πατρίδα, Έθνος, Αξιοπρέπεια, Φιλότιμο, Ανθρωπιά. Στον ρυθμό του Δολαρίου, της Λίρας, του Ευρώ, του Γιεν, χτυπάει η χρηματισμένη σας καρδιά.
Με χρήμα, μόνο με χρήμα, είναι παραγεμισμένο το άδειο σας κεφάλι.
Χορτασμένοι, κορεσμένοι, κοκορόμυαλοι αυθαδιάζετε. Γιατί «Αυθάδεια γεννά η χόρταση, όταν πολλά πέσουν πλούτη, σε ανθρώπους που δεν έχουνε τον νου τους μετρημένον: τίκτει γαρ κόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπηται ανθρώποισιν όσοις μη νόος άρτιος η.» φωνάζει ο δικός μας νομοθέτης, Σόλων.

«Ας μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βεβαιώνεται η κακότητά σας: Μη επιλίποι υμάς πλούτος, Εφέσιοι, ίν’ εξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.»! Χλευάζει, ο δικός μας αντιεξουσιαστής, Ηράκλειτος.
Και σε ήχο πλάγιο κανοναρχεί ο Σοφοκλής: «Δεν φύτρωσε χειρότερο κανένα κακό στον κόσμο από το χρήμα. Αυτό γκρεμίζει πόλεις. Μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης… και να κάνει κάθε βρομιά: Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίο άργυρος κακόν νόμισμ’ έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί, … πανουργίας δ’ έδειξεν ανθρώποις έχειν… και παντός έργου δυσέβειαν ειδέναι.»

Και συμπληρώνει ο Ηρόδοτος «με την αρετή η Ελλάς και τη φτώχεια και τη σκλαβιά αντιμάχεται: Αρετή διαχρωμένη η Ελλάς, την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην.» (Ηρόδοτος).

Οι κάτοικοι της Ξενοχώρας είχαν μείνει άναυδοι. Στα δελτία ειδήσεων οι σχολιαστές σχολίαζαν πως ήταν ανεπίτρεπτο, έως προσβλητικό, έως προκλητικό, τρία παχύδερμα να δίνουν συνέντευξη για την τύχη της χώρας, ενώ αυτό θα έπρεπε να γίνει από κυβερνητικά, λέει, παχύδερμα.

Διάφοροι αναλυτές, πιο πραγματιστές, διατύπωναν την άποψη (οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες. Καθένας έχει κι από μία), πως, αφού χρωστάμε, θα πρέπει να αξιοποιηθούμε — απέφευγαν τη λέξη ξεπουληθούμε όπως ο ρινόκερος το λιβάνι —, θεωρώντας το «ξεπουληθούμε» και ως μη «πολιτκώς ορθό».

Στα σπίτια, στα καφενεία, στους δρόμους, στις πλατείες όλης της Ξενοχώρας, ακούγονταν ποδοβολητά και βρυχηθμοί. Οι ρινόκεροι πλήθαιναν και ξεχύνονταν στους δρόμους μανιασμένοι.

Κάποιοι «νουνεχείς», ψύχραιμοι και ρεαλιστές, έλεγαν:
«Μη φοβάστε. Δεν θα σας ορμήσουν. Αν σκύψετε κωλοπροβάλοντες, δεν θα σας πειράξουν. Μια αβλαβή διέλευση από την υφαλοτρυπίδα σας θα επιχειρήσουν».

Κι ΕΚΕΙΝΟΣ σκέφτηκε:
Αυτοί είναι εθισμένοι στο ψυχραίμως «κωλοπροβάλλειν»,.

Κάποιοι άλλοι, επίσης πραγματιστές και φυσιογνωμιστές συνάμα, καθησύχαζαν τον κόσμο:

«Δεν είναι κακοί. Θα έλεγα μάλιστα πως διαθέτουν μια φυσική ομορφιά βορείου ΦΥΡΟΜατος. Τι σημασία έχει ένα ''όνομα'', που σε δέκα χρόνια θα έχει ξεχαστεί! Αν καθόμαστε να συζητάμε για τέτοια πράγματα, πώς θα ζήσουμε…»

«μέσα στην κοπριά σας» Σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ και συμπλήρωσε:
Αυτοί είναι οι ανοϊκοί της ιστορίας. Οι «πολιτικώς ορθοί», ορθοτομούντες τον λόγον της εαυτών ανοησίας, εν ονόματι της πολυπολιτισμικότητας και του πλουραλισμού.

Άλλοι, σίγουροι για τον εαυτό τους, με δόση κυνικής μοιρολατρίας, έλεγαν:
«Χωνέψτε το, πάρτε το απόφαση. Μην το παίρνετε κατάκαρδα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εμείς τους καλέσαμε. Η σωτηρία της Πατρίδας είναι μονόδρομος».

«Είναι οι πατριδέμποροι, που έσκουζαν για να φοβηθούν οι πατριώτες.» Σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ
Κάποιοι από τους Ανθρώπους διαμαρτυρήθηκαν. Πέταξαν προκηρύξεις. Γιουχάισαν τον κοιλαρά εξουσιαστή. Μα οι σώφρονες, με το καρούμπαλο στο κούτελο, είπαν:

«Είσθε υπερβολικοί. Και δεν έχετε το δικαίωμα να μπερδεύεστε στα πόδια της ε-εξουσίας. Αφήστε την να κάνει τη δουλειά της. Είναι τελείως κουτό να μην θέλετε να σωθείτε.»
Έτσι κανοναρχούσαν οι σωτήρες, σφουγγοκωλάριοι και κωλορεβερέντζηδες κάθε εξουσίας.

ΕΚΕΙΝΟΣ άρχισε να ψάλει μαζί με τον Κάλβο:

«Και τώρα εις προστασίαν μας/ τα χέρια σας απλώνετε!
Τραβήξετέ τα οπίσω/ βλέπει ο Θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους. …

Της θαλάσσης καλήτερα/Φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου/ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν
Παρά προστάτας να έχωμεν.»

Τέλος, κάποιοι «λογικοί», με λογικό καρούμπαλο στο κούτελο, έβγαλαν το συμπέρασμα:

«Δεν έχετε επιχειρήματα. Είστε παθιασμένοι. Τόσο έξαλλοι. Συμπλεγματικοί ακτιβιστές. Δεν κάνετε διάλογο. Διασαλεύετε την τάξη».

Αυτοί ήσαν οι υποκριτές του προσχηματικού διαλόγου της «φιλολαϊκής» εξουσίας. «Ο διάλογος, με αυτόν που διαφωνείς, είναι αδύνατος. Με αυτόν που συμφωνείς. δεν έχει νόημα», μουρμούρισε ΕΚΕΙΝΟΣ, μαζί με τον Παναγιώτη Κονδύλη. Και συμπλήρωσε, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη:
«Όταν ακούς ''τάξη'' ανθρώπινο κρέας μυρίζει».

Και συνέχισε ΕΚΕΙΝΟΣ:

Ραγιάδες έχεις, μάνα γη,… των Ευρωπαίων περίγελα…», των Τροϊκάνων μούτσους!
Αυτοί, πια, ορίζουν το ποσοστό πείνας που πρέπει να αντέχουμε για να εξυπηρετήσουμε το δάνειο, που μας ανάγκασαν, οι ανίκανοι που μας κυβερνούν, να ζητήσουμε από τους τοκογλύφους-«εταίρους», διακηρύσσοντας πως σώζουν την Πατρίδα.

Αυτοί, πια, μας ορίζουν το ποσοστό του αέρα που μας αναλογεί, για να μπορούμε μόλις και ν΄ αναπνέουμε, λιμοκτονώντας.

Αυτοί, οι υπαλληλίσκοι της Εσπερίας, ορίζουν το ποσοστό της αξιοπρέπειας που μας επιτρέπουν να διαθέτουμε, όταν μας βρίζουν, ωμά, τεμπέληδες και αλήτες.

Ορίζουν τον ύπατο αρμοστή, τον κηδεμόνα μας, που θα επιβλέπει την αργή βασανιστική πορεία μας προς ένα ανύπαρκτο αύριο.
Ένα αύριο που, μαζί με τους πατριδέμπορους και τους νταβατζήδες του λαού μας, προετοίμασαν και σχεδίασαν οι ξενομπάτες τροϊκάνοι και οι ντόπιοι ανίκανοι μικροί, τυφλοί κυβερνήτες μας.

Ορίζουν και καθορίζουν το λεξιλόγιό μας από το οποίο διέγραψαν τις λέξεις: δουλειά, σύνταξη, μισθός, κοινωνική ασφάλιση, άνθρωπος, δικαιοσύνη ελευθερία , δημοκρατία, ψυχή, λεβεντιά, φιλότιμο. Απαγορεύονται αυτές οι λέξεις έστω και σαν σκέψεις. Γιατί οι αριθμολάγνοι λογιστές δεν τις καταλαβαίνουν.

Το μόνο που επιτρέπουν, πια, οι εταίροι μας, (ποιοι εταίροι; Φίδια κολοβά, τοκογλύφοι είναι) και οι ντόπιοι συνεταίροι τους, είναι η δουλική υποταγή, η ανέχεια, η λιτότητα, ο ανταγωνισμός, ποιος θα πρωτοφάει τον άλλον.

Νομοταγή υποτακτικό, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενο (των τροϊκάνων και των ντόπιων ανικάνων κυβερνητών μας), θέλουν τον νεοέλληνα της Ελλάδας της Ευρωζώνης και της «αγίας ζώνης» του Εφραίμ και των αγίων αυτού.

Μας προτρέπουν, υπήκοντες εις τα εντολάς του αρμοδίου αρμοστού, να πάψουμε, πια, να ανοηταίνουμε, διεκδικώντας, δουλειά, αξιοπρεπή μισθό, αξιοπρεπή σύνταξη γιατί η πατρίδα, που οι κακοπάτριδες καταλήστεψαν, κουρέλιασαν και αναξιοπρεπή, κουρελοντυμένη, τώρα, την περιφέρουν στους οίκους αξιολόγησης (οίκους ανοχής κοινώς μπουρδέλα) και στα σαλόνια της ευρωζώνης, δεν αντέχει.

Σκυφτούς ραγιάδες, με την ψυχή πεταμένη στα σκουπίδια, προσκυνημένους στη γερμανική μπότα, μας θέλουν, οι διαλεχτοί των κριμάτων.
Οι άθλιοι, που έκαψαν, βίασαν, κρέμασαν, λήστεψαν και τώρα απαιτούν προσκύνημα.
Καλάβρυτα και Δίστομο, δεν τα ξέχασαν. Τα ξαναστήνουν εκσυγχρονισμένα.

Το πιο μεγάλο κρίμα να είσαι Έλληνας, για τους χαλασμένους, δήθεν σωτήρες μας.

Τιμή να είσαι άτιμος, για τους ντόπιους φοροφυγάδες, φοροκλέφτες, ελληναράδες.

Φτάσαμε λοιπόν στ’ ανείπωτα!

Αποπαίδια, σκλάβοι στη χώρα τη δική μας! Με τον Γερμανό επιστάτη, έτσι λένε τώρα τον γκαουλάιτερ, τον πληρωμένο μασκαρά του ΔΝΤ, που, θρασύς και χορτασμένος, ζητά, ο ΞΕΝΟΣ ΤΣΟΓΛΑΝΟΣ, που φέρανε οι δικοί μας ΓΡΑΙΚΥΛΟΙ , επικαλούμενοι κούφιο πατριδιλίκι:

Περικοπές στο ψωμί των παιδιών μας. Μικρότερους, κι από τους πιο μικρούς, μισθούς για τον εργάτη.
Ζητά το υστέρημά μας, για να ξεχρεώσουμε, κι αν μείνει κάτι, λένε, τότε μπορούμε να φάμε. Όταν ένας στους τρεις Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχιας.

Οι ασήμαντοι, χυδαίοι, μηδενικοί, ανάλγητοι τροϊκάνοι και οι εγχώριοι υποτακτικοί τους, καταντήσανε τη χώρα φυλακή, φάντασμα ενός άλλου κόσμου.

Και τους ανθρώπους της να ζουν ξένοι, στον ίδιο τους τον τόπο.
Και οι άνθρωποι τι να πουν στους απάνθρωπους.
Τι να πουν για μια πατρίδα όπου αισθάνονται νεκρογεννημένοι σε πεθαμένη χώρα.

Οι πατριδολογάδες, τ’ όνομα της πατρίδας λέρωσαν.
Άνοιξε η κόλαση και ξεβράστηκε όση βρωμιά αιώνιων Ούννων έκρυβε στα σπλάχνα της, ποδοπατώντας την ιστορία των λαών που ανέστησαν την ευρωπαϊκή ιδέα.

Μαγαρίζουν οι χρυσοκάνθαροι ό,τι γνήσιο. Οι από κούνια δούλοι. Η δύναμη, η βρωμιά του χρήματος και του εκβιασμού, η πληρωμένη γνώμη συμβουλεύει συμμόρφωση και πειθαρχία. Πληρωμένοι μασκαράδες. Με κούφιες ψυχές και συνειδήσεις.

Κατάντησαν, οι τροϊκάνοι και τα ντόπια σφουγγοκώλια τους, τη χώρα μια σάπια πολιτεία, που θα αλληλοτρώγονται οι άνθρωποι, όταν δεν θα έχουνε ψωμί να φάνε και βρίσκουν άδειους ακόμη και τους σκουπιδοτενεκέδες.

Στα γραφεία μεταναστεύσεως ουρές για ένα άλλο όνειρο σε χώρα ξένη. Ξένος στην ξενιτειά και ξένος στον τόπο σου, το ίδιο κάνει.

Όνειρα, χαροκαμένα από την ανικανότητα και την προδοσία λίγων λυκανθρώπων, βουβαίνονται στο πνιχτό κλάμα τα βράδια της απελπισίας του ανύπαρκτου αύριο.

Κι οι αχόρταγοι ΛΑΟΦΑΓΟΙ, που ΟΛΗ Η ΚΟΠΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΟΙΛΟΠΟΝΟΥΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΞΕΡΑΣΕΙ, φωνάζουν και λένε πως σώζουν την πατρίδα, ενώ αφανίζουν τον λαό.

Και καμαρώνουν οι σκατωμένοι και φωνάζουν φωναχτά
«δε λερώθκε ο Θοδωρής λερωθήκαν τα σκατά» (Κ. Βάρναλης).
Φτού και ξαναφτού σας, ανίκανοι, άχρηστοι, ασυνείδητοι.

«Λαέ, διώξε την ξένη λέρα κι αυτουνούς που τηνε φέρα.» (Κ. Βάρναλης)

Οι ρινόκεροι, πια, είχαν καταλάβει την Ξενοχώρα.

Είχε μείνει μόνος. ΕΚΕΙΝΟΣ ο Άνθρωπος. Ο Μόνος Άνθρωπος.

«Και μέχρι να ‘ρθει το τέλος, θα παραμείνω Άνθρωπος. Δεν θα γίνω σαν κι εσάς.» Φώναξε ΕΚΕΙΝΟΣ.

Κι’ ακούστηκε το βροντερό μήνυμα από τα βάθη των αιώνων, με τη φωνή του Αισχύλου:

«Των ανθρώπων η γλώσσα δεν είναι πια στη φυλακή. … Η αιματοβαμμένη γη σου τη δύναμη για πάντα κρατάει των Περσών: Ουδ΄ έτι γλώσσα βροτοίσιν εν φυλακαίς• … Αιμαχθείσα δ’ αρούραν περικλύστα νάσος έχει των περσών».

«Γοργά από τα μάτια μου, άντε χάσου: κομίζου δ’ ως τάχιστ’ εξ ομμάτων» φωνάζει ο Ευριπίδης.

Άντε να χαθείτε, αγαμοιθύται, Τροϊκάνοι!. Φώναξε ΕΚΕΙΝΟΣ και πήρε το τραγούδι το άξιο να σιγοτραγουδάει:

«Ήρθαν/ ντυμένοι « φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ το παμπάλαιο χώμα πατώντας./ και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν /το Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,/ βίβλους γραμμάτων και αριθμών, την πάσα υποταγή και δύναμη, /το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας./ Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. …

Έστησαν και θεμελίωσαν/ …τους νόμους τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα, στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας/ Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους. /Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε.

Έφτασαν/ ντυμένοι «φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας./ Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε/ παρά μόνο σίδερο και φωτιά /μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Ήρθαν/ με τα χρυσά σιρίτια/τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία./
«Γι' αυτούς είπαν, ο καπνός της θυσίας/και για μας της φήμης ο καπνός /αμήν.»

«Ως πότε, επί τέλους, Κατιλίνα , θα καταχράσαι της υπομονής μας;»
(Κικέρων)

Ως πότε, ο αδικών θα αδικεί κι ο ρυπαρός θα ρυπαίνει, και σεις, κρυμμένοι πίσω από τους άνομους νόμους σας, θα κάνετε εξεταστικές επιτροπές για ανεπίτρεπτες κομπίνες;

Ως πότε, οι διεφθαρμένοι θα διαφθείρετε ό,τι αγγίζετε με το άνομο χέρι σας και θα βρομίζετε με το ρυπαρό σας χνώτο τον αέρα.

Ως πότε, λαθρεπιβάτες της εξουσίας, θα ξεγελάτε τον λαό και θα κλέβετε την ψήφο του; «Ώρα νέα, χελιδών: κοίτα, νέα χελιδόνια. «Οι δ’ έβλεπον καγώ των κρεών έκλεπτον: αυτοί έβλεπαν κι εγώ έκλεβα το κρέας» (Αριστοφάνης)

Ως πότε, πολιτικατζή, εσύ,  «ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη και τη μιζέρια να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ’ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης).

Ως πότε, θα σας κουβαλάει, «άχθος αρούρης» άχρηστο στον σβέρκο του ο εξαθλιωμένος, από εσάς, λαός;

Ως πότε, θα μοστράρετε τη φτιασιδωμένη φάτσα σας με τα φκιασίδια της εσπερίας, οι σκουπιδάρχες της χωματερής των νεοελληναράδων, που τη δημιουργήσατε από το περίσσευμα της σκουπιδοσύνης σας;

«Εδώ ‘ναι η στάχτη ενός λαού, που είταν αιώνια φλόγα (Κώστας Βάρναλης)».

Ως πότε θα μιλάτε, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης), και θα σκοτώνετε τη γλώσσα την Ελληνική;
Αδιάντροποι, των ξεδιάντροπων, μεταμοντέρνων νεοφιλελεύθερων καιρών, ασφαλώς δεν γνωρίζετε πως:

«Ει θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται» όπως θαυμάζει ο Κικέρων.

Ως πότε, αμετανόητοι θα σκοτώνετε τον ήλιο, θα σκοτεινιάζετε το φως και θα αμαυρώνετε το ελληνικό πρόσωπο εκείνο, που αντίκρυζε τη Δύση κατάματα και η Δύση το αντίκριζε με δέος και σεβασμό;  Ηλιοκτόνοι. Φωτοκτόνοι. Κακοπάτριδες.

Οι απάνθρωποι λαομπαίχτες (θεομπαίχτες), εμπαίζουν το καθαρό πρόσωπο, που αυτοί δεν έχουν, γιατί το βρώμισαν ρουθουνίζοντας, σαν τα γουρούνια, στο γουρουνοστάσι της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης Κίρκης, που προστάζει:
Άρπαξε, Κλέψε, Εξαπάτα.

Οι σταυρωτήδες των ονείρων των ανθρώπων, ξένοι στην πόλη, την πόλη, που ποτέ δεν αγάπησαν, τη βρωμίζουν με το σαπισμένο χνώτο της ανάσας τους, κάνοντας και τους πολίτες της, που τους στέρησαν ακόμη και τη γνώμη, μέσα στην επίφαση της αντιπροσωπευτικής τους δημοκρατίας, κάνοντάς τους, να τη μισήσουν και αυτοί.

Ο Κινησίας, (ο κουνιστός του Αριστοφάνη),  που καυχιέται πως είναι εραστής της πόλης, έβγαλε απόφαση:  «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν… Τίμημα Θάνατος.» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους)

Ο Πολέμαρχος, της αρετής των καταγωγίων της βρωμερής ψυχής του και της άδειας σκέψης του.  Η Αγία Τριάδα του: Βλακεία, Ανικανότητα, Χρήμα. Ελληνάρας με πατέντα!

Ο Κοτζαμπάσης και ο Νταβατζής της Δημοκρατίας.  Ο γνήσιος κοπρίτης της ακατοίκητης σκέψης, που λιμνάζει μέσα στα κομματικά λασπόνερα. Ο «μπροστάρης» του λαού, που αν υπήρχε δικαιοσύνη, θα έπρεπε να δουλεύει στο κάτεργο, στο οποίο είναι ριγμένος ο κοσμάκης.

Ο Πολυδάκτυλος Σαρανταχέρης,  ο «τίμιος» φύλακας της δημόσιας περιουσίας, που, μαγικά, την εξαφανίζει off shore (έξω από τη Χώρα), σε μυστικούς αόρατους λογαριασμούς, στους παραδείσους των φοροφυγάδων, εις δόξαν ημών των μελωδούντων: Λυτρωτά, των μόχθων μας. Ο Θεός να σ’ ευλογεί. Λυτρωτά μας.

Ο Αληθίων των οκτώ,  με την αλήθεια να τρέχει από το χαλασμένο καζανάκι της τρύπιας σκέψης του. Ο Κωλορεβερέντζης (ο βαθέως και δουλικά υποκλινόμενος), των αφεντικών του: εργολάβων δημοσίων έργων, συνάμα δε, καναλαρχών, εκδοτών, άμα τε και τζογαδόρων. Και με τον νόμο.

Ο Κλινήρης του πνεύματος, με την σπουδαιογελοία επισημότητα του λείψανου, που ακαδειμίζεται (παριστάνει τον ακαδημαϊκό-ακαδειμικό), κάτω από τον θόλο, απλώς γιατί έχει Κώλο και Προστάτη. Προστάτη που τον υποστηρίζει και υπερτροφικό προστάτη αδένα, που του προκαλεί ακράτεια ούρων τε και λόγων. Μυγιάγγιχτος. Βουλιαγμένος μέσα στην ανάπηρη σιωπή της κενής σκέψης του.

Ο Θρασύδειλος,  που μιλάει για τον πόλεμο, σα να μιλάει για τον καιρό. Σημαία του ο αριθμός της μυστικής του θυρίδας, στη μυστική τράπεζα, της μυστικής εξωχώριας. Ο εντολοδότης του πολέμου.
«Μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;» (Ν. Καρούζος).

Ο Κολλυβιστής Σαράφης,  ντόπιος και ξένος με τα σφουγγοκώλια του, που ρημάζει τη χώρα, χρεώνοντας τις κλεψιές του στους αδύναμους.
Να, τώρα καλεί για τη σωτηρία, λέει, της Πατρίδας, δηλαδή, το αυγάτισμα, ξανά, των άνομων κερδών του.
Καλεί, να πληρώσει ο λαός, τα σπασμένα, γιατί, λέει, «μαζί τα φάγαμε».
Ουστ, αρχικοπρίτη.

Ο Τυχάλωτος του τζόγου, έτοιμος να κατασπαράξει αυτόν που αποθέτει την πάσαν ελπίδα, της απελπισίας του, στο γύρισμα της τύχης, που θα φέρει ο κουλοχέρης, με τα φρουτάκια, στις γειτονιές, γιατί, λέει, κινδυνεύει η Πατρίδα από το υπέρογκο χρέος μας. Μαζί, λέει κι αυτός, τη χρεώσαμε την Πατρίδα.

Όλοι αυτοί, ένοικοι της ταριχευμένης τους ζωής, κραυγάζουν:

«Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν… Τίμημα Θάνατος.»

Στ’ ανοιχτά της απελπισίας, φυσάει ο τυφώνας της παγκοσμιοποίησης του χρήματος και της πολτοποίησης του ανθρώπου.

Χρόνια τώρα, φυσούσε, μέσα στη χώρα, ένας ζεστός αποπνικτικός λίβας, που ξερνούσε μιαν ανυπόφορη μπόχα. Μια μπόχα μουλιασμένη με βρώμικη, λασπωμένη γλίτσα, που λέρωνε τα χέρια των ανθρώπων και τις ψυχές τους.

Μια βρωμερή απόπνοια σερνόταν σαν χολέρα στους δρόμους της χώρας, από τις εξατμίσεις χιλιάδων Porsche «σκληρά εργαζομένων» αργόσχολων φοροφυγάδων.

Μια μπόχα ανέβαινε από τις μαρίνες των λερωμένων θαλαμηγών των μηκονόβιων και εξωχωρίων εστέτ, κάνοντας μαύρο το μπλε της θάλασσας.

Μια μπόχα ξεχυνόταν σύννεφο από τις τουρμπίνες των πανάκριβων τζετ της χά(λ)ι σοσάιετυ (high society). Των αισχρών κηφήνων, που τα έντερα τους, όπως κάθε κηφήνα, μετά την συνουσία με την ακόλαστη βασίλισσα του σμαριού της βρώμας, αιωρούνταν στον αέρα για λίγο και έπεφταν, βρωμερά περιττώματα, στα κεφάλια των ανθρώπων, που έλεγαν ότι ήταν η κίτρινη βροχή από την Αφρική.

Μια αβάσταχτη βρώμα, βατοπεδινή, αγιορείτικη, φερομένη επί πτερύγων Εφραίμ και Αρσενίου, των κολλυβιστών, της rasadel,  Μαντελική,  ΑΚΗζομένη, το(ρ)κάζο (torcaso), εξωχώρια. Σημιτική, ολυμπιακών διαστάσεων, κωλοτράβα με κι’ ας κλαίω κόστους, Καραμανλίδικη (Ανδριανού και του Αγγέλου αυτού των αυλικών),  Γιώργου του μικρού και της παρέας του,  Αλέξη, του αυταπατώμενου και απατούντος τον κοσμάκη,

Αυτή η μπόχα, έβγαινε αποπνικτική από την μεγάλη πύλη της Βουλής των Ελλήνων, βάσει του νόμου περί (αν)ευθύνης των Υπουργών.

Και ριχνόταν ασύδοτη στη ελεύθερη, ασύδοτη κι αυτή, αγορά, πλέκοντας λογής-λογής πλοκάμια γύρω στον λαιμό των ανθρώπων, μπροστά στο μνημείο του αγνώστου ανθρώπου.

Δυσώδη ρεύματα από την εσπερία την κουβαλούσαν, χριστοεωσφορικώς ριπίζοντας και ραπίζοντας Υπουργούς ταγμένους επί το θεάρεστον έργον της υπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος, δια της εξυπηρετήσεως των ιδικών τους «ειδικών» συμφερόντων, βεβαίως.
Διότι ο εκλογικός αγώνας είναι σκληρός και μια χορηγία είναι απαραίτητη, για να μη χάσει η Βενετιά (Βουλή) βελόνι (τέτοιον βουλευτή). Μια αξιοπρεπής μίζα, για έναν αξιοπρεπή Υπουργό, θα ήταν αναξιοπρεπής, αν δεν υπερέβαινε τα 10 εκατομμύρια ευρώ (και μην κάνετε τις παρθένες κ. συνάδελφοι, βροντοφωνάζει ο Μαντέλης).

Δυτικοί άνεμοι σκορπούσαν τη λασπερή βρώμα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Έμπαινε από τις πόρτες και τα παράθυρα μέσα στα σπίτια, κατακάθιζε πάνω στις στέγες, μόλυνε το χώμα και οι καρποί της γης φθείρονταν και αυτοί, μαζί με τους ανθρώπους.

Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μιαν ανθρώπινη λαλιά.
Και τους δώσατε τη σιωπή της ενοχής σας.

Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μια ζεστή αγκαλιά.
Και τους δείξατε την εξορία του ανθρώπου.

Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι το ανέσπερο φως.
Και τους τυφλώσατε με το εσπερινό, το σβησμένο φως της Δύσης.

Και ζητούσαν τις ημέρες εκείνες οι άνθρωποι ένα όνειρο να πιαστούν, να πιστέψουν. Και τους ρίξατε στον εφιάλτη μιας ζωής αβάσταχτης, χωρίς αύριο.

Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μια δουλειά τίμια, για να ζήσουν.
Και τους κλείνατε το μάτι με τα τριάκοντα αργύρια της προσδοκίας του ρουσφετιού με αντάλλαγμα την ψήφο τους.

Και ζητούσαν τα παιδιά μιαν αλάνα, για να παίξουν.
Και τους δώσατε την αλάνα της αδιάφορης πέτρινης καρδιάς σας και της πνευματικής σας αλητείας.

Δεν αγαπήσατε παρά μόνο το χρήμα και την γκλαμουριά της αυλής του Αρταξέρξη.

Και μαζεύτηκαν, εκείνες τις ημέρες, οι νταβατζήδες του λαού σε συμβούλιο.
Και διαβουλεύτηκαν χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια.
Βαθειά μέσα τους το ήξεραν πως ήταν ένοχοι. Κι ας σφύριζαν αδιάφορα.

«Τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων» (Κ. Καβάφης), που κραύγαζαν:
Ένοχος!
Ένοχος ψεύδους!
Ένοχος εξαπάτησης!
Ένοχος αδολεσχίας!
Ένοχος ενώπιων Κυρίου του Λαού σου!

Και συνεδρίασε το συμβούλιο των νταβατζήδων του λαού. Και απεφάνθησαν: «στους λίγους δοθήκεν η γη στα πληθ’ οι ουρανοί/ δεν ειν’ αξιότερο αγαθόν απ’ την υπομονή» (Κ. Βάρναλης).

Και συνομολόγησαν και βγάλανε απόφαση:
Οι μισθοί και οι συντάξεις του λαού είναι όλεθρος για την κινδυνεύουσα πατρίδα.
Οι σαπιοκοιλιές και οι κηφήνες είναι το μέλλον του κόσμου.
Ο γάιδαρος πετάει!

Και άνοιξαν τα παράθυρα του κοινοβουλίου, και ιπτάμενοι γάιδαροι σκορπίστηκαν στο συγκεντρωμένο πλήθος, μαζί με προκηρύξεις που παρακινούσαν τον λαό να παίζει:
«Λόττο», «Πρώτο», «Στοίχημα», «Καζίνο», «Φρουτάκια». και να τζογάρει, μπας και δει άσπρη μέρα.

Το συμβούλιο των νταβατζήδων, οι λαομπαίχτες, συνεκλήθη ακόμη μία φορά, επειγόντως, σε σύσκεψη.
Ανίκανοι να σκεφθούν, ποτέ δεν κατείχαν αυτήν την κοπιαστική τέχνη, προτιμούν άκοπα να συσκέπτονται. Φυσικά, το μηδέν προστιθέμενο και άπειρες φορές πάλι μηδέν θα είναι.

Οι κοπίδες (τσαρλατάνοι) της εξουσίας, οι «εκπρόσωποι» του λαού, απρόσωπες διπρόσωπες μαϊμούδες, μπογιατισμένοι με ψεύτικη αυτοπεποίθηση, ψευτιά γεμάτοι οι σπουδαιογελοίοι της λέσχης Μπίλντεμπεργκ καμώνονται ότι εξετάζουν πώς θ’ αντιμετωπίσουν την κρίσιμη κατάσταση της χώρας, στην οποία κρίση, αυτοί οι ίδιοι, αλαζόνες, απερίσκεπτοι, κακοπάτριδες, αδιάφοροι, διεφθαρμένοι, τη βύθισαν και εξακολουθούν να τη βυθίζουν, χρόνια τώρα.

Βλακογιάπηδες, αδαείς, κυνικοί, αχαλίνωτοι, ξεκαπίστρωτοι, οι σοβαρογελοίοι επηρμένοι, έτοιμοι για όλα, με μικροαστική μικρόνοια και με τη μετριότητα ως πλαφόν των απαιτήσεών τους από τους εαυτούς τους και του άλλους.

«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστες μες στη χώρα» (Κ. Παλαμάς).

Έξω, στους δρόμους αργοσέρνεται η αρρώστια της πόλης, η αρρώστια του κόσμου που, αυτοί, οι λειεγκέφαλοι και λιμασμένοι για χρήμα και εξουσία, κυβερνήτες, ντόπιοι και ξένοι, σκόρπισαν σαν λοιμική στη χώρα και τον κόσμο.

Οι άνομοι εξουσιαστές του αγέρα της Δημοκρατίας, που την κουτσουρεύουν κάθε φόρα που την πιάνουν στα χείλη των τα ασεβή.
Τη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Του ΔΗΜΟΥ το ΚΡΑΤΟΣ.

«Τη φλόγα άρπαξαν οι άνομοι/ τη σβήσανε στα βαλτονέρια» (Κ. Παλαμάς)

Τα όνειρα τα πάγωσε η βαρυχειμωνιά της χαλασμένης τους σκέψης.
Κι έμειναν τα δέντρα χωρίς καρπό στη Χώρα των τρισκατάρατων.
Των σκλάβων μιας ανούσιας ζωής.
Της ζωής που τους τη στέρησαν οι κοτζαμπάσηδες και οι νταβατζήδες της εύφορης κοιλάδας, μαζί με τα σφουγγοκώλια τους και τους ανίκανους του Κράτους.

Η Χώρα αργοπεθαίνει μέσα στον βούρκο των σκανδάλων, της αδιαφορίας και της ανικανότητας αυτών που την κυβερνούν. Μπόχα αποπνικτική ξερνά το σαπισμένο, από την απληστία και αλαζονική αυθαιρεσία της εξουσίας, χνώτο τους.
Στην ηλιοθρεμμένη Χώρα, βαριά

Προβλήθηκε 1461 φορές