Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ
Αναζητούσα όλο το πρωί κάποιο παιδί να ακούσω τα κάλαντα του νέου χρόνου μα κανένα δεν έφτασε στον όροφο. Το απόγευμα, ένας ηλικιωμένος πλησιάζει στο γκισέ των νοσηλευτριών.
-Είμαι ο πατέρας του Χρήστου. Μοιάζει να έχει μαντέψει τη σκέψη μου.
-Να σας πω εγώ τα κάλαντα του ορφανοτροφείου;
-Του ορφανοτροφείου;
-Της Αρχιεπισκοπής. Εκεί έβγαλα το δημοτικό, ήταν οι γονείς μου χωρισμένοι, και… Ο ανθρωπάκος λύνεται σε δάκρυα…
-Πες τα μας!
Ο ανθρωπάκος τραγούδησε. Δε συγκράτησα παρά μόνο την κατάληξή τους «…του Ευαγγελίου». Όμως ο ανθρωπάκος συνεχίζει ασυγκράτητος, όπως σε εξομολόγηση.
-Βγήκα στη ζωή από δώδεκα χρονώ… Τα κατάφερα όμως. Σαράντα τέσσερα χρόνια ένσημα. Πήρα πριν πέντε χρόνια σύνταξη αλλά ακόμα ψευτοδουλεύω.
Δεν άντεξα να ρωτήσω γιατί ακόμα δουλεύει… Τι βάρος άλλωστε θα είχε μια ακόμα αφήγηση αρπαγής τεσσεράμισυ δεκαετιών μόχθου, μπροστά σε ένα παλικάρι -το παιδί του- που ψυχομαχεί δυο θαλάμους παρακάτω; Τα βουρκωμένα μάτια του μου έχουν προκαταβολικά αποκριθεί.
Απόψε γύρισα με τα πόδια σπίτι. Ένιωθα σα μεθυσμένος από τη βαρυχειμωνιάτικη βραδιά, ας με πόνεσαν τα αμάθητα πόδια μου. Ας κρύωνα όπως εκατόχρονος.
Περπατώντας, σκάρωσα κάτι σαν κάλαντα… Ιδιότροπα και ξινά, γι’ αυτό δεν θα τα πω εδώ.
Μας τα έχουν αφηγηθεί τα αναγνωστικά του δημοτικού και τα περιφρονημένα από την άστοχη εφηβεία μας ποιήματα που πέρασαν στο ασυνείδητό μας. Όμως ας μείνουμε, λέω, όρθιοι μέσα στη νύχτα που, δε μπορεί, θα πισωπατήσει στη νέα ημέρα που φτάνει βροντοπατώντας -νέος εφ’ ημέρη ο ήλιος…
«Απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού,
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει,
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί
του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,
βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί
θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα
με λόγια μαγικά,
εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά
τον πόνο της σκλαβιάς της, εκεί βλέπει
τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει.
Κι απ’ την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
και ρίχνει και συντρίβει και κυλά
στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,
κι από την σιγαλιά,
που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά,
κι απ’ των προγόνων τ’ άφθαρτα βιβλία,
που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία,
ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς
σα μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς
προφητικά τα λόγια του δασκάλου
με μια φωνή βαριά.
«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει.»