Θανάσης Κολλιόπουλος, υπ. διδάκτορας πολιτικών επιστημών
Με αφορμή τον θάνατο του Φιντέλ Κάστρο, ανέκυψε το ερώτημα για τη σχέση ανάμεσα στην επανάσταση και τη δημοκρατία. Είναι όροι που ταυτίζονται ή είναι ασύμβατοι μεταξύ τους;
Σε ένα πρώτο και πιο ρηχό επίπεδο, όσοι αποκαλούν τον Κάστρο «δικτάτορα» θεωρούν τους όρους ασύμβατους (ιδίως εκείνοι που ξεχνούν τι προϋπήρχε του Κάστρο και κυρίως το ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι), ενώ εκείνοι που τον θεωρούν «επαναστάτη» τους ταυτίζουν.
Η πραγματικότητα όμως είναι πιο περίπλοκη και διαφορετική από όσο νομίζουμε υπό την επιρροή των εύκολων τσιτάτων. Στο παρόν άρθρο δεν θα μας απασχολήσει η περίπτωση της Κούβας, αλλά ο γενικός προβληματισμός.
Η επανάσταση μόλις επιτύχει οφείλει να πάψει να υπάρχει και να μετατραπεί σε δημοκρατία
Η επανάσταση αποτελεί πάντα μια πράξη κυριαρχίας, πρωτογενούς και αδέσμευτης άσκησης εξουσίας, με την έννοια της ωμής δύναμης. Οι επαναστάτες είναι ένα μέρος του λαού που καταφέρνει να επιβληθεί και να θεσπίσει ένα σύνταγμα, καθορίζοντας την συγκρότηση, οργάνωση και άσκηση της κρατικής εξουσίας (συντακτική εξουσία).
Το στοίχημα όμως για μια δημοκρατία είναι η δημιουργία μιας ολότητας όπου όλοι ανεξαιρέτως, επαναστατημένοι και μη, υπάγονται με ίσους όρους και ελεύθερη συμμετοχή. Η επανάσταση μόλις επιτύχει οφείλει να πάψει να υπάρχει και να μετατραπεί σε δημοκρατία. Αποτελεί ουσιαστικά μια πρώτη φάση της δημοκρατίας.
Γι αυτό τον λόγο, άπαξ και θεσπιστεί σύνταγμα, ο λαός παύει να ασκεί πρωτογενή κυριαρχία. Υποτάσσεται στις συνταγματικά προβλεπόμενες αρμοδιότητες, διότι ο λαός είναι πλέον μια ολότητα και όχι ένα «μέρος» όπως ήταν οι επαναστάτες που άσκησαν συντακτική εξουσία.
Και η επιτυχία μιας δημοκρατίας έχει να κάνει με το κατά πόσο η ολότητα αυτή διασφαλίζεται από συγκεκριμένους, συνταγματικά κατοχυρωμένους θεσμούς και με ενεργητική συμμετοχή των πολιτών ή επαφίεται στην εκάστοτε κυβέρνηση εισάγοντας έτσι ένα βολονταριστικό στοιχείο.
Η Χάνα Άρεντ διέκρινε τη Γαλλική Επανάσταση σε σχέση με την Αμερικανική, από το γεγονός ότι η πρώτη θέσπισε μόνο αρνητικές ελευθερίες, δηλαδή ένα πεδίο προστασίας από την κρατική εξουσία, ενώ η δεύτερη είχε πιο θετικό χαρακτήρα, δηλαδή έδωσε έμφαση στους τρόπους συμμετοχής των πολιτών στην κρατική εξουσία και στη μη μονοπώλησή της από ένα όργανο.
Γι αυτό τον λόγο, άπαξ και θεσπιστεί σύνταγμα, ο λαός παύει να ασκεί πρωτογενή κυριαρχία. Υποτάσσεται στις συνταγματικά προβλεπόμενες αρμοδιότητες, διότι ο λαός είναι πλέον μια ολότητα και όχι ένα «μέρος» όπως ήταν οι επαναστάτες που άσκησαν συντακτική εξουσία
Οι αρνητικές ελευθερίες έχουν έναν αμυντικό και καχύποπτο χαρακτήρα έναντι της εξουσίας και γι αυτό, μπορούν να υφίστανται ως νησίδες ελευθερίες ακόμα και σε μη δημοκρατικά καθεστώτα (όπως στην περίπτωση του Πινοσέτ, όπου επέβαλε δικτατορία αλλά η οικονομική ελευθερία υπήρχε υπό την καθοδήγηση των…νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, κυρίως του Μίλτον Φρίντμαν και της δημοκρατίας των ΗΠΑ) .
Οι θετικές ελευθερίες από την άλλη, είναι συμβατές μόνο με τη δημοκρατία, διότι απαιτούν τη συμμετοχή του λαού στο σύνολό του και όχι μιας μερίδας που θα επιβληθεί και θα δράσει βολονταριστικά. Σε αυτή την περίπτωση, οι σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες δεν έχουν ως στόχο την επίτευξη μιας μονοδιάστατης και μερικής επιδίωξης.
Ο στόχος είναι η ίδια η διαδικασία αντιπροσώπευσης των διαφόρων μερών του λαού που μπορεί να περικλείει μια αντίφαση ως προς τα συμφέροντα που περιλαμβάνει, αλλά αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός. Αλλιώς θα μιλούσαμε για εργατική δημοκρατία, για θεοκρατική δημοκρατία, για αστική δημοκρατία (με την έννοια της επικράτησης της αστικής τάξης), για αγροτική δημοκρατίας κοκ.
Οι θετικές ελευθερίες από την άλλη, είναι συμβατές μόνο με τη δημοκρατία, διότι απαιτούν τη συμμετοχή του λαού στο σύνολό του και όχι μιας μερίδας που θα επιβληθεί και θα δράσει βολονταριστικά
Εδώ βεβαίως, υπεισέρχεται ο προβληματισμός γύρω από την πολιτική σημασία της αντιπροσώπευσης. Η εμπέδωση της τυπικής δημοκρατίας που λειτουργεί θεσμικά σωστά, μπορεί να κρύβει και να παγιώνει μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος του βολονταρισμού από μια κυβέρνηση που θα θελήσει να τις μειώσει.
Για να το πετύχει μπορεί να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια της και να περιορίσει τα δικαιώματα. Οι κοινωνικές ανισότητες μπορεί να μειωθούν, αλλά με μεγάλο κόστος όπως έδειξε το σοβιετικό μοντέλο. Αντίθετα, οι σοσιαλιστές κατάφεραν να εμπεδώσουν την κοινωνική ισότητα με περαιτέρω διάχυση της δημοκρατίας και με θεσμούς ενεργητικής συμμετοχής.
Είτε με την ενδυνάμωση της αυτοδιοίκησης είτε με τη συμμετοχή των εργαζομένων στο πλαίσιο του κορπορατισμού και της διοίκησης των επιχειρήσεων είτε με την επέκταση των πάσης φύσης δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Καταληκτικά, κάποιες επαναστάσεις είναι εξ ορισμού μη δημοκρατικές διότι είναι ταξικές και άρα δεν αποβλέπουν στο όλον, αλλά στην επιβολή του μέρους το οποίο υπηρετούν.
Αυτό συνέβη και με την «αστική» και με την «προλεταριακή» επανάσταση, τουλάχιστον από την πλευρά όσων συμμετείχαν συνειδητά σε αυτές (ενώ δεν συνέβη με την επανάσταση του 1848, που ήταν δημοκρατική κυρίως). Στην Κούβα δεν ήταν προλεταριακή εξ αρχής, αλλά λαϊκή και εν μέρει εθνικοαπελευθερωτική, αλλά μετέπεσε σε οιονεί προλεταριακή, τύπου Σοβιετικής Ένωσης, υπό την πίεση της ανάγκης (και με πολλές πάντως ιδιαιτερότητες).
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όλα κρίνονται με βάση τον τόπο, τον χρόνο και τις συνθήκες και γι αυτό άκριτες μεταφορές ευρωπαϊκών προβληματισμών σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά είναι άστοχες.
http://www.trustpress.gr/