Νίκος Καραβέλος
Δικηγόρος – Συγγραφέας
e-mail:[email protected]
Υπάρχει μια ιδιαίτερη κάστα προερχόμενη από τις δεξαμενές της «Αριστεράς» ( όχι Αριστερής… αθάνατη καθαρεύουσα!), η οποία διαπρέπει στις καλές Τέχνες και τη λογοτεχνία. Πολλά μέλη της εργάζονται σκληρά για τα προς το ζην ασχολούμενοι, συνήθως, με την δημοσιογραφία, επάγγελμα το οποίο, ως γνωστόν, δύναται να ασκήσει κάποιος, μολονότι απαίδευτος.
Ήκμασε κατά τα έτη μετά τη «Μεταπολίτευση», περίοδο κατά την οποία ευδοκίμησαν η αγραμματοσύνη, η ευκολία, το θράσος, η εκδικητικότητα και η δημοκρατική υποκρισία. Αναπτύχθηκε στα ειδικά θερμοκήπια των κομμάτων, εντός και εκτός Βουλής και μεταφυτεύτηκε στα χερσοχώραφα της ελληνικής κοινωνίας.
Αρκετοί εκπρόσωποί της δραστηριοποιήθηκαν εξαργυρώνοντας νοθευμένες περγαμηνές στα οικεία Πρυτανεία (κατά τον Κ. Βάρναλη Τεμπελχανεία). Έλαμψαν ως φυσιογνωμίες σε υπουργεία και οργανισμούς, όπως της Παιδείας, της Κακότητας, της Εμπάθειας, και της Δημόσιας Υπηρεσίας Λιμναζόντων Υδάτων ( ΔΥΛΥ ).
Ανταποδίδοντας δε, προς αυτούς η Πολιτεία αλλά και ο ιδιωτικός τομέας, τους απένειμε βραβεία και τιμές και τους επιδαψίλευσε (επί + δαψιλής (άφθονος) ) άφθονο κύρος και πνευματική «υποστάθμη», όπως θα έλεγε με το ύφος του ο αείμνηστος Βασίλης Αυλωνίτης.
Κάποιοι άλλοι, αφού αφίππευσαν, ασχολήθηκαν έκτοτε με έργα ειρηνικά, όπως η παραποίηση της αλήθειας, η συκοφαντία, η προπαγάνδα και η διά του Τύπου εξαχρείωση του πολίτη.
Άλλοι τινές, της αυτής κάστας, οι πλέον σωματώδεις, διέπρεψαν ως πνευματικοί μπράβοι και παλικαράδες, εκφοβίζοντας καλλιτέχνες ή λογοτέχνες, εκείνους, βεβαίως, που φοβούνται ή εκείνους που προσδοκούν κάποτε να λάβουν ένα ξεροκόμματο βραβείο.
Οι « μύστες» αυτοί, ασκούντες τα αρχιερατικά τους καθήκοντα (μολονότι « το παίζουν» άθεοι),στους ναούς της βολικής θεωρίας του συμφέροντος, ως γνήσιοι «αριστεροί» αρνούνται να αναγνωρίσουν τη λέξη πατρίδα.
Ως γνήσιοι «προοδευτικοί», την αντικατέστησαν προ πολλού με λέξεις, όπως «τόπος», «χώρος», ή με την έκφραση «ετούτα τα μέρη». Όπως οι προληπτικοί αποκαλούσαν, κάποτε, τον Διάβολο «Οξαποδώ», « Μοχθηρό» ή « Τραγογένη».
Αυτοί οι ανώτατοι πνευματικοί μας ηγήτορες, ανέχονται τη λέξη πατρίδα μόνο στα σύνθετα όπως : « πατριδολάγνος», « πατριδοκτήτωρ», «πατριδοκάπηλος», κ.ο.κ , πάντα με την έννοια του εθνικιστή. Έχουν δίκιο γιατί δεν ένιωσαν ποτέ την ουσία της.
Μόνο χώρο, τόπο, μέρος αναγνωρίζουν, λες και μιλούν για το «μέρος», δηλαδή το αποχωρητήριο.
Αντί της πατρίδας προτιμούν, την έκφραση «ετούτα τα μέρη», λες και μιλούν μόνο για ρεματιές, γκρεμούς και φαράγγια. Λες και μιλούν για ετούτα και όχι για «τα άλλα».
Λες και πρόκειται για τα μέρη που ετοιμάζονται να ανοίξουν τρύπες τα κομπρεσέρ του κυρίου Μπόμπολα (βλ. το από 9.10.2016 σχετικό «περισπούδαστο» άρθρο του κ. Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή με τίτλο «Τα δόγματα των πατριδοκτητόρων»).
Ο εν λόγω ποιητής, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και κήνσορας (τιμητής – επικριτής) της πνευματικής και πολιτικής μας ζωής , στο παραπάνω άρθρο του, αφού στηλίτευσε ( ορθώς ) ορισμένους ιεράρχες της Εκκλησίας, αποφάνθηκε : «Δεν σου χρειάζονται θρύλοι και παραμύθια για ν’ αγαπήσεις τον τόπο σου και τα δημιουργήματά του».
Πουθενά η λέξη πατρίδα Απορίας δε άξιον πώς μπορεί ένας τόπος, από μόνος του, να δημιουργεί.
Κι όμως,
Πατρίδα είναι η ζωή, οι γονείς, τα παιδιά, η γέννα κι ο τάφος σου. Όσοι πέρασαν πριν από σένα κι όσοι θα έρθουν μετά. Την πατρίδα σου την κληροδοτούν κι εσύ, με τη σειρά σου την αφήνεις στους νεώτερους. Τα μέρη, αντίθετα, τα αγοράζεις, τα εκποιείς, τα αρπάζεις ή σου τα παίρνουν.
Η πατρίδα συνδέει τους ζωντανούς με τους νεκρούς, ασχέτως αίματος, ενώ αντίθετα οι «σοφοί» μας αποδέχονται, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, τη θεωρία του αίματος που ανέπτυξε κάποτε εκείνος ο Φαλμεράγιερ, προπομπός κι αυτός – ακούσιος ίσως – της λογικής του ναζισμού.
Γιατί πατρίδα δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της λογικής κι επιστημονικής επεξεργασίας, αλλά και το κρασί του θρύλου και του παραμυθιού, που διδάσκει και τέρπει τον άνθρωπο. Είναι η απαντοχή του στα βαριά και τα πένθιμα.
Γιατί πατρίδα δεν είναι το ιερατείο της Εκκλησίας, μα η καμπάνα που σου θυμίζει τη Λαμπρή κι εκείνον τον ανώνυμο υπέροχο ποιητή του αριστουργήματος «Ω, γλυκύ μου έαρ».
Γιατί πατρίδα είναι οι μύθοι και οι θρύλοι μας, η ιερή δηλαδή εξιστόρηση, όπως έγραφε ο Μιρτσέα Ελιάντε. Είναι τα υπέροχα αρχέτυπα που αποκαλύπτουν το συλλογικό ασυνείδητο, όπως μας δίδαξε ο Καρλ Γιούνγκ. Είναι η συναίνεση στην ομορφιά της ζωής και η υπεράσπισή της, όπως μας το έμαθε, ακόμη καλύτερα, η γιαγιά μας.
Αυτοί οι «Παντελο – Μπουκάλες» αντιμετωπίζουν την πατρίδα σαν ένα οικόπεδο κι όχι ως ιερό και τέμενος.
Κι όμως εδώ, σε εκείνα τα μακρινά μυκηναϊκά χρόνια, έζησε μία υφάντρα που την έλεγαν Κερασώ. Το όνομά της αποτυπώθηκε στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Τώρα, ύστερα από χιλιάδες χρόνια, το ίδιο γλυκό της όνομα επιβιώνει επίμονα, στολίζοντας ακόμα γυναίκες της πατρίδας μας.
Έγραψε, τέλος, ο κ. Παντελής Μπουκάλας στο ίδιο σπουδαιοφανές άρθρο του, πως οι ουρανοί, δηλαδή ο Παράδεισος, δεν εκφράζεται μέσω του Αμβροσίου, του Δεσπότη Καλαβρύτων.
Ενδεχομένως τούτο να είναι σωστό, ο γράφων, μάλιστα, είναι ο τελευταίος που θα ερμήνευε αυθεντικά τον Παράδεισο.
Η Κόλαση, πάντως, μπορεί να εκφράζεται και μέσω των πνευματικών της παλικαράδων…