Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ
ιατρού, ποιητή
Με ψάχνει από τότε που πρώτη φορά έπεσε το μάτι μου πάνω της, πάει καιρός.
Προτρέπει, διατάζει μάλλον, να «μη ταϊζουμε τα περιστέρια» …»μεταφέρουν αρρώστιες» συνεχίζει, επεξηγώντας τον λόγο της προτροπής. Από κάτω, η έγκυρη υπογραφή: Επιτροπή Λοιμώξεων.
Είναι σπαρμένες παντού, από τα μπαλκόνια των μονόκλινων του έκτου, μέχρι την πιο μικρή και ασήμαντη γωνιά στο προαύλιο· ακόμη και στην καγκελόπορτα της εκκλησιάς καρφωμένη. Από τα ρετιρέ της λουξ περίθαλψης μέχρι τα κατώγια και από κει ίσια στα πόδια του Υπερτάτου· αίτημα δάνειου Κύρους. Πινακίδες χάρτινες, πλαστικοποιημένες μη τυχόν και ξεθωριάσουν και χαλαρώσουν τα μέτρα πρόληψης της διασποράς λοιμώξεων στους ήδη αρρώστους…
Πώς να αντιταχθείς στην Εγκυρότητα της Λοιμωξιολογίας; Ούτε ο παπάς με το αλάθητο του θεϊκού λόγου στο οπλοστάσιό του δεν έχει μιλήσει για «τα πετεινά του ουρανού». Εγώ πώς να τολμήσω;
Πάει καιρός που με ψάχνει αυτή η πινακίδα και την απόδιωχνα· απόψε όμως, καθώς έμπαινα στο νοσοκομείο πετάχτηκε μπροστά μου. Όπως παλικαράς μπρατσωμένος, έτοιμος για τσαμπουκά, μου έφραξε το δρόμο …να λογαριαστούμε! άκουσα να μουγκρίζει βραχνά… Φοβήθηκα, έκανα μεταβολή, γύρισα σπίτι· και τώρα γράφοντας, αναμετριέμαι…
Λοιπόν.
Το περιστέρι που κατασπάραξαν μέχρι φτερό τα γατάκια στην αυλή μου· μάλλον γελάστηκε και κατέβηκε να αρπάξει από την ξηρή τροφή που τα τάιζα στο τσίγκινο πιατάκι… Λίγο πριν είχα πρώτη φορά παρατηρήσει έκπληκτος πόσο νωρίς αρχίζει ο διαχωρισμός σε ισχυρούς και αδύναμους· ανάμεσα στα τρία αδελφάκια, με τη μάνα δασκάλα και ανίσχυρο μετά θεατή των παιδιών της στην αρένα… Με τον «ποιητή», έτσι είχα βαφτίσει αυτόν που έτρωγε τελευταίος ό,τι είχαν αφήσει τα άλλα δύο, να σκαρφαλώνει στο δέντρο κοιτάζοντας από μακριά το τσίγκινο πιατάκι να αδειάζει…
Το περιστέρι στο στόμα του γκρίζου γάτου στο νοσοκομείο· σφαδάζει καθώς ο θηρευτής το οδηγεί να το κατασπαράξει στην αυλή της εκκλησίας -προφανώς με τις ευλογίες του Αγίου Σάββα… Και αντίστροφα: η φαντασίωση πως είμαι σκουλήκι ζωντανό και βλέπω να κατεβαίνει σα στιλέτο καταπάνω μου το ράμφος ενός περιστεριού -έχω διαβάσει πολύ Αρκά το ομολογώ.
Ακόμα· οι φοβερές πανδημίες της γρίπης των πτηνών, το «γριπόχοιρο», οι τρελές αγελάδες… Ποιο ήταν το διακύβευμα; Ποιος τις θυμάται σήμερα, λίγα μόλις χρόνια μετά το ντελίριο του τρόμου που έσπειραν; Ποιοι το έσπειραν και γιατί;
Ρητορικά αναρωτιέμαι, έ;
Λαχάνιασα!
Γυρνώ στην τηλεόραση να ξεχαστώ και να προλάβω να πάρω ανάσα. Το κεντρικό θέμα των τελευταίων ημερών ρουφάει τα μάτια μου· θηριώδεις άντρες, ξυρισμένα κεφάλια παρελαύνουν ουρλιάζοντας· κλοτσάνε μανιασμένα μελαμψούς, ύστερα ξαφνικά περνάνε μια γριούλα απέναντι στον πολυσύχναστο δρόμο.
Ο Γιώργος χτες περιέγραφε τους μελανοχίτωνες να μπαίνουν σε μια πλατεία· για άγνωστο λόγο δεν επιτίθενται σε δυο μαύρους μικροπωλητές, ενώ ο ίδιος στέκει σ’ ένα μπαλκόνι παγωμένος και αναποφάσιστος… Τι να κάνει αν τους χτυπούσαν; Πρέπει κάποιος να τους υπερασπιστεί, λέει, έστω κι αν βρεθεί ο ίδιος δαρμένος…
Αναρωτιέμαι τώρα: πόσο μοιάζει η σκληρόκαρδη, πλην επιστημονικά τεκμηριωμένη αποτρεπτική πινακίδα, με όλους αυτούς τους εθνοκαθαρτές μπρατσαράδες; Έχουν κοινά οι Υγιεινολόγοι με τους διώκτες των λαθρομεταναστών; Πόσο μοιάζει το κυνηγημένο, επισφαλές πιάτο κάθε λογής απόκληρου με τα σποράκια των περιστεριών, τα ψίχουλα των σπουργιτιών, το αβέβαιο γεύμα αδέσποτων γατιών και σκυλιών;
Κι εμένα, τον φοβισμένο γραφιά, τι με ενοχλεί περισσότερο; Μήπως η απουσία του «ν» πριν το άρθρο «τα»;
Αρκετά!
Ζητώ ταπεινά συγγνώμη από τους επιστήμονες. Όλα τα δεδομένα είναι με το μέρος τους και τούτα τα λόγια δεν επιχειρούν τίποτε παραπάνω από ένα ψίθυρο αγωνίας από τη μεριά των όπου γης αναγκεμένων.
Πήγα κι ήρθα αμέτρητες φορές στην σχιζοφρένεια της Ύπαρξης, στην Ύβρι του παραλόγου της.
Απόψε μισοφέγγαρο και χινοπωριάτικη καλοσύνη, καλοκαίρι που επιμένει. Το πρωί πολλοί πήγαν ξανά στη θάλασσα, το βράδυ στις καφετέριες, τα σουβλατζίδικα γεμάτα -μέχρι κι εγώ έφαγα κρέας…
Όσο για το πώς συνδέω όλα αυτά τα άσχετα μεταξύ τους, βρες το εσύ.
*Γραμμενο πριν τρία χρόνια
Βλέπε: http://www.agroeconomy.gr/article.php?id=409