Ήταν λίγο μετά τις 8 το πρωί όταν ο διευθυντής στο τριθέσιο δημοτικό σχολείο του Μαυροχωρίου εισήρθε στην σχολική αίθουσα της Ε’ και της Στ’ τάξης.
Του Θόδωρου Κουτρούκη Επίκουρου Καθηγητή ΔΠΘ
Οι μαθητές σηκώθηκαν όρθιοι και κοίταξαν με περιέργεια τον νεοφερμένο.
«Ο κύριος Φιλόθεος Ιωαννίδης θα είναι ο καινούριος σας δάσκαλος», είπε ο διευθυντής και ο κύριος με το σταχτί κοστούμι –που ήταν φθαρμένο στους αγκώνες- χαιρέτισε τα παιδιά με ένα νεύμα του κεφαλιού του.
Έπειτα ο διευθυντής αποχώρησε και ο κύριος Φιλόθεος ανέλαβε τα ηνία της τάξης.
Ο Ιωαννίδης μίλησε για λίγη ώρα στους μαθητές του. Για την πατρίδα, για τον πολιτισμό της, για τις προσπάθειες του ελληνικού λαού να γυρίσει σελίδα και να θεμελιώσει ένα κράτος ελευθερίας και δικαίου. Το φθινόπωρο του 1966 στα σχολεία φυσούσε ένας άνεμος ανανέωσης.
Ακόμη και στην επαρχία. Κλείνοντας την πρώτη ώρα διδασκαλίας ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να αναζητήσουν και να φέρουν την επόμενη ημέρα τους στίχους από ένα τραγούδι που τους αρέσει. Πρώτη φορά τους ζητούσαν κάτι τέτοιο.
Την επόμενη ημέρα οι μαθητές του ήρθαν, πράγματι, έχοντας στη σάκα τους πολλούς στίχους. Από τραγούδια του Καζαντζίδη και του Τσιτσάνη, από δημοτικά τραγούδια, ακόμη και στιχάκια που ξεκόλλησαν από τα ημερολόγια της εποχής. Σηκώνονταν ένας-ένας και τα διάβαζαν μπροστά σε όλη την τάξη. Στο τέλος κάθε απαγγελίας, ο κύριος Φιλόθεος τους ζητούσε να πουν τι νιώθουν διαβάζοντας τους στίχους. Τους ενθάρρυνε να μιλούν ελεύθερα. Δεν ήταν όμως συνηθισμένοι να λένε τη γνώμη τους.
Όταν όλοι τελείωσαν τους μοίρασε μια αυτοσχέδια παρτιτούρα -τυπωμένη στον παλιό πολύγραφο του σχολείου- που περιείχε ένα συλλαβισμένο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη μαζί με τις νότες. «Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή…», άρχισε να τους διαβάζει. Οι μαθητές γαντζώθηκαν στα χείλη του. Τους μάγεψαν οι στίχοι. Συμφώνησαν να το τραγουδήσουν όλοι μαζί. Μέσα σε λίγα λεπτά η τάξη ολόκληρη είχε μετατραπεί σε μια μικρή χορωδία. Τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του κύριου Φιλόθεου ανασηκώνονταν ελαφρά όταν χαμογελούσε. Οι μαθητές του τραγουδούσαν για πρώτη φορά στο Μαυροχώρι ένα έργο του Μίκη Θεοδωράκη.
Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε για μερικούς μήνες. Στην τάξη διδάσκονταν όλα τα μαθήματα αλλά οι μαθητές περιμέναν πως και πως την ώρα που θα διαβάσουν και θα τραγουδήσουν τους μεγάλους ποιητές. Ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης ήταν μόνο μερικοί από τους συχνότερους επισκέπτες στην ψυχή τους. Πόσο χαιρόταν όταν ο κύριος Φιλόθεος τους έφερνε ένα καινούριο ποίημα: που θα το συζητούσαν και θα το τραγουδούσαν.
Η αγάπη των νεαρών για την ποίηση δυνάμωνε διαρκώς. Είχαν βαφτίσει τα φύλλα με τα μελοποιημένα ποιήματά που τους μοίραζε “Παρτιτούρες του Amadeus», όταν ο γιος του φαρμακοποιού του χωριού τους αποκάλυψε πως αποδίδεται στα λατινικά το όνομα του δασκάλου τους. Οι μαθητές συνέχισαν να τραγουδούν στίχους από το Άξιον Εστί, από τον «Επιτάφιο» και τα «Επιφάνεια». Κι ο κύριος Φιλόθεος καμάρωνε… Θεέ μου, πόσο τους καμάρωνε. Είχαν, μάλιστα, σχεδιάσει να τραγουδήσουν ως χορωδία στην πλατεία του χωριού το Μάϊο του 1967, αμέσως μετά τις εκλογές, όταν θα τελείωνε το σχολικό έτος. Αλλά δεν πρόλαβαν.
Είχε ξεκινήσει η Άνοιξη του 1967 να χρωματίζει τα λιβάδια γύρω από το Μαυροχώρι, όταν ένα πρωϊνό του Απρίλη τα μεγάφωνα της Κοινότητας άρχισαν να μεταδίδουν εμβατήρια. Ο πρόεδρος της Κοινότητας ανακοίνωσε πως το σχολείο δε θα άνοιγε εκείνη την ημέρα.
Όταν οι αίθουσες ξαναγέμισαν ο διευθυντής ανακοίνωσε πως ο κύριος Φιλόθεος είχε αποχωρήσει και σύντομα θα ερχόταν αντικαταστάτης του. Έτσι κι έγινε. Ωστόσο, το δάσκαλο τους αντικατέστησε ένας ένστολος αξιωματικός!
Οι συζητήσεις με τους μαθητές επικεντρωνόταν στον Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο και τον βασιλιά Λεωνίδα των Λακεδαιμονίων. Όσο για τα μελοποιημένα ποιήματα, αυτά αντικαταστάθηκαν με στίχους από στρατιωτικούς παιάνες.
Οι νεαροί μάθαιναν πλέον εν ρυθμώ πως «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν…». Λίγο καιρό αργότερα έμαθαν πως ο κύριος Φιλόθεος βρισκόταν πια στον Αη-Στράτη. Μολαταύτα δεν κατάλαβαν τι ακριβώς σήμαινε η λέξη «εκτοπισμός», που τους είπε φοβισμένος ο ταχυδρόμος του χωριού.
Η κρησάρα του χρόνου άφησε να κυλήσουν μερικά έτη ακόμη. Οι μαθητές είχαν πια τελειώσει το Γυμνάσιο και αρκετοί είχαν γίνει φοιτητές. Δεν ξέχασαν ποτέ τον κύριο Φιλόθεο. Σε κάποιο ράφι του σπιτιού τους, σε κάποιο μπαούλο είχαν κρατημένα τα φύλλα του πολύγραφου με τα ποιήματα των μεγάλων ποιητών του ελληνισμού.
Λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία -μετά από εκείνο το μακρόσυρτο καλοκαίρι του 1974.- μια γνώριμη φιγούρα έκανε την εμφάνιση της στο μικρό σιδηροδρομικό σταθμό του Μαυροχωρίου.
Όταν οι παλιοί του μαθητές έμαθαν για την άφιξη του κύριου Φιλόθεου έτρεξαν να τον συναντήσουν. Ήταν εμφανώς καταπονημένος αλλά στα μάτια του έλαμπε η ευτυχία γιατί επέστρεφε στο σχολείο του. Ο Ιωαννίδης ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του.
Στο μεταξύ τα πολιτικά πράγματα είχαν αλλάξει. Ο Καραμανλής επέστρεψε από το Παρίσι φέρνοντας στις αποσκευές του τη Δημοκρατία. Έτσι μια νύχτα του 1975 το επαρχιακό χωριό ευτύχησε να ακούσει τα μελοποιημένα έργα των Σεφέρη, Ρίτσου και Ελύτη από μια κομπανία φοιτητών που έφερε ο πρόεδρος της Κοινότητας.
Ο Φιλόθεος Ιωαννίδης έλαμπε στην πρώτη σειρά. Ένιωθε πως «έλαβαν τα όνειρα εκδίκηση»…
Από την τάξη του πέρασαν από τότε πολλά παιδιά. Ωστόσο, συχνά πυκνά περνούσαν να τον δουν οι παλιοί του μαθητές. Εκείνοι που είχαν ζήσει τις ταραγμένες ημέρες της Μεταπολίτευσης. Ήξεραν πια τι σήμαινε ο κάθε στίχος του Ελύτη, του Ρίτσου και του Σεφέρη.
Συζητούσαν μαζί του τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα. Τους διηγούνταν συχνά ιστορίες από τις λίθινες ημέρες τις εξορίας. Τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Όμως τους ανησυχούσε εκείνος ο έντονος ξερός βήχας που τον ταλαιπωρούσε πολλές φορές. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια ακόμη .
Το καλοκαίρι του 1980 οι παλιοί μαθητές του γύρισαν στο Μαυροχώρι. Ζούσαν πια σε αστικά κέντρα κι επέστρεφαν στο χωριό μόνο για τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Περιμέναν πως και πως να συναντήσουν και πάλι τον κύριο Φιλόθεο για να συζητήσουν για το Νόμπελ Λογοτεχνίας που πριν λίγους μήνες είχε κερδίσει ο Οδυσσέας Ελύτης αλλά και για την επερχόμενη «Αλλαγή».
Όμως ο παλιός δάσκαλος τους δεν υπήρχε πια. Λίγο μετά την εκπνοή του σχολικού έτους κι αφού είχε μυήσει άλλη μια τάξη μαθητών στην ποίηση, είχε εισαχθεί επειγόντως στο επαρχιακό νοσοκομείο.
Ένα πνευμονικό οίδημα του στέρησε την τόσο αναμενόμενη καλοκαιρινή συζήτηση με τους παλιούς μαθητές του.
Ο κύριος Φιλόθεος πέθανε φτωχός και κηδεύτηκε με το γνωστό -τριμμένο από το χρόνο- σταχτί σακάκι.
Τα λίγα βιβλία λογοτεχνίας και ιστορίας που είχε στο μικρό του δωμάτιο κόσμησαν -κατά την επιθυμία του- τη βιβλιοθήκη του δημοτικού σχολείου.
Πολλοί επισκέπτες περνούσαν από το μνήμα του για να τιμήσουν την προσφορά του δασκάλου στις ζωές τους.
Κι όταν κάποιες φορές ένα απαλό αεράκι στροβίλιζε τις ξεθωριασμένες παρτιτούρες με τους στίχους των μεγάλων ποιητών, που άφηναν οι δεκάδες παλιοί μαθητές του, αποκαλύπτονταν τα λόγια που χαράχτηκαν στη μαρμάρινη επιφάνεια: «Πλούσιος σε καλά έργα»
πηγή: http://www.unblock.gr/