Η Σμύρνη μάνα καίγεται!
Ήταν σαν σήμερα, 30 Αυγούστου του 1922, όταν ξεκίνησε δια χειρός των Τούρκων η φωτιά στην αρμενική συνοικία της Σμύρνης. Οι φλόγες εξαπλώθηκαν και κατέκαψαν την πόλη, μετατρέποντάς την μέχρι και τις 3 Σεπτεμβρίου σε μια μάζα ερείπια που κάπνιζαν.
Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού, έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο.
Ακόμα και στη Γαλλία - η φιλοτουρκική πολιτική της οποίας καθόριζε την πληροφόρηση που παρείχαν οι δημοσιογράφοι - διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά συναισθήματα. Όμως, περισσότερο από τις ανταποκρίσεις και τις ψυχρές επισημάνσεις των διπλωματών, το τρομερό τοπίο εκείνων των ημερών αποκαλύπτεται μέσα από τις μαρτυρίες όσων το έζησαν.
Η συλλογή και η έκδοση των αυθεντικών μαρτυριών έγινε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Τυχαία επιλέξαμε και δημοσιεύουμε τις αναμνήσεις της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης.
«...Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι άφησαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί.
Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε.
Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε.
Σ' ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν.
Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν' αρπάξουν, να σφάξουν, ν' ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος.
Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο).
Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν.
Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ
Οι πρώτες φλόγες που κατέφαγαν τη Σμύρνη κι έσβησαν την ελληνοχριστιανικότητά της άρχισαν να ξεπηδούν τη νύχτα της 30ής Αυγούστου κυρίως από την Αρμένικη συνοικία πού συνόρευε με το Παζάρι της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες και τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου «και δι' αυτής», με την Μητρόπολη της "Αγ. Φωτεινής. Όσο οι ώρες περνούσαν τόσο οι φλόγες υψώνονταν μέχρι εβδόμου ουρανού.
Πυροβολισμοί κι εκρήξεις συνόδευαν τον εμπρησμό της άλλοτε χαρούμενης πολιτείας της πανάρχαιας πρωτεύουσας της πιο ελληνικής κι από την Ελλάδα Ιωνίας. Στο μεταξύ σκοτεινότεροι της νύχτας και του άδη προβοκάτορες και εμπρηστές περιέτρεχαν τις σκοτεινές συνοικίες αδειάζοντας κουβάδες τη βενζίνη και το πετρέλαιο.
Προπαντός όμως το πρωί της 31ης Αυγούστου είχε τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιο του Νουρεντίν Πασά του δολοφόνου του Εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης. Οι φλόγες η μία μετά την άλλη αναπηδούσαν από τις δύο χριστιανικές συνοικίες. Την Αρμένικη πρώτα και την Ελληνική ύστερα.
Τα κτίρια πού ήθελε ο τουρκικός στρατός και η διοίκηση να διασώσουν τα προστάτευαν κατεδαφίζοντας τα πλαϊνά κτίρια και δημιουργώντας κενό για να μη μεταδοθεί η πυρκαγιά. "Δηλαδή οικοπεδοποιούσαν τον πλαϊνό χώρο. Έτσι διασώθηκε η ιταλική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο και τα νεόδμητα (κτίρια της Ευαγγελικής Σχολής και του Ιωνικού πού δεν πρόλαβαν να το λειτουργήσουν οι Έλληνες.
Άλλα ποια η απολογία των τούρκων μπροστά στην κατακραυγή της παγκόσμιας κοινής γνώμης που και πολύ δεν τους ενδιέφερε; "Αναρίθμητοι ήταν εκείνοι πού κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους. Ακόμη και οι ανήμποροι να μετακινηθούν άρρωστοι των νοσοκομείων έγιναν κι αυτοί στάχτη. Ανάμεσα τους και ο διάσημος Ιατρός Ιπποκράτης Αργυρόπουλος πού αρκετό καιρό βρισκόταν κλινήρης στο νοσοκομείο της Σμύρνης.
Ένα μεγάλο πλήθος καιγόμενων Σμυρναίων μετακινήθηκε στον «Πανιώνιο» και κατέκλυσε τις κερκίδες του για να σωθεί. Άλλοι πάλι με τα βρέφη τους στις αγκαλιές έτρεχαν στο νεκροταφείο της πόλης τους φωνάζοντας πολλοί απ' αυτούς στους νεκρούς: «Βγήτε εσείς να μπούμε εμείς» για να πληρωθεί ο της 'Αποκαλύψεως λόγος: «θ' αναζητούν οι άνθρωποι το θάνατο και δεν θα τον βρίσκουν» όπως έγινε στην τραγική Σμύρνη στα 1922 με την ανοχή των μεγάλων Χριστιανικών (εντός εισαγωγικών) δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας... και προς δόξαν του χριστιανικού (και πάλιν εντός εισαγωγικών) πολιτισμού τους.
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ "Οι νεκροί περιμένουν"
(....) ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους.
Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους.
Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου.
Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά.
Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό.
Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν.
Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες.
Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές....
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο.
Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού...
Τα διάφορα κομμάτια που πήρα απο πολλές πηγές και έγιναν κείμενο θύμησης, είναι αφιερωμένο στην οικογενειά μου. Ποτέ μα ποτέ δεν θα ξεχάσω παππού.
Υ.Γ: Εκείνους τους άμοιρους, που πήγαιναν να σκαρφαλώσουν πιασμένοι από την αλυσίδα της άγκυρας, οι ναύτες από πάνω τους έσπρωχναν κάτω με κοντάρια. ως και βραστό νερό τους έχυναν… κι ενώ γίνονταν όλα αυτά, ξαφνικά τα μεγάφωνα της ιταλικής ναυαρχίδας «Regina Elena», άρχισαν να στέλνουν στον κόλπο τούς ήχους από την άρια μιας κωμικοτραγικής όπερας:
Πες μου, παλιάτσο…Πες μου, ποιος μ’ έχει προδώσει;…
[Μεχμέτ Τζοράλ, Πολλές ζωές στη Σμύρνη, σ. 302]
Παναγιώτης Παπαδόπουλος