Ξημερώνοντας η Δευτέρα, (29.08.1922) στη Σμύρνη και τα περίχωρα υπήρχαν παντού τα ίχνη της βίας που είχε ξεσπάσει την προηγούμενη ημέρα.
Στα προάστια της πόλης και την αρμένικη συνοικία η καταστροφή ήταν απερίγραπτη.
Σπίτια και επαύλεις, καταστήματα, εργοστάσια, σχολεία και νεκροταφεία είχαν λεηλατηθεί, πτώματα παρέμεναν σε κοινή θέα, γυναίκες και κορίτσια, θύματα ομαδικών βιασμών, περιφέρονταν σαν φαντάσματα.
Ο ανθρώπινος θάνατος και τα λάφυρα αναμεμειγμένα, σε κοινή θέα. Ο διευθυντής του αμερικανικού κολεγίου ΜακΛάχλαν πηγαίνοντας από τον Παράδεισο στη Σμύρνη περιγράφει τα πολλά πτώματα που υπήρχαν στην άκρη του δρόμου και τα παρατημένα λάφυρα που είχαν κλαπεί από λεηλατημένα σπίτια και εργοστάσια: «Ανάμεσα σε διάφορα οικιακά σκεύη, είδα κάποια στιγμή στο χαντάκι πολλές ραπτομηχανές».
Ο Λεβαντίνος Φερνάντ ντε Κράιμερ, βρετανικής καταγωγής, πήγε από τη Σμύρνη στον Μπουρνόβα και περιέγραφε στη θεία του:
«Με λίγα λόγια, όλα τα σπίτια μέχρι τον σταθμό έχουν λεηλατηθεί, και στα περισσότερα, αν εξαιρέσουμε τη συνολική λεηλασία, έχουν συμβεί ανείπωτοι βανδαλισμοί.
Όλα τα ελληνικά σπίτια ―μικρά και μεγάλα― ως τη Χαβούζα δεν είναι παρά ερείπια».
Ο Φερνάντ σοκαρίστηκε ακόμα περισσότερο όταν πέρασε από τις διάφορες εκκλησίες και τα νεκροταφεία που υπήρχαν διάσπαρτα σε όλο τον Μπουρνόβα.
Η εκκλησία των Ουίτταλ είχε λεηλατηθεί και το νεκροταφείο τους είχε συληθεί.
«Όλα τα μνήματα και οι σταυροί έχουν γίνει κομμάτια, τα έσπασαν σε ένα ξέσπασμα οργής.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι καταστροφές είναι έργο αυτών των βρωμιάρηδων [Τουρκο-] Κρητικών!
Το ζωγραφισμένο τέμπλο της εκκλησίας έχει συντριβεί και τα επενδεδυμένα στασίδια είναι σκισμένα» [Μίλτον: 2008, σ. 310].
Ο αφανισμός της αρμένικης κοινότητας συνεχίζεται συστηματικά.
Ο Αμερικανός πρόξενος G. Horton δεν φείδεται περιγραφών:
Το κυνηγητό και η σφαγή των Αρμενίων με τσεκουριές, με ξυλοδαρμό ή με τουφεκισμό κατά ομάδες στην εξοχή, είχε δημιουργήσει αφάνταστο πανικό.
Βοήθεια δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα. Τα πολεμικά πλοία των μεγάλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανόμενης της Αμερικής, δεν ήταν σε θέση να επέμβουν για διάφορους λόγους.
Στο ανθρωποκυνηγητό αυτό συμμετείχαν τώρα και αποσπάσματα του τουρκικού στρατού. […]
Όταν το κυνηγητό των Αρμενίων στους δρόμους της Σμύρνης δεν απέδιδε πια, η πρόσβαση στην περιοχή τους αποκλείστηκε για όλους εκτός από τους Τούρκους, από στρατιώτες που φρουρούσαν τις εισόδους των δρόμων. Τότε άρχισε η μεθοδική λεηλασία και σφαγή.
Το μεγαλύτερο δράμα, όμως, συνέχιζε να διαδραματίζεται στην παραλία της Σμύρνης, όπου οι πολλές χιλιάδες των προσφύγων από την ενδοχώρα που είχαν καταλύσει εκεί βρίσκονταν στο έλεος των απείθαρχων Τούρκων στρατιωτών.
Η πειθαρχία στο στράτευμα του Κεμάλ είχε πλέον καταρρεύσει και η πόλη βρισκόταν στο έλεος αποκτηνωμένων στρατιωτών και ατάκτων, που τα ένστικτά τους πυροδοτούσαν το αλκοόλ και οι βιασμοί.
Οι ναυτικοί των ξένων δυνάμεων που βρίσκονταν στα πολεμικά πλοία του κόλπου υπήρξαν μάρτυρες απάνθρωπων περιστατικών το απόγευμα εκείνης της Δευτέρας.
Οι πρόσφυγες προσπαθούν εναγωνίως να επιβιβαστούν σε κάποιο πλωτό μέσο, προσφέροντας ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει ο καθένας, αλλά μάταια.
Τα πλοία των ξένων δυνάμεων δεν μπορούν να υποστηρίξουν το πλήθος των προσφύγων. Ο κόλπος όλο και γεμίζει από τουμπανιασμένα κουφάρια και ανθρώπινα μέλη…
Ο Κεμάλ παρέμενε στη Σμύρνη και το ίδιο απόγευμα επισκέφτηκε το πολυτελές ξενοδοχείο και σύμβολο της ζωής της Σμύρνης «Γκραντ Οτέλ Κράιμερ Πάλας». Παρήγγειλε ένα ρακί και ρώτησε τον σερβιτόρο: Ήρθε ποτέ εδώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για να πιεί ένα ποτήρι ρακί;
πηγή
George Horton, Η μάστιγα της Ασίας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2007
Γκάιλς Μίλτον, Χαμένος Παράδεισος. Σμύρνη 1922. Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού, μτφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, Μίνωας, Αθήνα, 2008
Δημήτρης Φωτιάδης, Σαγγάριος: Εποποιία και Καταστροφή στη Μικρά Ασία,
Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα, 2011
Καραμπέτ Χατζεριάν, Στη Σμύρνη το 1922. Μεταξύ πυρός, ξίφους και θαλάσσης,
μτφρ. Ν. Πρωτοπαπάς, Πατάκης, Αθήνα, 2008
Ηλίας Βενέζης, Μικρασία χαίρε, διήγησις συμβάντων, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1974
Ανδρονίκη Π. Χρυσάφη ιστορικός