Είμαστε παράδειγμα για τα παιδιά μας. Και όχι τα λόγια μας, αλλά οι πράξεις μας. Το ξέρω.
Από τότε που ο γιος μου άρχισε να καταλαβαίνει τη ζωή ήθελα να είμαι φάρος πράξεων.
Έλεγα πάντα λίγα λόγια, και έκανα πολλά. Και ακόμα το κάνω.
Κι εγώ και η μητέρα του. Η ζωή όμως, έρχεται έτσι που συχνά δεν μπορείς να είσαι συνεπής ούτε με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Μια από τις βασικές μου αρχές, που μου την κληροδότησε κι εμένα ο δικός μου πατέρας ένας καθημερινός άνθρωπος του χωριού με τεράστια σοφία, αυτή την ανεπεξέργαστη, την ατόφια που κουβαλούν οι απλοί άνθρωποι ήταν "μην σκύβεις το κεφάλι".
Τι θα πει αυτό; Θα σας πω πως το κατάλαβα και πώς το βίωσα εγώ με δυο λέξεις. Μην γίνεσαι υποχείριο κανενός. Γιατί αν γίνεις, εσύ το έχεις επιτρέψει.
Κάπως έτσι πορεύτηκα στη ζωή μου. Για να είμαι ειλικρινής βοήθησαν και οι συνθήκες.
Ναι, βρισκόμουν πάντα αντιμέτωπος με διλήμματα, αλλά τι είναι τα διλήμματα αν όχι επιλογές; Και πάντα επέλεγα σχεδόν αυθόρμητα, άκοπα εντελώς το "μην σκύβεις το κεφάλι" και μέχρι τώρα δεν μου βγήκε σε κακό.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η οικονομική κρίση και τα διλήμματα γίνονταν όλο και πιο πολύπλοκα, και οι απαντήσεις με οδηγούσαν πια σε επιλογές των οποίων οι συνέπειες δεν ήταν πια ξεκάθαρες.
Τώρα τα ερωτήματα στα οποία καλούμουν να απαντήσω δεν ήταν τα απλά "να σκύψω το κεφάλι ή όχι;" Αλλά "να σκύψω το κεφάλι μέχρι τα γόνατα ή μέχρι το πάτωμα;"
Είχα να επιλέξω πια μεταξύ του ολέθριου και το πιο ολέθριου, χωρίς να ξέρω τι είναι χειρότερο τελικά από τα δύο.
Το σκυμμένο κεφάλι από εφιάλτης, από παράδειγμα προς αποφυγή έγινε η νέα μου πραγματικότητα, ο φόβος μου, η κατάρα μου. Και αυτό που φοβάμαι πλέον είναι , να μην γίνει και η παρακαταθήκη μου στο παιδί μου.
Το κεφάλι μου έχει βρει πάτωμα, όταν με βασικό μισθό-χαρτζιλίκι ψιθυρίζω «πάλι καλά».
Όταν δεν έχω το θάρρος να πω στον εργοδότη μου ότι με εκμεταλλεύεται γιατί φοβάμαι ότι θα μου δείξει την πόρτα της εξόδου, γιατί έχει περάσει πια στο πετσί μου ότι σήμερα πια «ουδείς αναντικατάστατος» όταν πίσω από την πόρτα που θα κλείσω εγώ με δύναμη περιμένουν δεκάδες άνθρωποι με εξίσου σκυμμένα κεφάλια.
Και, ας πούμε ότι την έκλεισα.
Έστω ότι ούρλιαξα ένα τεράστιο «φτάνει» και τα παράτησα.
Μετά τι; Να αρχίσω να τρέμω τον μήνα που θα μπει και δεν θα έχω πληρωθεί; Να βλέπω τους λογαριασμούς να στοιβάζονται ολοένα και περισσότερο στο τραπεζάκι της εισόδου, να περιμένω μήπως μας κόψουν το ρεύμα, να φοβάμαι ότι δεν θα φτάσουν τα χρήματα για το σούπερ μάρκετ και μπορεί αύριο και το δικό μου παιδί, όπως τόσα άλλα, να λιποθυμά στο σχολείο από την πείνα;
Σου λένε όλοι, εσύ δεν πρέπει να νιώθεις τύψεις που δεν μιλάς.
Εσύ έχεις παιδί. Μα το ότι έχω παιδί είναι ακόμα ένας λόγος που ντρέπομαι για αυτή την ισοπέδωση, αυτή την κατάντια.
Σου λένε, δεν είσαι ο μόνος, όλοι έτσι είμαστε.
Δεν μπορώ να νιώσω καλύτερα επειδή δεν είμαι ο μόνος που «διεκδικώ» ένα κομμάτι από την πίτα της δυστυχίας.
Και τελικά τι σε κάνει να κρατάς το κεφάλι ψηλά;
Τι είναι αυτό που κάνει την καρδιά να μένει στη θέση της και να μπορείς να κοιτάξεις αύριο το παιδί σου στα μάτια;
Να παρατήσεις τον μισθό της ξεφτίλας;
Να πάρεις τα ρίσκα σου και να επωμιστείς τις συνέπειες όποιες κι αν είναι;
Ή να συμβιβαστείς με τον πενιχρό μισθάκο σου, την θλιβερή «ζωούλα» σου γιατί αν δεν το κάνεις σε περιμένουν χειρότερα;
Δεν έχω απάντηση. Πείτε μου εσείς.
Κείμενο: Στράτος Νάκας
Πηγή:http://teleytaiaexodos.blogspot.gr