Συντάκτης: Λευτέρης Κουγιουμουτζής
«Να το πάτε οπωσδήποτε στον τάδε παιδικό, όπου μιλάνε μονάχα αγγλικά και θα τα μάθει το παιδί όπως τη μητρική του γλώσσα», άκουε η Μαριώ να τη συμβουλεύουνε, σαν ρώτησε τον περίγυρό της σε ποιον παιδικό να γράψει το κοπέλι της.
Απόρησε πώς είναι δυνατόν να μάθει το παιδί της μια οποιαδήποτε γλώσσα σαν μητρική από τη στιγμή που κανείς στο περιβάλλον του δεν τη μιλεί ως φυσικός ομιλητής, αλλά κράτησε την ερώτηση για τον εαυτό της. Οπως και την ανησυχία της για την αγωνία, την πίεση και το μπέρδεμα που θα ένιωθε το μικρό μέσα σ’ ετούτη την κατασκευασμένη διγλωσσία, με αποτέλεσμα αμφίβολο.
«Στον δείνα παιδικό να το γράψεις, μαθαίνουνε πράματα πολλά, απ’ το ηλιακό σύστημα μέχρι τα σήματα στο δρόμο. Ασε που κάνανε και μια καταπληκτική γιορτούλα στο τέλος της χρονιάς, μ’ ένα θεατρικό δρώμενο αφιερωμένο στον Καζαντζάκη», την παρότρυνε κάποιος άλλος.
Τι το χρειάζεται το ηλιακό σύστημα και τον κώδικα κυκλοφορίας ένα τρίχρονο, σκέφτηκε η Μαριώ· ευτυχισμένο θα ήταν αν μπορούσε ν’ αλωνίζει ολημερίς σε μια αλάνα όπου ο κώδικας θα ήταν άχρηστος και τ’ άστρα διάπλατα και φωτεινά μπρος στα μάτια του.
Κι όσο για τον Καζαντζάκη, η ίδια η Μαριώ καταπιάστηκε με το έργο του σαν γίνηκε είκοσι χρονών κι άντε και καταλάβανε, τα προνήπια τον «φτωχούλη του Θεού», στα είκοσί τους με τι θ’ ασχοληθούνε;!
Δυο μήνες τώρα που ψάχνει παιδικό, έχει απογοητευτεί. Στον ένα βλέπουνε ταινίες, στον άλλον βάζουν ηχογραφημένη μουσική, στον τρίτο στήνουν παραστάσεις κι όλοι πηγμένοι στα πλαστικά παιγνίδια και στο ψεύτικο γκαζόν.
Ακούει φίλους της γονείς να κορδώνονται για το πόσα πράματα μαθαίνει, τάχα, το παιδί τους και ν’ ανταγωνίζονται για το ποιανού ο παιδικός κάνει τις περισσότερες δραστηριότητες.
Και νιώθει παράταιρη και αποξενωμένη, γιατί αυτή επιθυμεί ένα σχολειό που να μη βάζουν στα παιδάκια μουσική, παρά να τα μαθαίνουν τραγουδάκια. Να μην τα βομβαρδίζουνε με «γνώση», παρά να μαθαίνουν βιωματικά, όπως ταιριάζει σ’ αυτή την ηλικία.
Να μη στήνουν σκηνοθετημένες παραστάσεις σε κείμενα προκατασκευασμένα, μα να σκηνοθετούν τα ίδια τα παιδιά τον εαυτό και το παιγνίδι τους.
Να μην έχει πλαστικά παιγνίδια, αλλά φυσικά υλικά, χώμα και γρασίδι αληθινό, περβόλι, νερά και ζωντανά, να ’ναι παιδόκηπος σωστός.
Να ’χει και ένα δέντρο στην αυλή, με πάμπολλα κλαδιά να ξεκινούνε από τη ρίζα και να διακλαδώνονται ομαλά ίσαμε πάνω, έτσι που να μπορούνε τα παιδιά να σκαρφαλώνουνε.
Υπόθεση σπουδαία και μεγάλη για ένα τρίχρονο κοπέλι το σκαρφάλωμα. Θωρεί τα πιο μεγάλα στην αρχή και προσπαθεί να τα μιμηθεί· τοποθετεί τον εαυτό του, υποσυνείδητα και φυσικά, ως υποκείμενο διδασκαλίας.
Μοιραία αποτυγχάνει στις πρώτες του απόπειρες, μα βλέπει κι άλλα δίπλα του να μην τα καταφέρνουν στην αρχή, διδάσκεται, λοιπόν, ότι χρειάζεται επιμονή και κόπος για να κερδίσεις κάτι και πως το να πέσεις δεν πειράζει, αφού κάποια στιγμή θα ξανασηκωθείς.
Κι έπειτα, όταν δειλά αρχίζει το σκαρφάλωμα, μαθαίνει ότι για να βγεις σε ύψη μεγαλύτερα, πρέπει να χτίζεις βάσεις στέρεες και να το μελετάς καλά το κάθε βήμα. Κι όταν -αργά ή γρήγορα- θα φτάσει στην κορφή, γεύεται την ικανοποίηση και τη χαρά που τα κατάφερε και που στηρίχτηκε μονάχα στη δική του μπόρεση.
Το σκαρφάλωμα στο δέντρο χτίζει χαρακτήρα, τονώνει την αυτοπεποίθηση, καλλιεργεί την υπομονή και την επιμονή. Προσφέρει επιβεβαίωση, καθότι είναι στόχος κατανοητός και ξεκάθαρος στα μάτια κάθε τρίχρονου με απτά αποτελέσματα, σ’ αντίθεση με αφηρημένες παραστάσεις, δυσνόητους αστερισμούς κι ακαταλαβίστικα εγγλέζικα.
Αυτά τα τελευταία είναι μονάχα μάρκετινγκ για τους γονείς, το ξέρει καλά η Μαριώ και ψάχνει ακόμα να ’βρει σχολειό για το παιδί της όπως το φαντάζεται. Ποιος ξέρει, κάπου μπορεί και να υπάρχει· κι αν δεν υπάρχει, έχουμε χρέος να το φτιάξουμε.
πηγή: https://www.efsyn.gr