Ολο και πιο πυκνά, τα κατευθυνόμενα μικρόφωνα της ενσωματωμένης δημοσιογραφίας, πλησιάζουν νεολαίους.
Όχι γιατί είναι συγκλονισμένα από το 50% της ανεργίας τους, μα για να προωθήσουν τον μαζικό εκφοβισμό.
Μια κοπελίτσα που δουλεύει σε μαγαζί με ρούχα, ένας νεαρός σε σουβλατζίδικο, άλλος ένας σε καφετέρια σερβιτόρος. Η ερώτηση η ίδια: «Είστε ευχαριστημένοι εδώ;». Και η απάντηση, τραγικά η ίδια: «Ευτυχώς που έχω και αυτήν τη δουλειά και βγάζω το χαρτζιλίκι μου».
Τα πρόσωπα ευγενικά, άδεια από οποιαδήποτε διάθεση νεανικής δημιουργικότητας, γκρίζα. Είναι αυτό το αίσθημα μελαγχολικής αυτοπαρηγόριας που τσακίζει κόκαλα.
…Ευτυχώς που υπάρχει και το «χαρτζιλίκι» των 350 ή 500ευρώ, με δωδεκάωρη απασχόληση.
Αυτό θέλουν να τρυπώσει, βαθιά μέσα στο μυαλό των λαϊκών ανθρώπων. Ότι είναι μεγάλη τύχη που έχουν «δουλειά», γιατί αλλιώς …δείτε, υπάρχουν και οι άνεργοι.
Που μπορούν να πάρουν τη θέση σας. Την κάθε στιγμή. Και να πουν με τη σειρά τους ανακουφισμένοι: «Ευτυχώς»…
Οι άνεργοι, επίσημα, είναι 1.195.084 άτομα στην πατρίδα μας, (το 70,3% από αυτούς είναι μακροχρόνια άνεργοι). Και ο αχός απαντάει από την άλλη μεριά του Ατλαντικού: «Σχεδόν οι μισοί από τους μακροχρόνια άνεργους Αμερικανούς πολίτες εγκατέλειψαν την αναζήτηση εργασίας».
Είναι και το πρόσφατα μεταλλαγμένο σε κανίβαλο αφεντικό, που επαναλαμβάνει κρώζοντας: «Ξέρεις πόσοι μου ζητάνε τη μέρα, δουλειά!». Και πίσω από αυτόν, τα μεγάλα κοράκια που καθοδηγούν τα μικρόφωνα.
Σαν εκείνο τον καναλάρχη της Ιδιωτικής τηλεόρασης, που απέλυσε στον αέρα δημοσιογράφους, γιατί δεν επαίνεσαν επαρκώς εμετικά την …αγαθοεργία του, ωρυόμενος, «δε φτάνει που σας πληρώνω κανονικά».
Στον αρχαίο χορό της σύγχρονης τραγωδίας και οι πατεράδες των νέων και οι παππούδες.
Με τους κομμένους μισθούς και τις πετσοκομμένες συντάξεις. «Πώς τα φέρνεις βόλτα;», «Δύσκολα, αλλά τι να κάνουμε. Ας έχουμε τουλάχιστον την υγειά μας. Υγεία πάνω απ’ όλα».
Νάτην πάλι, η Αυτοπαρηγόρια, που μας στέλνει πίσω στα 1870, στα «Ναυαγίων ναυάγια» του αγίου των φτωχών, του Παπαδιαμάντη. «Ας είναι υγεία και θα κάμουμε άλλο τσερνίκι, μεγαλύτερο».
Παρηγορεί το γιο του, ο πατέρας, καθώς θρηνεί το βούλιαγμα του τσερνικιού τους (οξύπρυμνο και οξύπλωρο καΐκι), σε μια τρικυμία, που όπως πάντα τσακίζει μόνο τους φτωχούς.
Ένας λαός σαστισμένος, τρομαγμένος, προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την κόλαση που του επέβαλαν, εναποθέτοντας, προς το παρόν, μεταφυσικά, στην αόρατη, ανώτερη και αμφιλεγόμενα φιλολαϊκή, Δύναμη, το καθημερινό φαΐ, μέσω της όποιας δουλειάς, και την υγεία του.
Μετακινώντας τις δικές του κόκκινες γραμμές, κατά πως θέλει η μοδάτη ορολογία, προς τα πίσω.
Όπως αυτή του άρθρου 22 του Συντάγματος: «H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».
Δικαίωμα και όχι ελεημοσύνη που χαρίζει το κάθε αφεντικό. Το Σύνταγμα των λίγων, ωστόσο, δεν προβλέπει ποινή για αυτούς τους κυβερνήτες που δεν κατορθώνουν να προστατεύσουν το δικαίωμα στη δουλειά. Που το θυμόνται (το Σύνταγμα), όταν είναι να αναδιανείμουν τις βουλευτικές έδρες.
Αυτό προσπαθούν να επιβάλλουν οι δυνάστες του τόπου. Να αντιμετωπίζουμε τη φτώχεια μας με ευχές.
Να ξεχάσουμε πως έχουν ονοματεπώνυμο αυτοί που μας θέλουν χωρίς δουλειά, που να μας εξασφαλίζει αξιοπρέπεια και ηθική και υλική εξύψωση.
Εντάξει, δεν είναι και ολόκληρος ο λαός στις ευχές. Το αποδεικνύουν οι πυκνές διαδηλώσεις.
Τότε όμως θα έχουμε κάνει ένα βήμα μπροστά, όταν στις ερωτήσεις για τη δουλειά και την υγειά μας, οι ερωτώμενοι θα απαντούν:
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ο μισθός που παίρνω δεν μου φτάνει για να ζήσω και ΔΥΣΤΥΧΩΣ, το κράτος δεν εξασφαλίζει την υγεία μου. Αυτό θέλω να αλλάξει..
Πηγή: ΛΑΪΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ (Τάνια)