Οποίος δεν έχει τη φωλιά του σκατωμένη παίρνει το καρυοφύλλι του δίκιου και του Λόγου, ως υπεύθυνος πολίτης, ελεύθερος, ουδενός δούλος ουδ’ υπήκοος, και «κράζει», λοιδορεί, ξεφτιλίζει, τους χαλασοχώρηδες.
του Ελευθέριου Ανευλαβή
Η ουαί η τρίτη έρχεται ταχύ.
«Ξέρω τον αίτιο κι αν ζήσω παίρνουμε χάκι (εκδίκηση), ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσει τον πούτσο κι’ αυτός» (Δημήτρη Φωτιάδη, «Καραϊσκάκης», σελ. 810)
Άκου ρε γιε της Καλογριάς,/ ο φίλος σου είμαι ο Πανουργιάς/ και το δεξί σου χέρι
κι εκείνος που καλύτερα/ απ’ ολουνούς σε ξέρει.
Πες τους ρε φίλε Πανουργιά, (ορέ) έχω στον πούτσο μου βιολιά,
έχω και τουμπερλέκια/ κι όπως γουστάρω τα βαρώ
Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω/ και αν αργήσω δώσ’ τους κι αυτό,
είναι τ’ αρχίδια μου τα δυο.
Αυτά τα λόγια που ακούτε και τα θαρρείτε ξένα και, μέσα στη μικροαστική σας καλλιέπεια και την πολιτική σας γελοία ορθότητα, χυδαία, σε άλλη ζωή, σ’ αλλοτινούς καιρούς, γνωστά σάς ήτανε. Τα μίλαγε η καρδιά σας.
Γεια τους που δε λυγίζουνε/ και που δεν προσκυνάνε.
Λένε για μένα τα καρακόλια,/ άκου τι λένε να μη γαμεί,
μίλα κι εσύ ρε Θοδωρή.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις, όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής..
Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω, έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
μαζί τους είμαστε κι εμείς.
(Στίχοι, μουσική Νίκος Καλογερόπουλος.)
Για την αντιγραφή: Ελευθέριος Ανευλαβής.
«… μιαν απαίσια βοή,… την σκάλα ανεβαίνει.» (Κ. Καβάφης). Και «οι προβατογκαμήλες θα γκρεμιοτσακιζούντανε (Εγγονόπουλος).
«Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε» (Ν. Εγγονόπουλος).
Και πήρε σβάρνα ο Καραΐσκος, ο δολοφονημένος από τον Κόχραν, τον Τσορτς και τον Μαυροκορδάτο, πήρε σβάρνα, τους κωλοπροβάλλοντες υποταχτικούς κωλορεβερέντζηδες (οι πολιτικώς ορθοί, ας ανατρέξουν στα λεξικά)
Κι ήτανε, λένε, ντυμένος το οργισμένο φως της Λαμπρής των Ελλήνων.
Και «η φωνή του ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες» (Εγγονόπουλος).
Και τα αγάλματα ακίνητα, μέσα στα θαυμάσια ερείπια, σωπαίνοντας,
βρυχώνται, τώρα, τα βροντερά, τα ξεχασμένα, τα αιώνια μυστικά.
Και τα λυχνάρια, που ψάχνουν τον άνθρωπο, δείχνουν τον δρόμο, που θα ’ρθούν οι δαυλοί του αύριο, να βάλουν φωτιά στα σάπια.
Κι οι άνθρωποι θα σπείρουν τον σπόρο της νέας γενιάς των ωραίων ανθρώπων. «Ωραίοι ως Έλληνες.»
«Ως πότε, επί τέλους, Κατιλίνα, θα καταχράσαι της υπομονής μας;» (Κικέρων)
Ως πότε, ο αδικών θα αδικεί κι ο ρυπαρός θα ρυπαίνει, και σεις, τυφλοί μικροί ανίκανοι Κυβερνήτες, θα κρύβεστε πίσω από τους άνομους νόμους σας;
Ως πότε, οι διεφθαρμένοι, θα διαφθείρετε ότι αγγίζετε με το άνομο χέρι σας και θα βρωμίζετε με το ρυπαρό σας χνώτο τον αέρα.
Ως πότε, λαθρεπιβάτες της εξουσίας, θα ξεγελάτε τον λαό και θα αρμέγετε την ψήφο του;
«Ώρα νέα, χελιδών: κοίτα, νέα χελιδόνια». «Οι δ’ έβλεπον καγώ των κρεών έκλεπτον: αυτοί έβλεπαν κι εγώ έκλεβα το κρέας».
Ως πότε, θα σας κουβαλάει βάρος της γης, «άχθος αρούρης», άχρηστο, στον σβέρκο του, ο εξαθλιωμένος, από εσάς, λαός;
Ως πότε, πολιτικατζή, εσύ «ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης).
Ως πότε, θα μοστράρετε την φτιασιδωμένη φάτσα σας, με τα φκιασίδια της εσπερίας, οι σκουπιδάρχες της χωματερής των νεοελλήνων, που τη δημιουργήσατε από το περίσσευμα της σκουπιδοσύνης σας; Εσείς που καταντήσατε στάχτη έναν λαό « που είταν αιώνια φλόγα (Κώστας Βάρναλης)».
Ως πότε θα μιλάτε, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης), και θα σκοτώνετε τη γλώσσα την ελληνική, που «ει θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται: αν οι θεοί διαλέγονται χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων»; (Κικέρων)
Εσείς οι αδιάντροποι, πρωταριστεροί, γλωσσοχαλαστήδες.
Ως πότε αμετανόητοι θα σκοτώνετε τον ήλιο, θα σκοτεινιάζετε το φως και θα αμαυρώνετε το ελληνικό πρόσωπο, εκείνο, που αντίκριζε τη Δύση κατάματα και η Δύση το αντίκριζε με δέος και σεβασμό;
Εσείς οι ηλιοκτόνοι, φωτοκτόνοι. σκοταδιστές.
Και ζητούσαν τι μέρες εκείνες η άνθρωποι μιαν ανθρώπινη λαλιά.
Και τους δώσατε τη σιωπή της ενοχής σας.
Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μια ζεστή αγκαλιά.
Και τους δείξατε την εξορία του ανθρώπου.
Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι το ανέσπερο φως.
Και τους τυφλώσατε με το εσπερινό, το σβησμένο φως, της εσπερίας.
Και ζητούσαν τις ημέρες εκείνες οι άνθρωποι ένα όνειρο να πιαστούν, να πιστέψουν. Και τους ρίξατε στον εφιάλτη μιας ζωής αβάσταχτης, χωρίς αύριο.
Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μια δουλειά τίμια για να ζήσουν.
Και τους στέλνατε στην ανέχεια, στο μεροδούλι μεροφάι, εσείς οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας.
Και ζητούσαν τα παιδιά μιαν αλάνα για να παίξουν.
Και τους δώσατε την πέτρινη αλάνα της αδιάφορης πέτρινης καρδιάς σας και της πνευματικής σας αλητείας.
Δεν αγαπήσατε παρά μόνο το χρήμα και την γκλαμουριά της αυλής του Αρταξέρξη.
«Τον δύσκολο τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών» ποτέ δεν επιδιώξατε.
Ανίκανοι, ανάξιοι, γυμνοσάλιαγκες, που γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σας, σκαρφαλώνετε στα υπουργικά έδρανα, με τις έδρες σας λερωμένες, και φωνάζετε «μας ψήφισε ο λαός»
Ναι.
«έρχεται κάθε σκατάς/ θαρρούμε πως σωθήκαμε/
Μα όταν φεύγει βλέπουμε/ πως αποσκατωθήκαμε»
(Γ. Σουρής, ο αφορισμένος)
Η Σίβυλλα μιλάει
«… χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά.
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν. ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.»
«… Χάμω κείτεται ο περίτεχνος αυλός,
ο Φοίβος δεν έχει πια κατοικία, ούτε δάφνη μαντική,
ούτε πηγή ομιλούσα. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε»
Η Σίβυλλα προσκλητήριο των ζωντανών, μα νεκροκρύων, καλεί.
Κυβερνήτης!
«Κοπίδων (τσαρλατάνων) αρχηγός» (Ηράκλειτος).
Πολιτικός!
Πολιτικατζής, «εις οιωνός άριστος: αμύνεσθαι περί πάρτης.
Δικαστής!
Τυφλὸς τα τ᾽ ώτα τον τε νουν τα τ᾽ όμματ’ ει (Σοφοκλής «Οιδίπους Τύραννος)
Νεοέλληνας!
Μαζάτομο της μαζοδημοκρατίας του νεοφιλελεύθερου παγκόσμιου χυλού.
«Έλληνες μην κιοτέψετε, / Σαν Έλληνες βαστάξετε/ και σαν γραικοί σταθείτε.
Παιδιά μ’ να νταγιαντίσετε, να γίνετ’ ένα σώμα/ Να μη χαθεί η πατρίδα μας…»