«Το ποινικό σύστημα στη χώρα μας, όπως και παντού, πάσχει από ανίατη γηραλεότητα» (1).
Έτσι φιλοτεχνούσε την ποινική δικαιοσύνη ένας από εκείνους που περπάτησαν στο μονοπάτι της σκέψης, που δεν πέρασαν απλώς από τα έδρανα της Θέμιδας. Ο αείμνηστος Εισαγγελέας Βασίλειος Παππάς, τον οποίο ο γράφων είχε την τιμή και την τύχη να γνωρίσει.
Όμως, το σύστημα πάσχει και από βαριά νοητική αρθρίτιδα. Κι ακόμα από την ασθένεια του αφελούς οπτιμισμού, των εύκολων γενικεύσεων και των παιδαριωδών εκλογικεύσεων. Με άλλα λόγια από το σύνδρομο των αστείων δικαιολογιών για πράξεις, παραλείψεις και καταστάσεις, που πηγάζουν πάντα από ιδιοτελή κίνητρα.
Η βαρύτερη, όμως, ασθένεια, από την οποία πάσχει, είναι το σύνδρομο της υποταγής στην εκάστοτε έκφραση της εκτελεστικής εξουσίας, η χρόνια ενθάρρυνση του φόβου, καθώς και η ταύτιση με τις εντολές των οικονομικώς ισχυρών.
Έτσι αρκετοί δικαστικοί λειτουργοί μετατρέπονται, δυστυχώς, στα σεραφείμ της καθεστηκυίας δύναμης, στα εξαπτέρυγα των πολιτικώς δυνατών, στα εξαρτήματα που εκδουλεύουν το σύστημα.
Δεν υπάρχει επιβολή χωρίς το χέρι της δικαιοσύνης. Δίχως εκείνην ο εξαναγκασμός είναι έννοια ανύπαρκτη. Η αφόρητη αστυνομική βία υπολείπεται της δικαστικής, καθώς η πρώτη έχει ως όπλο τη σύλληψη, ενώ η δεύτερη τη βία της κατάγνωσης και εκτέλεσης της ποινής.
Για τούτο η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία φροντίζει να έχει στο πλευρό της τη δικαστική, ώστε να παρανομεί νομίμως.
«Η απονομή, συνεπώς, της δικαιοσύνης έχει πολιτικό χαρακτήρα. Η ποινική προστασία είναι το όργανο της εξουσίας, που κατέχει και ορίζει τους μοχλούς και τις συνισταμένες της καθεστημένης τάξης» (2).
Έτσι αποτύπωνε ο ίδιος δικαστικός λειτουργός τη λειτουργία ενός συστήματος, στο οποίο διαχρονικά η ανθρωπότητα εμπιστεύτηκε τις αυταπάτες της.
Όλα, βεβαίως, εξηγούνται, εφόσον δεν λησμονούμε πως η δικαιοσύνη είναι έννοια ταξική και ότι από τη φύση της έχει ταχθεί προς εξυπηρέτηση της ισχύος. Το ίδιο σκληρά υπηρέτησε την κοινοβουλευτική δημοκρατία, το ίδιο στυγνά τη δικτατορία και την ολιγαρχία, το ίδιο ωμά τη σοσιαλιστική εξουσία.
Με την ίδια αμείλικτη μεθοδολογία, την ίδια παράλογη λογική από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Πόσα θα είχε να μας διηγηθεί ο Σωκράτης, οι δέκα των Αργινουσών στρατηγοί, ο κατασυκοφαντημένος Λεύκιος Σέργιος Κατιλίνας, οι ήρωες της επανάστασης του 1821, οι αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης και ο καθημερινός άνθρωπος!
Η δικαιοσύνη φημολογείται πως είναι μονόφθαλμη, πως βλέπει μόνο προς την πλευρά των ασθενών. Οι ισχυροί κρύβονται πάντα στο πεδίο του τυφλού της οφθαλμού. Γι’ αυτό : «Η πελατεία της φυλακής συντίθεται από τρεις κατηγορίες ανθρώπων ... Αποτελείται από τους «mads» (παλαβούς),τους «bads» (κακούς) και τους «sads» (τους φουκαράδες)... Τα δύο τρίτα του ποινικού πληθυσμού … ανήκουν στην κατηγορία των «φουκαράδων» (3).
Η ποινική δικαιοσύνη, έλεγε ένας μεγάλος Ρουμάνος νομικός : «Ξεκινά κάθε μέρα και ξιφουλκεί για να κυνηγήσει την τίγρη. Η λεία της, όμως, είναι καμιόνια γεμάτα κουνέλια που πρέπει να τα παραστήσει εξίσου επικίνδυνα με τις τίγρεις» (4).
Έλεγε, ακόμα, ο αείμνηστος Βασίλης Παππάς :
«Αλλά και πέραν αυτής της υποκειμενικής μου στάσεως, αναλογιζόμενος όσο μπορώ πιο έντιμα την τριακονταετή περίπου θητεία μου στην άσκηση της ποινικής δικαιοσύνης, το μόνο αντικειμενικό καταστάλαγμα που διατηρώ, είναι ότι περπάτησα σ’ ένα δρόμο μάταιο. Όπου το παλιό δεν πεθαίνει και το καινούργιο δεν γεννιέται. Κι ακόμη ότι ανάλωσα τη ζωή μου στην εκδούλευση ενός θεσμού μ’ ανίατο αναχρονισμό και στατικότητα.
Η κλασσική και αμετακίνητη αντίληψή του, διέπεται από μια στοιχειωδώς ανεξέλικτη σχηματικότητα και μονομέρεια. Ένας μηχανισμός δηλαδή που απαντά στο «κακό» μ’ ένα άλλο κακό, επισωρεύοντάς το. Κατευθύνεται όχι από πρακτικούς κανόνες της ανθρωπίνης συμπεριφοράς, αλλ’ από θεωρητικές αρχές. Συναρθρώνεται με ηθικολογικές προκαταλήψεις, ιδεολογικο-δογματικές αποστεώσεις και μεταφυσικές φοβίες.
Ο έντιμος άνθρωπος – ένα θολό, απλοϊκό και συμβατικά αναχαραζόμενο είδωλο – αντίποδας του εγκληματία- ενός φασματικού, καταχθόνιου και τερατωδώς φτειαχτού πλάσματος. Μια κοινωνία οικοδομημένη πάνω σ’ ένα ορισμένο μοντέλο ανθρώπου και για το μοντέλο αυτό, ώστε να μην ανέχεται παρεκκλίσεις και ετερογένειες. Μια κοινή γνώμη ανερμάτιστη και μυστηριακή, εντελώς μυθική, - άθυρμα του αλογίστου, του αρνητισμού και της υπερβολής – που την κατασκευάζει και την κεντρίζει το μαύρο εμπόριο της ανασφάλειας και του πανικού.
Μια νομοθετική και δικαστική λειτουργία που απαρτίζεται και υλοποιείται κατά κανόνα – και σύμφωνα με την εσωτερική της έφεση- από αχθοφόρους ετοίμων ιδεών, που οχυρώνεται σ’ αφηρημένες και στερεότυπες αρχές, που δυναστεύεται από τη φορά των περιστάσεων, που δρα και αποφαίνεται από μακριά, χωρίς προσέγγιση και τοποθέτηση με υπεύθυνη πραγματική γνώση και άμεση προσωπική εμπειρία – όπως ο στρατός, ο κάθε πολεμικός στρατός, που δεν έχει δει, ούτε γνωρίσει, ούτε συναναστραφεί τον αντίπαλό του.
Ένα «οπλοστάσιο» κατατρεγμού και γυμνασμένη συνεχώς επιθετική χρήση της «πανοπλίας», για την προάσπιση της κοινωνίας από τους εσωτερικούς εχθρούς της – τους εγκληματίες : αυτήν την εξ ορισμού ποιοτική της υποστάθμη ή ενδημική της λέπρα. Όλα αυτά, μια παμπάλαιη, απαρέγκλιτη και κοινότυπη μηχανή εμφυλίου πολέμου, που κινείται αυτοματικά και ανέλεγκτα. Δεν έχει, ούτε αναγνωρίζει κανέναν ως υπεύθυνο και υπόλογο συντονιστή της.
Συνεπώς δεν θα ήταν, ούτε ασέβεια, ούτε αναίδεια, να εξετασθεί κάποτε το ενδεχόμενο σταμάτημά της ή κάποια ορθολογική και ουσιαστική εναλλαγή της» (5).
Θα τελειώσουμε το παρόν μας σημείωμα με τούτα εδώ τα βαθιά λόγια :
«Το να τιμωρήσεις, σημαίνει … να προξενήσεις ηθικό, επαγγελματικό ακρωτηριασμό ή τουλάχιστον βαρύ πλήγμα. Να εξανεμίσεις περιουσίες, να αποκόψεις χρήσιμα στοιχεία του κοινωνικού δυναμικού. Κι αυτό χωρίς πραγματική αποκατάσταση ή εξισορρόπηση.
Το να τιμωρήσεις δεν σημαίνει αποκατάσταση του νομίμου : σημαίνει αντίθετα επιδείνωση των πραγμάτων … Αυτό το κλίμα της αρνητικής συμβολής καταθλίβει συχνότατα τον ψυχισμό του ποινικού δικαστή, του αφαιρεί κάθε αίσθημα υπερηφάνειας και ικανοποιήσεως. Και γενικότερα του υπονομεύει και του καταστρέφει το σφρίγος της δικαστικής ενεργητικότητας και αισιοδοξίας.
Γι’ αυτό και οι άξιοι του ονόματός τους ποινικοί δικαστές και εισαγγελείς, είναι βαθύτερα θλιμμένοι άνθρωποι …» (βλ. Ποινικά Χρονικά, Η΄ 1968 σελ.584, υποσημ.15).(6)
(1), (2), (5) και (6) Βασιλείου Ι. Παππά, Εισαγγελέα Εφετών «Το ποινικό πρόβλημα», έκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 1986
(3) Ντένης Σζάμπο (Denis Szabo) Criminologie et Politique criminelle
(4) Β. Β. Στανσίου (V. V. Stanciu) La criminalite a Paris
Νίκος Καραβέλος
([email protected])
φωτογραφία:
Βάλιας Σεμερτζίδης (Λαϊκό Δικαστήριο στα Άγραφα)