Η τύχη των Αγωνιστών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821
Δημήτριος Χαράλαμπου Βιλαέτης
Του Περικλή Δ. Καπετανόπουλου
Δημοσιογράφου-Ιστορικού
Ερευνώντας ανάμεσα σε χιλιάδες έγγραφα τα οποία περιλαμβάνονται στα αρχεία του Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821, για την τύχη των προμάχων της Πατρίδος μετά την συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, διέκρινα την υπογραφή του Δημήτριου Βιλαέτη, γιου του στρατιωτικού αρχηγού της επαρχίας Πύργου ,Χαράλαμπου Βιλαέτη. Απευθυνόταν προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, αλλά τελικό παραλήπτη είχε το βασιλιά Οθωνα. Φέρει ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1841, δηλαδή 20 χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατο του πατέρα του στο Λαντζόι στις 10 Μαΐου 1821. Ο Δημήτριος Βιλαέτης αναγκάζεται να απευθυνθεί στη Κυβέρνηση και το Βασιλιά, λόγω της έσχατης ένδειας στην οποία είχε περιέλθει. Και δεν ήταν ο μόνος. Στη θέση του Δημητρίου Βιλαέτη, βρέθηκαν δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές μαζί με τις οικογένειες τους.
Μέχρι την άφιξη του ανήλικου βασιλιά Οθωνα, στις 25 Γενάρη 1833,στη καθημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα οι Μοραΐτες, οι οποίοι είχαν προσφέρει τα πάντα στον υπέρ ανεξαρτησίας Αγώνα, ζούσαν με την ελπίδα ότι θα ανταμειφθούν έστω με ένα μικρό κομμάτι γης, για να ξαναχτίσουν το κατεστραμμένο από τους Τούρκους και τον Ιμπραήμ σπίτι τους, ώστε να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη για την επιβίωση τους. Αντί για ανταμοιβή όμως, οι Βαυαροί , αντιμετώπισαν τους αγωνιστές σαν εχθρούς του νέου καθεστώτος. Μια από τις πρώτες ενέργειες της Αντιβασιλείας, δηλαδή των κηδεμόνων του ανήλικου Οθωνα, ήταν ο αφοπλισμός του στρατού του Αγώνα, διότι αισθάνονταν την ύπαρξη των ενόπλων αγωνιστών ως απειλή. “Οι βαυαροί, οι τρόφιμοι γραφειοκράτες του ισχνού ελληνικού προϋπολογισμού Φαναριώτες, οι γαιοκτήμονες που αποτελούσαν το κατεστημένο της εποχής- γράφει ο Μέδελσον- πίστευαν ότι κινδύνευαν “εν όσω οι άγριοι εκείνοι πολεμισταί διετήρουν εξουσίαν τινά”.
Χιλιάδες παλαίμαχοι αγωνιστές, ορφανά και χήρες , πεινασμένοι και γυμνοί , εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους από το επίσημο κράτος. Οι άνθρωποι που με το αίμα τους λευτέρωσαν τον τόπο πετάχτηκαν “σαν τη τρίχα απ' το ζυμάρι” από τους Βαυαρούς και την Κυβέρνηση τους. Έτσι τον ενθουσιασμό και τους εορτασμούς των πρώτων ημερών, διαδέχτηκε θύελλα διαμαρτυριών, όταν λίγο καιρό μετά δημοσιεύτηκε το Διάταγμα για την διάλυση του Στρατού της Επανάστασης, ( Β.Δ της 2/14 Μαρτίου 1833). Το Διάταγμα όριζε μάλιστα και τα σημεία στα οποία έπρεπε να προσέλθουν οι αγωνιστές για να παραδώσουν τα όπλα τους. Η ίδια σκηνή θα επαναληφθεί 112 χρόνια αργότερα με τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ.
Δυο μήνες μετά τη δημοσίευση του διατάγματος , στο Άργος και κάτω από την απειλή των βαυαρικών πυροβόλων, οι αγωνιστές αναγκάζονται να παραδώσουν τα τιμημένα καριοφίλια τους. Κατά τον αφοπλισμό εκτυλίχθηκαν θλιβερές σκηνές. Ασπρομάλληδες αγωνιστές παραδίνανε τα’ άρματα τους κλαίγοντας σαν τα μικρά παιδιά. Κάποιοι προτίμησαν να τα σπάσουν στους βράχους, παρά να τα παραδώσουν σε ξένα, γερμανικά χέρια.
Στη Δυτική Πελοπόννησο, ως σημεία συγκέντρωσης των αγωνιστών ορίστηκαν το Αλή Τσελεπή (Παλαιό Βουπράσιο) και η Αχαγιά. Αμέτρητοι αγωνιστές όμως ούτε τα παρέδωσαν, ούτε τα έσπασαν. Αυτούς ο γερμανικός στρατός ανέλαβε να τους αφοπλίσει με τη βία. Έτσι πολλοί αγωνιστές κυνηγημένοι πέρασαν τον Ισθμό και πέρασαν στο τούρκικο, έξω από τα σύνορα του κράτους που είχαν ελευθερώσει με το αίμα τους , ενώ άλλοι πήραν τα βουνά και επιδόθηκαν στη ληστεία. Όμως αν και ο στρατός του '21 διαλύθηκε, το πρόβλημα της εξοικονόμησης των απαραίτητων για τους εξαθλιωμένων αγωνιστών παρέμενε άλυτο. Μέσα στα πρώτα είκοσι χρόνια της βασιλείας, ξεσπούν σε όλη τη χώρα εξεγέρσεις. Πρώτα η Μάνη, μετά η Ρούμελη και ο Μοριάς. Το σύνθημα της Επανάστασης “γη και ελευθερία” παρέμενε ανεκπλήρωτο.
Ο κατατρεγμός δεν περιορίστηκε στους απλούς αγωνιστές, αλλά συνέλαβαν ακόμα και το Γέρο του Μοριά και τους πρωτοκαπεταναίους της Επανάστασης , τους καταδίκασαν και τους φυλάκισαν σαν προδότες και εχθρούς της Πατρίδας!
"..Οι Βαυαροί, που ήρθαν με τον Όθωνα και κυβέρνησαν την Ελλάδα απολυταρχικά επί τριάντα ολόκληρα χρόνια (1833-1862), θα περιφρονήσουν και θα αγνοήσουν και τους φτωχούς λαϊκούς αγωνιστές του '21, που είχαν ποτίσει με ποταμούς αιμάτων το δέντρο της λευτεριάς και που τώρα ζητούσαν αποκατάσταση. Ορισμένες φορές η περιφρόνηση αυτή θα λάβη την μορφή ωμής καταδίωξης και φυσικής εξόντωσης. Κραυγαλέες περιπτώσεις οι θανατικές καταδίκες των πατριωτών στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (25 Μαΐου 1834) και Γιάννη Μακρυγιάννη (16 Μαρτίου 1853), του Νικολάου Πλαπούτα κ.α.π. «Έτσι δυσαρεστημένη και αγανακτισμένη έσβησε η τάξη των αγωνιστών με το πέρασμα του χρόνου...». Απ. Βακαλόπουλος, «Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία», Θεσσαλονίκη 1948
Για τη δυστυχία των αγωνιστών και των οικογενειών τους γράφει ο Μακρυγιάννης : "...Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά και δια κείνους οπού θυσίασαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι’ αυτούς όλους, είναι φτωχή, και δια τον Αρμασπέρη έχει, οπούρθε ψωριασμένος κόντης κι’ έφυγε μ’ ένα μιλιούνι τάλαρα κι’ αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας; Πού’ ναι τόσα μιλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πού 'ναι οι καλύτερες γες, πού 'ναι οι μύλοι, πού 'ναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι αυτήνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα. Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπούρθες και ποιους θα προδώσης; Πού το τζάκισες αυτό το χέρι; -Στο Μισολόγγι, μου λέγει. -Πού το τζάκισα εγώ αυτό; -Στους Μύλους του Αναπλιού. -Διατί τα τζακίσαμεν; -Διά την λευτεριά της πατρίδος. -Πού 'ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη;" Γιάννη Μακρυγιάννη "Απομνημονεύματα".
Όμως παρά το σκληρό πρόσωπο που έδειξε απέναντι τους η Αντιβασιλεία, οι περισσότεροι αγωνιστές, δεν καταδέχτηκαν να πάρουν τ’ άρματα εναντίον της Πατρίδας την οποία λευτέρωσαν με τόσο αίμα και θυσίες. Συνέχιζαν να ελπίζουν και να γράφουν στον Οθωνα, για την άθλια κατάσταση πενίας στην οποία είχαν περιέλθει.
Αντίθετα, οι τυχοδιώκτες Γερμανοί αξιωματικοί που έφταναν στην Ελλάδα, προβιβάζονταν σε βαθμούς ανώτερους των Ελλήνων και των Φιλελλήνων που το σώμα τους ήταν γεμάτο ουλές από τις μάχες με τον εχθρό.
Την ίδια σκληρή αντιμετώπιση είχαν και πολλοί από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, κι ανάμεσα τους ο Νικηταράς, ο Γιάννης Θεφιλόπουλος (Καραβόγιαννος), ο Κωνσταντής Παπαδημητρόπουλος (Ανδραβιδιώτης), ο Γιάννης Μακρυγιάννης, και χιλιάδες άλλοι μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο γιο του Χαράλαμπου Βιλαέτη που το 1841, ζει σε απόλυτη ένδεια και αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια της Βασιλικής Κυβέρνησης, μέσω του Υπουργού (Γραμματέα) των Στρατιωτικών. Στην αίτηση του αναφέρει:
« Ο υποφαινόμενος υπαγόμενος εις μιαν των επισημοτέρων οικογενειών του Πύργου, είμαι υιός του υπέρ της Πατρίδος πεσόντος Χαράλαμπου Βιλαέτη, όστις εχρημάτισε αρχηγός της Επαναστάσεως της αυτής Επαρχίας. Περιττόν κρίνω Κύριε Γραμματεύ να εκθέσω τα περί του πατρός μου, ήτοι την θέσιν ήν έχειν εις την πατρίδα μας, την περί τα στρατιωτικά ικανοτητά του, με οποίον ηρωισμόν απέθανε και πόσον η ημέρα της 2ας Μαίου του 1821 καθ΄ήν εθανατώθη, από την υπεροπλίαν των Λαλαίων, δυνατωτέρων οθωμανών της Πελοποννήσου, συνεισέφερεν εις τον αγώνα μας…Αλλά στερούμενος κάθε μέσον υπάρξεως έσπευσα άμα μετά την εγκαθίδρυσιν ενταύθα της Βασιλικής Κυβερνήσεως να παρουσιαστώ ενώπιον της Α.Μ, ήτις αναγνωρίσασα τας θυσίας του πατρός μου ηυδόκησε δια πράξεων αλλεπαλλήλων να δείξει πατρικήν συμπόνοιαν διατάξασα να εγκατασταθώ εις ανάλογον θέσην. Σχηματισθείσης μεθ' ου πολύ Στρατιωτικής Επιτροπής και συγκειμένης από άνδρας οίτινες καλώς εγίγνοσκον τον ένδοξον του πατρός μου θάνατον και τον υπερ της Πατρίδος ζήλον του, με κατέταξεν εις το Μητρωον της ως ανθυπολοχαγόν…»
Τελικά η Γραμματεία των Στρατιωτικών εισηγήθηκε στον ¨Οθωνα την απονομή του βαθμού του ανθυπολοχαγού της Φάλλαγγας στο Δημήτριο Βιλαέτη με την ανάλογη πενιχρή «προικοδότηση» δηλαδή χρηματική βοήθεια.
Στην εισηγητική έκθεση του Υπουργού των Στρατιωτικών προς τον Οθωνα αναφέρονται τα εξής: « Μεγαλειότατε, Ο Χαράλαμπος Βιλαέτης υπήρξεν οπλαρχηγός της Επαρχίας του Πυργου και εφονεύθη εις μάχην τινά, το πρώτον του Ιερού Αγώνος έτους. Ο τελευτήσας εγκατέλειπε υιόν τον Δημήτριον Βιλαέτην, υστερούμενον τα της υπάρξεως μέσα και απροστάτευτον. Η εξεταστική επιτροπή, η παρά του αντιστρατήγου Τζουρτ προεδρευθείσα, έχουσα υπ’ οψιν εξ’ ενός μεν μέρους τας θυσίας του φονευθέντος οπλαρχηγού, και εξ’ άλλου την αμηχανίαν του υιού του, ενόμισεν έργον δικαιοσύνης να προτείνη την χορήγησιν της υπάρξεως του μέσων δια την εις 7ην τάξιν βαθμολογίας…».
Στο σχέδιο Β.Διατάγματος αναφέρεται επί λέξει :
« Απόφασις
Επί τη υπ’ αριθ. 13610 προτάσει της ημετέρας επί των Στρατιωτικών Γραμματείας της Επικρατείας, ευαρεστούμεθα να ονομάσωμεν ανθυπολοχαγόν εις την Β. Φάλαγγα με το δικαίωμα της προικοδοτήσεως κατά τους ορισμούς του περί προικοδοτήσεως των φαλαγγιτών Νόμου, τον Δημήτριον Χαραλάμπους Βιλαέτην, υιον του ενδόξως πεσόντος οπλαρχηγού της επαρχίας Πύργου Χαραλάμπους Βιλαέτη.
Αθήναι τη 5η Ιανουαρίου 1842».
Ιστορικές αναφορές για τον Χαράλαμπο Βιλαέτη
Γράφει για τον Χαράλαμπο Βιλαέτη ο επιφανής Ηλείος ιστορικός Δημήτριος Οικονομόπουλος:
«Βιλαέτης Χαράλαμπος. Υπήρξεν ο διαπρεπέστερος της οικογενείας Βιλαέτη. Ούτος μετά του αδελφού του Νικολάου κατά τους διωγμούς της κλεφτουριάς της Πελοποννήσου το έτος 1805 κατόρθωσε να διασωθεί εις Ζάκυνθον. Εκεί υπηρέτησε μετά του Θ. Κολοκοτρώνη μετά του οποίου είχε συνδεθεί στενότατα ως αξιωματικός εις τα συσταθέντα Ρωσικά, Γαλλικά και κατόπιν Αγγλικά τάγματα της Επτανήσου υπό τον Αγγλον φιλέλληνα στρατηγόν Ριχάρδον Τζώρτζ με τον βαθμόν του λοχαγού.
Ο Τζώρτζ εις ιδιαιτέραν έκθεσιν του (αρχείον αγωνιστών αριθ. 17253) πιστοποιεί ότι υπήρξεν εκ των ικανοτέρων λοχαγών του Συντάγματος και κρίνει ιδιαιτέρως την συμμετοχήν ως ηρωικήν εις την άλωσιν του φρουρίου της Λευκάδος το έτος 1810.
Μυηθείς μετά του αδελφού του Νικολάου την 20η Οκτωβρίου 1818 υπό του Α.Τζοχαντάρη εις τα της Φιλικής Εταιρείας εις Ζάκυνθον, παρέμεινεν εις αυτήν μέχρι των παραμονών του Αγώνος. Μόλις εξερράγη η Επανάστασις, εντολή της Επιτροπής Ζακύνθου διεκομίσθη, μετά του αδελφού του Νικολάου και εκατόν πεντήκοντα Πελοποννησίων, υπό του πλοιάρχου Λουκά Ακρατόπουλου, αγωνιστού εκ Καλαβρύτων μετερχομένου τον εμποροπλοίαρχον εν Ζακύνθω προ του αγώνος, παρά το Ακρωτήριον Κόρακα του Πύργου και εκείθεν ενωθείς μετά του Γ. Σισίνη εξήγειραν όλην την Ηλείαν εις την Επανάστασιν και ανεγνωρίσθη αμέσως αρχηγός των όπλων.
Οι εν Γαστούνη εγκατεστημένοι Τούρκοι φοβηθέντες την εξέγερσιν ανεχώρησαν εξ αυτής και επορεύοντο εις Λάλα προς εξασφάλησιν των. Εν ώ δε ευρίσκοντο καθ’ οδόν, οι εν Λάλα τουρκαλβανοί τους ειδοποίησαν, ότι δεν θα τους δεχθούν και εκ τούτου ηναγκάσθησαν να επιστρέψουν και να κλειστούν εις το φρούριον Χλουμούτσι. Την 27η Μαρτίου 1821 ο Γ.Σισίνης και ο Χ.Βιλαέτης τους επολιόρκησαν, επελθόντες όμως οι Λαλαίοι έλυσαν την πολιορκίαν και απέστειλαν τους πολιορκημένους εις τας Πάτρας. Επειδή έκτοτε οι Λαλαίοι ενήργουν εκ περιτροπής επιδρομάς κατά του Πύργου και διαφόρων άλλων χωρίων της Ηλείας, ο Βιλαέτης ως ο μόνος στρατιωτικός εξ επαγγέλματος εις την περιφέρειαν του μεταξύ των αγωνιστών, διοργάνωσε θαυμασίως τους αγωνιστάς, ίδρυσε στρατόπεδον και ημύνετο εις διάφορα σημεία προξενών ζημίας εις τους Λαλαίους, οίτινες γενναίοι όντες ετίμων την ανδρείαν του αποκαλούντες αυτόν « Φραγκοπαλλικάρι» ως υπηρετήσαντα εις τα τάγματα της Ευρώπης.
Την 10ην Μαΐου 1821 εξεστράτευσεν κατά των Λαλαίων μετά των οποίων συνεπλάκη εις την πεδιάδα του χωρίου Σμύλα. Επί πέντε ώρας διεξήγετο η μάχη πεισματωδώς, τέλος ο Βιλαέτης εφονεύθη υπο τινός ιπποκόμου μπέη, τον οποίον είχε φονεύσει εις την μάχην ο Βιλαέτης. Εις την μάχην αυτήν εφονεύθησαν και εικοσιπέντε σύντροφοι του και οι γενναίοι τριφύλιοι οπλαρχηγοί Δημ.Κινάς, Αναγ. Δονάς και οι εκ Ζακύνθου αδελφοί Καμπασαίοι ηρωικώς αγωνισθέντες. Οι Τούρκοι απαλλαγέντες του φοβερού τούτου εχθρού κατενθουσθιάσθησαν και αποκόψαντες την κεφαλήν του ήρωος επέστρεψαν θριαμβευτικώς εις Λάλα, όπου οι Αγάδες διέταξαν εορτάς, την δε κεφαλήν αυτού εκρέμασαν εις τον, παρά το τζαμί των, πλάτανον».
Ο επιφανής ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος εις το περισπούδαστον ιστορικόν έργον του γράφει δια τον Χ.Βιλαέτην: « ο ηρωισμός του και η αυτοθυσία του κατά την μάχην του Λαντζοίου ενθυμίζουν τον Αθ. Διάκον εις την Αλαμάναν και τον Αθαν.Καρπενισιώτην εις το Σκουλένι. Ηρνήθη να εγκαταλείψη το πεδίον της μάχης και έμεινε με τους ολίγους άνδρας του μαχόμενος και αποφασισμένος να αποθάνη. Καταλέγεται μεταξύ των ανδρών, των οποίων ο θάνατος κατά την αρχήν της Επαναστάσεως εστέρησε τον πολυετή αγώνα πολυτίμων αρχηγών».
Η απόφασις του Βιλαέτη και η επιμονή του να μείνη προ του προφανεστάτου κινδύνου κατηγορήθη από όλους, διότι άλλως θα ηδύνατο να προσφέρη μεγάλας υπηρεσίας εις τον Αγώνα.
Ο ιστορικός Φιλήμων γράφει ότι: «αν το παράτολμον θάρρος του δεν τον εξώθει εις την φοβεράν μάχην του Σμύλα, η Πελοπόννησος θα επεδείκνυε και έτερον ήρωα και γίγαντα».
Το 1884, εξήντα τρία χρόνια μετά την Επανάσταση, επί Κυβερνήσεως Τρικούπη, οργανώθηκε η πρώτη έκθεση κειμηλίων του ιερού αγώνα στο ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟ. Όμως πολλοί Αθηναίοι, αντί πάνε στην έκθεση που οργάνωσε η κυβέρνηση Τρικούπη, συνέρρεαν στο φτωχικό ενός γέροντα αγωνιστή, του Ιωάννη Θεοφιλόπουλου ή Καραβόγιαννου, ο οποίος σε ηλικία 94 ετών, ήταν ένα ζωντανό λείψανο του Αγώνα. Το ταπεινό σπιτάκι του, σε μια πάροδο της οδού Αιόλου, έγινε τόπος προσκυνήματος από το λαό για τις λησμονημένες δάφνες του. Τις ημέρες εκείνες, καθημερινά διάφοροι όμιλοι ανθρώπων, προσέρχονταν με θρησκευτική ευλάβεια στο σπιτάκι και ασπάζονταν με σεβασμό το χέρι του Καπετάν - Γιάννη, ακούγοντας από το στόμα του των ιστορία των ενδόξων κατορθωμάτων του. Λίγους μήνες αργότερα, μια έμμετρη είδηση καταχωρείται από τον ποιητή Γεώργιο Σουρή , τον Ιανουάριο του 1885, στον Ρωμηό. Ο ποιητής είδε στο δρόμο μια κάσα με έναν γέρο νεκρό, ίσως τον Καραβόγιαννο, από την μεγάλη γενεά του '21. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα, στην δεξιά του μεριά υπήρχεν «ολιγοστό λιβάνι» επάνω σε ένα κεραμίδι και στην αριστερή ένα πανί, για να ρίχνουν οι περαστικοί λίγα χρήματα για την κηδεία του. Το επίσημο κράτος αντιπροσωπευόταν μονάχα από έναν κλητήρα!.. Αυτός που αγωνίστηκε για την πατρίδα -γράφει ο συνήθως εύθυμος ποιητής-, που πέρασε την νιότη του με το σπαθί στο χέρι, ως αντάλλαγμα των αγώνων του έλαβε την φτώχια και την φοβερή καταφρόνια του κόσμου...(Π.Μαστροδημήτρης, περιοδικό "ΕΠΟΠΤΕΙΑ" 1984).
Η έμμετρη είδηση του Σουρή είναι η εξής:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΛΕΕΙΝΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΤΙΝΟΣ...
Απάνω σε παληόσκαμνα μια κάσσα στηριγμένη
είχ' ένα γέροντα νεκρό με ρούχα λερωμένα,
απ’ τη μεγάλη γενεά αυτή τη δοξασμένη,
που τόσο αγωνίστηκε εις το Εικοσιένα.
Κανείς δεν τον εγνώριζε, κανείς δεν τον τιμούσε,
και όμως μια φορά κι’ αυτός με δόξα πολεμούσε.
Στη δεξιά του τη μεριά ολιγοστό λιβάνι
σε κεραμίδι έκαιγε με τόση ευωδία,
κι αριστερά ένα πανί, όποιος περνά να βάνη
λίγα λεπτά για να γενή του γέρου η κηδεία.
Κανένας δεν τον έκλαιγε, μόνον ένα κλητήρα
είδαν να στέκη όρθιος εις της αυλής τη θύρα.
Αυτός που αγωνίστηκε για την Πατρίδα μόνον
Κι’ επέρασε με το σπαθί της νειότης του τα χρόνια,
έλαβε ως αντάλλαγμα των τόσων του αγώνων
τη φτώχια και την φοβερή του κόσμου καταφρόνια.
Και ζωντανός δοκίμασε απ’ όλους μας τη χλεύη,
και μεσ’ στην κάσσα του νεκρός ακόμα ζητιανεύει.